Το λέμε για τον εχθρό που εμφανίζεται ξαφνικά σε ένα ηλεκτρονικό παιγνίδι και δυσκολεύει η κατάσταση ή χάνουμε σχεδόν αμέσως. Συνήθως λέγεται για το γνωστό λευκό φαντασματάκι στο Bubble Bobble που βγαίνει και μετά πρέπει να βιαστούμε αλλιώς την την πουτσίσαμε.

Παίκτης που παίζει Bubble Bobble σε φίλο του:

- Φτου σου! Βγήκε ο μπούρμπουλης και έχασα κανονάκι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για βλάχικο εξελληνισμό του slogan «Wash 'n' Go» του γνωστού σαμπουάν «Head & Shoulders». Δηλαδή σε standard ελληνικά «πλύσου και στρίβε (φύγε)».

- Τώρα θα κάνεις μπάνιο; Που θέλουμε να βγούμε;
- Μην ανησυχείς, δεν θ' αργήσω, έχω Πλυς εν στριβ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δεν πρόκειται για ένα απλό «βύσμα», αλλά για «πολύπριζο». Είναι ο φαντάρος που είναι πιο βύσμα κι απ' τα βύσματα και πάει στις καλύτερες θέσεις ή έχει την πιο ευνοϊκή μεταχείριση.

Επειδή, και καλά οι ΔιαΒιβαστές κάνουν εύκολη θητεία, τους λένε Δυνατά Βύσματα. Οι επίλεκτοι όμως της Έρευνας και Πληροφορικής που, κατά κανόνα, είναι κομπιουτεράδες του στρατού σε κάποιο γραφείο και κάνουν λιγότερες σκοπιές ή καθόλου, ανήκουν στο σώμα Ε.Π. (Έρευνας και Πληροφορικής ή Εξέχοντα Πολύπριζα).

Βλέπε ορισμούς για Γ.Ε.Π..

Βλ. και πολύμπριζο. Σχετικά: δόντι, κονέ, χαυλιόδοντας, bluetooth, ρουσφετοπωλείο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λέει ο σοφός λαός για να υπενθυμίσει στις γυναίκες ότι δεν μπορούν να συγκριθούν με τους άντρες όσο και να προσπαθούν.

Γυναίκα: - Αγάπη μου ανοίγεις το μπουκάλι γιατί δεν μπορώ;
Άνδρας: - Κλανιά ανδρός, γυναίκας δύναμη (ούτε ένα μπουκάλι δεν μπορείτε να ανοίξετε). Βεβαίως γλυκιά μου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σε τεχνικούς Η/Υ το «κουκουρούκου» σημαίνει και «κουτουρού», ό,τι νά 'ναι, γενικά μια υποθετική βλάβη που δύσκολα μπορεί κανείς να επιβεβαιώσει.

- Μου κάηκε η μητρική! Τι θα κάνω τώρα;
- Αν είναι μες στην εγγύηση, θα δηλώσουμε μια βλάβη κουκουρούκου (που να μην μπορούν να επαληθεύσουν) και μπορεί να στην αλλάξουν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στον Στρατό (και μάλλον Αεροπορία, Ναυτικό) γριά είναι ο Ανθυπασπιστής. Επειδή κατά κανόνα είναι διευθυντής κάποιου γραφείου και δεν κάνει τίποτα άλλο όλη μέρα από το να γκρινιάζει και να μετράει τα χρήματα που παίρνει και τα επιδόματα (όπως συνηθίζουν οι πραγματικές γριές), γι αυτό λέγεται «γριά». Το ότι δεν κάνει τίποτα όλη μέρα το επιβεβαιώνει και το Δ στο διακριτικό του, που μεταφράζεται ως «Δεν δουλεύω».

Πήγα στον Λοχαγό να ζητήσω άδεια διανυκτέρευσης για το Σ-Κ και μπαίνοντας άκουσα την Γριά να σχολιάζει τις νέες περικοπές στους μισθούς τους.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι παράφραση του «όποιος βιάζεται σκοντάφτει». Δηλαδή «μη βιάζεσαι γιατί θα την χέσεις την κατάσταση (θα το ματιάξεις και θα πάει κάτι στραβά)».

- Μπαμπά θα μου πάρεις δικό μου αυτοκίνητο όταν περάσω στο Πανεπιστήμιο;
- Μη προτρεχέτω γιατί χεζέτω! Πέρασε πρώτα και βλέπουμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επίσης σημαίνει ότι με τσάτισαν. Όπως λέμε «φορτώνω» και εννοούμε «τα παίρνω», «βιδώνομαι», έτσι και «μπριζώθηκα», σημαίνει «τσατίστηκα», σπάστηκα.

Τον μαλάκα, που πετάχτηκε από στοπ! Με μπρίζωσε τώρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άλλη σημασία είναι ότι με πιέζει κάποιος να κάνω μια δουλειά, με την έννοια ότι με αγχώνει κλπ. Λέμε επίσης και «είμαι στην (μ)πρίζα» και εννοούμε ότι είμαι σε επιφυλακή, στην τσίτα.

Πήγα σήμερα στον καθηγητή να του δείξω την εργασία μου και μου έβαλε ένα σωρό διορθώσεις. Με μπρίζωσε, η παρουσίαση είναι σε δύο μέρες!

Βλ. μπριζώνω, πρίζας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το παίζω Ρούλης είναι ισοδύναμο του κάνω τον κινέζο.

- Μη το παίζεις Ρούλης, έλα να με βοηθήσεις με τα ψώνια. Όλα εγώ θα τα κουβαλήσω;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία