Κατουράω.

- Έλα ρε, έχουμε αργήσει, θα φτάσουμε στο γήπεδο στο ημίχρονο.
- Ρίχνω ένα ζεστό, μη με πιάσει στο γήπεδο, και φεύγουμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Αναφορά για επιθετικό που είναι πολύ καλός στο σκοράρισμα. Το 'χει με το γκολ ρε παιδί μου.

Το πρωτοάκουσα να χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει τον Θωμά Μαύρο, της ΑΕΚ των 70s και 80s.

- Τί έβαλε πάλι το άτομο την Κυριακή στο ντέρμπι με τον Ποσειδώνα Άνω Μουλιανών;
- Όντως, δεν παίζεται ο σέντερ φορ μας, βάζει γκολ και με ρέψιμο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφορά σε αιδοίο, που αναδύει τη γνωστή... μυρωδιά ψαριού. Κάργα στην απλυσιά είτε για λόγους υγιεινής (όπως λέει η κάτοχός του «γιατί τα τεχνητά καθαριστικά χαλάνε το φυσικό pH του κόλπου»), είτε λόγω αγαμίας/παρθενιά.

- Σκύβω να τη γλείψω δικέ μου και έμεινα.
- Τόσο ωραίο ήταν το μουνί της;
- Δεν ξέρω, δεν πρόλαβα να δω. Σχεδόν λιποθύμισα από τις αναθυμιάσεις.
- Πάλι σε ψαρομούνα έπεσες;;;

(από earendil_ath, 14/12/12)

Σχετικά: μπακαλιαρίλα, καμένο ντουί και το ευρύτερο μουνίλα. Δες και -μούνα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφέρεται σε γυναικοπαρέα, ή απλά τις γυναίκες της παρέας. Ο αριθμός των υπό αναφορά γυναικών, πρέπει να είναι τουλάχιστον δύο.

Αλλά για να δικαιολογήσει αυτή η παρέα/ομάδα τον χαρακτηρισμό (και τίτλο!), πρέπει να είναι όλες εμφανίσιμες. Ή τουλάχιστον γαμήσαμπλ.

Η έκφραση είναι η γνωστή παράφραση του «πιάσε τον έναν και χτύπα τον άλλο», που αναφέρεται φυσικά σε άτομα που δεν εγκρίνουμε γενικώς, είτε εμφανισιακά, είτε σαν προσωπικότητα κ.τ.λ.

- Χθες βγήκα με τη Μαιρούλα. Έφερε μαζί της και τρεις φίλες της...
- Έλεγαν τίπτις;
- Γάμα τη μία, πήδα την άλλη ήταν τα μωρά...
- Ωραίος ρε μαλάκα, και δεν έριξες κανένα τηλέφωνο στο φιλαράκι σου να κοπιάσει και αυτός στο φτωχικό σου...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το «φτωχικό» χρησιμοποιείται μεταφορικά. Αναφέρεται δηλαδή σε κατάσταση ευφορίας, χλίδα, αρχοντιλίκι.

Κοπιάζω σημαίνει «κάνω τον κόπο», πηγαίνω. Κοπιάζω στο φτωχικό σημαίνει πηγαίνω και συμμετέχω κι εγώ σε αυτήν την ευχάριστη κατάσταση, είτε είναι δική μου, είτε άλλου.

Εμπνευσμένο από παλιές Ελληνικές ταινίες. Ίσως ο πρωταγωνιστής Ξανθόπουλος, προσκαλεί έτσι άτομα στο σπίτι του. Αυτά έρχονταν από μακρυά και με τα πόδια φυσικά. Πού αυτοκίνητα, συγκοινωνίες αλλά και εισιτήριο για συγκοινωνίες τότε. Κόπος πραγματικός το ποδαράτο στο μακρινό σπίτι.

- Έλα ρε, που είσαι;
- Εδώ, στο κλαμπάκι που σου έλεγα. Γαμάτη μουσική, οι φίλες της Μαρίας, καθαρά ποτά. Θα κοπιάσεις στο φτωχικό μου;
- Άργησα να γυρίσω από τη δουλειά. Πίνω ένα γκαιφέ και έρχομαι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία