Σε τεχνικούς Η/Υ το «κουκουρούκου» σημαίνει και «κουτουρού», ό,τι νά 'ναι, γενικά μια υποθετική βλάβη που δύσκολα μπορεί κανείς να επιβεβαιώσει.

- Μου κάηκε η μητρική! Τι θα κάνω τώρα;
- Αν είναι μες στην εγγύηση, θα δηλώσουμε μια βλάβη κουκουρούκου (που να μην μπορούν να επαληθεύσουν) και μπορεί να στην αλλάξουν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λέει ο σοφός λαός για να υπενθυμίσει στις γυναίκες ότι δεν μπορούν να συγκριθούν με τους άντρες όσο και να προσπαθούν.

Γυναίκα: - Αγάπη μου ανοίγεις το μπουκάλι γιατί δεν μπορώ;
Άνδρας: - Κλανιά ανδρός, γυναίκας δύναμη (ούτε ένα μπουκάλι δεν μπορείτε να ανοίξετε). Βεβαίως γλυκιά μου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επίσης η φράση λέγεται για να δηλώσουμε ότι κάποιος πάει να συγκρίνει ανόμοια πράγματα. Κάτι σαν «άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας» κλπ

- Μπορεί να μην έχω πόρσε, αλλά κι εμένα γρήγορο είναι το εργαλείο, 120 άλογα.

- Ε μην μπευδεύουμε τώρα τις πούτσες με τις βούρτσες!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εναλλακτική λέξη για το ουφάδικο. Λέγονταν έτσι γιατί τα περισσότερα παιγνίδια της εποχής ήταν με εξωγήινους (Space Invaders, Galaxian κλπ).

- Πάμε στα ούφο να παίξουμε;
- Μέσα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ψωλίδης ή ψωλόπουλος: είναι αυτός που πετάγεται σαν την πορδή ή σαν τσουτσού εκεί που δεν τον περιμένεις. Λέγεται συνήθως όταν οδηγούμε στον δρόμο με μια κάποια ταχύτητα και ξαφνικά στρίβει από το στενό κάποιος μπάρμπα-Μπρίλιος ή καμιά γκόμενα και μας πάει σαν την κότα με 40.

Μπορεί όμως να το πούμε και για κάποιον που πετάγεται ενώ μιλάμε.

  1. - Φάε ένα μαλάκα ψωλίδη που βγήκε από την γωνία και μ' έκοψε. Πάτα γκάζι ρε αρχίδι με σου γαμήσω το μουνί που σε πέταγε! Τι θα γίνει ρε Ψωλόπουλε! Θα φτάσουμε καμιά φορά;

  2. (Μέσα στην τάξη)
    - Ποιος είπε «όχι» το 1940;
    - Ο Μεταξάς!
    - Γιατί πετάγεσαι ρε Ψωλίδη! Άσε να πάρει καλό βαθμό και κανένας άλλος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο του μπάρμπα-Μπρίλιου όταν οδηγούμε αυτοκίνητο ή άλλο όχημα. Λόγω της εκνευριστικά χαμηλής ταχύτητας σου τα κάνει τσουρέκια, σε γκαστρώνει κλπ. Εξού και το όνομα Γκαστρόπουλος.

Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και σε κάθε άλλη περίπτωση που βιαζόμαστε ή βαριόμαστε και ο άλλος μας πρήζει τον πούτσο.

  1. (Στη κίνηση σε ώρα αιχμής)
    - Τι θα γίνει ρε Γκαστρόπουλε! Θα ξεκινήσεις καμιά φορά; Δύο φανάρια χάσαμε με τη μαλακία που σε δέρνει!

  2. (Δύο φίλοι παίζουν σκάκι και ο ένας μελετάει αρκετή ώρα την επόμενη κίνησή του)
    - Άντε ρε Γκαστρόπουλε! Αποφάσισε! Έκανα οκτάδυμα!
    (Υπάρχει σαν λήμμα το τελευταίο;)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι παράφραση του «όποιος βιάζεται σκοντάφτει». Δηλαδή «μη βιάζεσαι γιατί θα την χέσεις την κατάσταση (θα το ματιάξεις και θα πάει κάτι στραβά)».

- Μπαμπά θα μου πάρεις δικό μου αυτοκίνητο όταν περάσω στο Πανεπιστήμιο;
- Μη προτρεχέτω γιατί χεζέτω! Πέρασε πρώτα και βλέπουμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επίσης σημαίνει ότι με τσάτισαν. Όπως λέμε «φορτώνω» και εννοούμε «τα παίρνω», «βιδώνομαι», έτσι και «μπριζώθηκα», σημαίνει «τσατίστηκα», σπάστηκα.

Τον μαλάκα, που πετάχτηκε από στοπ! Με μπρίζωσε τώρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άλλη σημασία είναι ότι με πιέζει κάποιος να κάνω μια δουλειά, με την έννοια ότι με αγχώνει κλπ. Λέμε επίσης και «είμαι στην (μ)πρίζα» και εννοούμε ότι είμαι σε επιφυλακή, στην τσίτα.

Πήγα σήμερα στον καθηγητή να του δείξω την εργασία μου και μου έβαλε ένα σωρό διορθώσεις. Με μπρίζωσε, η παρουσίαση είναι σε δύο μέρες!

Βλ. μπριζώνω, πρίζας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το παίζω Ρούλης είναι ισοδύναμο του κάνω τον κινέζο.

- Μη το παίζεις Ρούλης, έλα να με βοηθήσεις με τα ψώνια. Όλα εγώ θα τα κουβαλήσω;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία