Η αγγλική αργκό λέξη bro, δηλαδή brother, που σημαίνει αδερφός στα ελληνικά, αλλά χρησιμοποιείται στις συζητήσεις νέων -πιο πολύ ραπάδων ή wiggaz.
Η αγγλική αργκό λέξη bro, δηλαδή brother, που σημαίνει αδερφός στα ελληνικά, αλλά χρησιμοποιείται στις συζητήσεις νέων -πιο πολύ ραπάδων ή wiggaz.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Διαδικτυακή γλώσσα, αντίθετο του greeklish. Τα engreek είναι αγγλικά γραμμένα με ελληνικούς χαρακτήρες. Δεν χρησιμοποιείται και πολύ, αλλά όταν γίνεται έχει πολύ γέλιο και είναι τρομερή φάση.
Παράδειγμα από chat στο Windows Live Messenger περιλαμβάνεται παρακάτω.
- Σόου, χάου ντου γιου ντού;
- Αι έμ φάιν, άι τζάστ χέντ ε μπάθ.
- Αααα, νάις, άι ντιντ του. Γουάτ πέρφιουμ ντου γιου πουτ;
- Αι ντοντ.
- ... Οοου. Οκέη. Γουίλ γιου καμ του δε πάρτυ τουνάιτ;
- Νόου, μεν, αι χεβ εν ινγκλις λέσον. Ιτ σαξ, μπατ άι χεβ του γκόου.
- Γκάτ-ντέμιτ! Γιού αρ μίσιν δε τάιμ οβ γιούρ λάιφ, μπρο!!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Υποκοριστικά των γνωστών ελληνικών τσιγάρων «Καρέλια».
Χρησιμοποιούνται κυρίως μεταξύ τρακαδόρων ή τραμπαδόρων ή απλά λάτρηδων των συγκεκριμένων τσιγάρων.
- Πσιτ, έχει κανείς κανα Καρελάκι;
- Έι, ψηλέ! Τράβα στο περίπτερον για ένα καρέλι μαλακό.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η διάσημη μάρκα τσιγάρων Malboro για τους μη αγγλομαθείς.
βλ. και καύλορο
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η πολύ άσχημη γυναίκα, το μπαζόκλειδο, το μπάζο, η μπαζόλα.
-Ρε συ, πώς βγαίνει ο Τάκης μ' αυτή την πατσούρα;
-Ξέρω 'γω... Πάντως πρέπει να 'ναι πολύ απελπισμένος.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Συνώνυμο του «ορίστε» αλλά πιο μάγκικο. Λέγεται όταν δίνουμε κάτι σε κάποιον.
Η προστακτική στην αργκό: -α, -έκα, -ω, έμπαινε, έφυγες, κατέβαινε, μπέκα, πάνε, πιάκε, τσάκω· ακόμη: προστακτική αντί για απαρέμφατο, συνεχής προστακτική ως στιγμιαία.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το μότο-προτροπή (get up, αλλά ακριβώς όπως προφέρεται) για χορό σε τραγούδια του θεού της σόουλ, James Brown. Χρησιμοποιείται έτσι στο άκυρο για πλάκα, αλλά και στην πραγματική του έννοια. Επίσης βλέπε γκιράπης.
- Ρε Μάικ να σε πω κάτι...
- Πέ' το...
- Είναι σοβαρό ρε μπρό..
- Πέ' το!!
- Λοιπόν...
- Άντε ρε τελείωνε!
- ΓΚΙΡΑΠΑ!
- ΧΑΧΑΧΑ δεν παλεύεσαι ρε...
- Άντε παιδιά, γκιράπα να φύγουμε γιατί είναι αργά και έχουμε δουλειά το πρωί...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η πολύ όμορφη γυναίκα που, αν και χαζή, προσπαθεί να περάσει ως διανοούμενη.
- Ωραίο γκομενάκι η Λίζα...
- Ναι, αλλά όποιον βρει του το παίζει σκεφτόμουνα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Κάτι το πολύ καθαρό, που λάμπει σαν το κέλυφος του αβγού.
— Επ, λούστραρες το γραφείο;
— Ναι, γυαλίζει!
— Μιλάμε τελείως αβγό!
Η γάτα σου είναι τελείως βρόμικη ρε... Κάν΄την κάνα μπάνιο!
Εγώ την κάνω κάθε βδομάδα και δες την, αβγό είναι!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!