Ή αλλιώς έχ' γαβριάξ'.

Η απέλπιδα προσπάθεια κοπέλας ή ώριμης γυναίκας, να έρθει σε σεξουαλική επαφή, διότι έχει πάρα πολύ καιρό να συνουσιασθεί.

- Καλά ε! Η Σταυρούλα από τότε που την έστειλε ο Βαγγέλης, έχει τρελαθεί! Ψάχνεται απελπισμένα! - Άσε μαλάκα... Έχει γαβριάξ' για πούτσο η γκόμενα!

Δες και γαυρίζω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που δηλώνει ακραία απαξίωση και περιφρόνηση. Μάλιστα, το μέγεθος της δυσαρέσκειας που προκαλείται απο το υποκείμενο, το καθιστά άξιο θανάτου.

- Πω ρε μαλάκα... Κοίτα εκεί μια φτερού. Μεγάλη πούστρα!!
- Ναι ρε φίλε, γάμησέ τα... Για κούτα είναι !

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία