Είδος φατσοβιβλικού ανορθογραφισμού εφήβων νέας κοπής. Βασικός κανόνας: κόβονται όσο περισσότερα φωνήεντα γίνεται, με αποτέλεσμα η γραφή να φέρνει προς Φοινικικό αλφάβητο. Ενίοτε συνδυάζεται και με στοιχεία γκρηκλισμού.

Αφιερώνεται στην τρεντογλωσσού mariahomorfi, όπου κι αν βρίσκεται.

σορρυ ρ κολλητουμπα μ!! απλα τ σ/κ ειχα παει στν κολλητη μ εκτοσ path κ δν μπηκα καθολου!! τ νεα;; μ ελειψεσ ρρ!!

(Τυπικό παράδειγμα από το φουβού)

(από Khan, 19/01/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Μερτικό γης, προίκας, κληρονομιάς, ή άλλης περιουσίας που προέρχεται από ή προορίζεται προς γυναίκα.

Εκ των μουνί (< μνίον, χνούδι) και μοῖρα (< μείρομαι, παίρνω το μερίδιό μου). Λαογραφική μουνοσλανγκιά της Θράκης, σταχυολογείται από την Μαρία Βραχιονίδου, «Οι ονομασίες των γεννητικών οργάνων στα νεοελληνικά ιδιώματα και διαλέκτους», εδώ.

- Εφόσον αποδειχτεί ότι ο μακαρίτης, δεν είχε προλάβει να συντάξει διαθήκη, τότε μιλάμε για εξ αδιαθέτου διαδοχή, στην οποία καλούνται πρώτα-πρώτα, τα παιδιά. Επομένως, αφού είχε μία κόρη, αυτή είναι και η μοναδική κληρονόμος. Ο/η σύζυγος, που επιζεί, καλείται ως κληρονόμος, στο 1/4 της κληρονομιάς, όταν υπάρχουν παιδιά και στο 1/2, όταν δεν υπάρχουν παιδιά, αλλά άλλοι συγγενείς, όπως αδέρφια, γονείς, ανίψια, παππούδες κλπ. Στο παράδειγμά μας, επομένως, αν δεν εμφανιστεί διαθήκη, κληρονομεί το 1/4 η σύζυγος και τα υπόλοιπα 3/4 της κληρονομιαίας περιουσίας, η κόρη! Αν όμως εμφανιστεί διαθήκη, η οποία π.χ ορίζει ότι όλη η περιουσία καταλείπεται στη σύζυγο ή/και σε τρίτους, τότε έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί νόμιμης μουνομοίρας, για την κόρη, η οποία, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να αποκλειστεί εντελώς, αλλά έχει απαίτηση για το νόμιμο μουνομοίρι της.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Όταν κάποιος μπούλης εκφοβίζει, παρενοχλεί και πουλάει σωματικό και ψυχολογικό πειθαναγκασμό σε εμφανώς πιο αδύναμους, ντροπαλούς, ουατέβα, συμμαθητές, συνφορουμίτες, συναδέλφους, συνανθρώπες, κ.ά.

Το φαινόμουνο συχνά αυτόαναπαράγεται καθώς πολλοί μπουλιζόμενοι με την σειρά τους θα ξεσπάσουν πάνω στα παιδιά και τις οικογένειές τους. Δυστυχώς πολλά θύματα μπουλισμού ή e-μπουλισμού έχουν οδηγηθεί στην αυτοκτονία.

Οι μπουλίζοντες συνήθως φτάνουν στο απόγειό τους στον στρατό, ειδικά από θέσεις τσάτσου ορμώμενοι. Στην συνέχεια η μπογιά τους συνήθως φθίνει καθώς βλέπουν τα θύματα τους να πετυχαίνουν στην επαγγελματική και προσωπική τους ζωή, ενώ αυτοί παραμένουν θλιβερές ξεθωριασμένες καρικατούρες του παλαιού τους εαυτού. Το τζάμπα νταηλίκι τους θα ασκείται σχεδόν αποκλειστικά ενδοοικογενειακά, εκτός κι αν ακολουθήσουν καριέρα τση νύχτας ως νταβάδες, πληρωμένοι δολοφόνοι, και ταλιμπάν.

Νεολογισμός εκ του αγγλικάνικου bullying.

R.I.P. Βαγγέλη Γιακουμάκη.

1.
Η χρυσή αυγή τέτοια άτομα έχει και έτσι παίζει. Είναι οι bullies των σχολείων κατ’αναλογία, που απλά μεγάλωσαν και τώρα μπουλίζουν παρέα με άλλες ομάδες, άλλων

2.
Οι διακρίσεις κτλ ειναι θεμα παιδειας στο σπιτι και στο σχολειο και δεν τις εμποδιζει καμία ποδιά. Αν το παιδι ειναι κουφιοκεφαλο, φαντασμενο και μπουλίζει θα το δείξει ό, τι και να φορά.

3.
σε μία κοινωνία, το να στοχοποιείς λεκτικά μετανάστες, που εκ των πραγμάτων δεν είναι ίσοι σε προνόμια, είναι σα να μπουλίζει ενήλικας έναντι παιδιού (από πλευρας χρήσης δύναμης).

  1. Ινσέψιο: αυτό που μπουλίζεις ένα τραμπούκο αποκαλώντας τον μπούλη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γκέινταρ (εκ του gaydar: gay detection and ranging) αποκαλείται η ενορατική ικανότητα ορισμένων να ανιχνεύουν εξ αποστάσεως και με μεγάλη ακρίβεια τον βαθμό πουστοσύνης των συνανθρώπων τους εν είδει ραντάρ.

Το τυπικό γκέινταρ επεξεργάζεται, σταθμίζει και αξιολογεί πληθώρα οπτικοακουστικοκινητικών δεδόμενων και ερεθισμάτων που εκπέμπει το υπό εξέταση υποκείμενο. Σύμφωνα με έγκυρες μελέτες, στις αποχρώσες ενδείξεις πουστρηλικίου συμπεριλαμβάνονται:

  • Η φωνή: το ευρύ κοινό αναγνωρίζει τους θηλύγλωττους από την φωνή τους με 75% επιτυχία.
  • *Ο παράγοντας«κόψε μάπα και βγάλε συμπέρασμα»*: η προβολή ενός προσώπου για το 1/25ο μόλις του δευτερολέπτου αρκεί για να αναγνωριστούν στοιχεία ΛΟΑΤ.
  • Οι φύτρες μαλλιώνε: παρατηρείται ότι οι γκέουλες διαθέτουν αριστερόστροφη σπείρα μαλλιών κατά μεγαλύτερο αναλογικά ποσοστό.
  • Οι αναλογίες των δακτύλων: οι βερμουδιάρηδες και οι λεσβόγκες συνήθως έχουν μακρύτερο το παράμεσο δάκτυλο από τον δείκτη, σε αντίθεση με τους γκέηδες και τις θυλικομούνες.
  • Τα δακτυλικά αποτυπώματα: οι κιναιδουάρδοι και οι ετερομούνες έχουν «πυκνότερες» ραβδώσεις.

    Πέον να σημειωθεί ότι το γκέινταρ αποτελεί είδος «έκτης αίσθησης»: μερικοί το' χουν, άλλοι δεν. Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες μελέτες:

  • Οι τρίζοντες την όπισθεν έχουν ακριβέστερο γκέινταρ από τους στρέιτουλες.

  • Οι γυναίκες έχουν ακριβέστερο γκέινταρ όταν βρίσκονται σε ωορρηξία.

    Όλα τα ραντάρ, πόσο μάλλον τα γκέινταρ, έχουν και «τυφλά σημεία», επιτρέποντας σε μερικές να κινούνται κάτω από το γκέινταρ. Ακόμα και τα καλύτερα γκέινταρ δίνουν ενίοτε ανακριβείς μετρήσεις, κυρίως ωσαναφορά τους μετρό κ.ά. αχαρτογράφητες.

Περισσότερα γκέινταρ φακτς:

Από το δουπού: Κχάν.

Η έκτη αίσθηση
1. Το μαγαζί του Πάπα είναι θερμοκήπιο ανωμαλίας…Ενώ το δικό μας, με τους μητροπολίτες που αποκαλούν ο ένας τον άλλο με γυναικεία ονόματα και τους μοναχούς και τους αρχιμανδρίτες που βάζουν μπροστά το γκέινταρ κάθε φορά που βλέπουν νέο αγόρι στην εκκλησία, είναι το απαύγασμα της αρετής…

2. Βασίζονται σ' ένα νέο, εκτεταμένο πεδίο έρευνας, που δείχνει ότι οι περισσότεροι από μας, είτε ενεργητικοί είτε παθητικοί, είτε ανδροπρεπείς είτε θηλυπρεπείς, είτε μπουτς είτε φαμ, είτε κάπου ανάμεσα, μοιραζόμαστε κάποιες σωματικές διαφορές που μας καθιστούν ειδική υποκατηγορία του κοινωνικού φύλου. Όποιες κι αν είναι αυτές οι διαφορές, φαίνεται πως πηγάζουν από κάπου βαθιά μέσα μας και δεν κρύβονται όσο κι αν προσπαθήσουμε. Τελικά το γκέινταρ, το ραντάρ που έχουμε για να αντιλαμβανόμαστε τον σεξουαλικό προσανατολισμό ενός ανθρώπου, δεν έχει τόσο σχέση με τις ικανότητες αντίληψης του θεατή όσο με τα αποκαλυπτικά σημάδια που οι περισσότεροι γκέι άνθρωποι προβάλλουν, ένα σύνολο χαρακτηριστικών που μας κάνουν να φαινόμαστε ότι ανήκουμε σε αυτή την ομάδα.

Το σάη γνωριμιών για πούστηδες και παλικάρια
3. Πάντως, παρ' ὅτι διαρκῶς κράζεις τὸ γκέινταρ, ὅλο ἐκεῖ εἶσαι :ΡΡ

Ο διφορούμενος αζέρος πολιτικός
4. Ο γηραιός πρώην κομμουνιστής διπλωμάτης του Αζερμπαϊτζάν, Γκέινταρ Αλίγεβ, επιστρέφει στο Μπακού, όπου έχει εκλεγεί πρόεδρος της Βουλής

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν ο Ιωσήφ Βησσαριόνοβιτς Τζουγκασβίλι επέλεξε ως nom de guerre το Ста́лин ("ο ατσάλινος αθρώπας") ουδείς προέβλεψε ότι τόσα χρόνια μετά θα καθίστατο θεμελιώδες γαμοσλανγκοτέτοιο στο πολιτικό ντισκούρ της τόσο μακρινής από τις Σιβηρικές στέπες Ελλαδάρας.

Το πρόθεμα σταλινό- προσδίδει σε ό,τι να 'ναι ένα κόκκινο σκουληκιάρικο ζενεσεκουά. Ορισμένα σταλινοπαράγωγα στέκουν καμαρωτά ως σλανγκενεργά μπινελίκια, άλλα ανήκουν στην ξύλινη πλην χρήσιμη πολιτική γλώσσα, τα περισσότερα φευ αποτελούν ακυρίλες με μηδαμινό σλανγκικό ενδιαφέρον.

Παραθέτουμε μια δειγματοληπτική γουγλαποδελτίωση, σαρώνοντας σάη όλου του πολιτικού φάσματος από τα αριστεριάρικα ιντυμήντια μέχρι και το πιο βορβορώδες υπογάστριο της ακροδεξιάς ιστ(ι)ογραφίας.

Ομολογουμένως μπερδεμένο αναρχοστάλιν logoΟμολογουμένως μπερδεμένο αναρχοστάλιν logo

Σταλιναριό
Σταλίνα, σταλίνας
Σταλίνι
Ισλαμοσταλίνας

KK Ιορδανίας

Λαϊφστάλιν

Λαϊφσταλινάτο interior design στο σπιτικό του Σλάβοι Ζίζεκ  (από Khan)

Σταλινοακροδεξιός
Σταλινοαριστεριστής
Σταλινάρχης
Σταλινοαφεντιά
Σταλινογαμπρός

Ιωσήφ Κλάριν

Σταλινογερμανοτσολιάς
Σταλινογκεμπελσικός
Σταλινογοτθικός (σ.ς. ρυθμός αρχιτεκτονικής)
Σταλινογραφειοκράτης
Σταλινοδημοκράτης
Σταλινοδραχμιστής
Σταλινοεσωκομματικά (σ.ς.: μαλλιοτραβήγματα)
Σταλινοεθνολαϊκιστής
Σταλινοζαχαριαδικός

Sugarstalin

Σταλινοιεροεξεταστής

Nobody expects the Stalinist Inquisition!

Σταλινοιντελιγκέντσια
Σταλινοκαπιταλιστής
Σταλινοκατάντια
Σταλινόκαυλος

Σταλινοστρατόκαυλοι ηγέται

Σταλινόκοτα
Σταλινοκουκουλοφόρος
Σταλινόκωλος
Σταλινολαϊκιστής
Σταλινομάγαζο
Σταλινομακαρθικός
Σταλινομαοϊστής

Όταν οι σταλινομαοϊκοι αφανίστηκαν σε ανατολή και δύση,  εμείς οι Έλληνες ψηφίζουμε ΜΛ-ΚΚΕ και ΚΚΕ(μλ)

Σταλινομούλικο
Σταλινόμουτρο
Σταλινομνημονιακός
Σταλινομπαλτάς
Σταλινομπάσταδρος
Σταλινόμπατσος

...ακα ΚΝΑΤ

Σταλινομπάχαλος
Σταλινομπουρδολογία
Σταλινοναζιστής

σύντομος πλην καρπερός γάμος

Σταλινονεοναζί
Σταλινόκαφρος
Σταλινοκουράδα
Σταλινομούλικο
Σταλινοοργουελιανός

♪♫ Every breath you take I'll be watching you ♪♫

Σταλινοοστεοπορωμένος
Σταλινοπάπισσα

σ.ς. Αλέκα

Σταλινοπαραφιλολογία
Σταλινοπαρέα
Σταλινοπασόκος
Σταλινόπουστα
Σταλινοπροσκυνημένος
Σταλινοπροφέσορας
Σταλινόπουτσα (σ.ς. στην Βαρσοβία έτσι αποκαλούν χαιδευτικά το φαλλικό "Ανάκτορο Πολιτισμού και Επιστήμης", δωράκι του Παρερούλη στον Πολωνικό λαό)

Η σταλινόπουτσα τεχνώνε και επιστημώνε

Σταλινορεμάλης
Σταλινορεφορμιστής
Σταλινοσκατά
Σταλινοσταχανοβισμός
Σταλινοσυμμορίτης
Σταλινο,τινάναι

Σταλινογουατέβα

Σταλινοτιτοϊκός
Σταλινοτροτσκιστής (σ.ς.: μπερδεμένος αριστεριστής που επιτίθεται στην ίδια του την πλάτη με παγοκόφτη)
Σταλινοτσαουσεκικός
Σταλινοτσολιάς
Σταλινο(τ)συριζάκι

Σταλινοβαρώνοι vs Σταλινοσύριζα

Σταλινουπερβολικός
Σταλινοφάγος
Σταλινοφαινόμενο
Σταλινοφασίστας
Σταλινοφασισταριό
Σταλινοφεμινισμός
Σταλινοφιλελές

ΟΑΚΚΕ the original σταλινοφιλελέδες

Σταλινοφονιάς
Σταλινοψεκασμένος
Σταλινοχιτλερικός
Σταλινοχαμουρέματα

Σταλινοφασώματα

Σταλινόχορτο (σ.ς. ταίζω κάποιον...)
Σταλινοχοτζικός (σ.ς. αλλά όχι με την καλή έννοια)
Σταλινοχριστιανός

Ω +CTAΛΙΝ+ Η ΕΥΧΗ

Τραμπουκοσταλίνα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μιλάμε για αντικείμενα ή καταστάσεις που στιλιστικά παραπέμπουν στην εποχή του Πάγκαλου, που ήταν μακριές οι φούστες.

Το ρετρό εσχάτως παίζεται περισσότερο κι απ' το πουλί: απ' τα δασυπώγωνα χιπστέρια που χτενίζουν κιτάπια για να βρούνε το ιδεατό σακάκι του παππού, τις πουδραρισμένες ατμοπάνκούδες που αναζητούν δαντέλες κ.ά κόλπα βικτωριανά σε βιντατζάδικα, τα πιπιναριά που σελφάρουν ποστάροντας κιτρινισμένες Retrica, τους ραστοφόρους κούριερ που εποχούνται με φιξάκια χωρίς ταχύτητες και φρένα καθώς ακούνε κασέτες στο Walkman τςη μαμάς, τους ιδεοψυχαναγκαστικούς φύτουκλες που ταξιδεύουν στο Leipzig σε αναζήτηση αναχρονιστικών χορδών από έντερα για τις κιθάρες τους, τους τελούντες σε κρίση μέσης ηλικίας μικροτσούτσουνους μανατζαραίους που σκάνε 19 χιλιάρικα για Leica M Edition 60 επειδή δεν έχει ψηφιακή οθόνη, τους γουαναμπή ζαν πρεμιέρ του κώλου που προσπαθούν αιμόφυρτοι να ξυριστούν με φαλτσέτα, και ταλιμπάν.

Οι βιντατζιές κρημνοβατούν ματαξύ του καλαίσθητου και του χυδαίου. Μη ξεχνάμε ότι μια αρχική έννοια του kitsch ήταν «μαζεύω σκουπίδια από τον δρόμο».

Εκ του παλιού καλού κρασιού vintage (< λατ. vinum < οἶνος) και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ιά. Ασίστ: khan.

1.
Η βιντατζιά ταιριάζει στο «Star Trek»!

2.
«Ένα handsfree! Καλά, δεν είναι κυριολεκτικά hands-FREE γιατί πρέπει να το κρατάς, αλλά δεν έχει σημασία! Έχει ωραίο χρώμα και μια “βιντατζιά” που μου αρέσει τρομερά! Εμπρός....;;;»
(Δούκισσα Νομικού)

3.
Αρκετές μπύρες μετά, είδαμε ένα ραφείο (τρελή βιντατζιά) που φτιάχνει κορσέδες, ζαρτιέρες και άλλα τέτοια έξαλλα τύπου 18ου αιώνα. Έχει διάφορα αξεσουάρ και είναι όλα τόσο αθώα αλλά και σέξι. Τα θες όλα.

4.
Στην εμφάνιση έχει μια βιντατζιά πλην όχι σε χιπστερική τρέντι αλτέρνατιβ φάση, αλλά μάλλον σε πασέ λατέρνατιβ φάση, μια νεοσιξτίλα ένα πράμα τουλάχιστον ως προς το εσωτερικό μουντ.

5.
Αυτό δεν είναι ψώνια, αλλά sudoku για βαρυποινίτες. Για να ανακαλύψεις σύντομα πως από τη μια η κουστουμιά του μακαρίτη άξιζε τις ώρες και το ψάξιμο πριν βαφτιστεί «βιντατζιά» και αποκτήσει άλλα τρία μηδενικά ουρά στην τιμή της και από την άλλη πως τόσο χρόνο για ψάξιμο έχεις μόνο όταν είσαι φοιτητής ή πλούσιος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μέλος του φακλαναριού, το ακραίο φακλάνι, εκφακλανισμένο θρέμμα της Φακλανδίας. Το λήμμαν οφείλει την σλανγκενέργειά του στο ότι εμπεριέχει και το (εισέτι μη αναρτηθέν) κλανιάρης.

Άγαλμα πρέπει να κάνουνε τον «ευεργέτη» Καραμανλή στην Πειραιώς. Μπορεί ο φακλανιάρης να μην μιλάει αλλά εμείς δεν ξεχνάμε. Έτσι απλά έσωσε τους τραπεζίτες φορτώνοντας τον λαό με τα δισεκατομμύρια των χρεών τους και άνοιξε την πύλη της κολάσεως για να μας σπρώξει μέσα ο γιός της Μαργαρίτας (εδώ)

Στα θηλυκά: φακλανιάρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προβαίνω σε ταλιμπανιές ήτοι, μεταξύ άλλων:

- Ξέρω ότι ταλιμπανίζω λέγοντάς τα αυτά, αλλά ως άνθρωπος (και όχι ως άτομο) δείχνω έμπρακτα τον σεβασμό μου στους μη αρτιμελείς συντοπίτες μου -πχ. με το να μην παρκάρω το ρημάδι μου στη διάβασή τους- και όχι ευνουχίζοντας τη γλώσσα μου (εδώ).

  • Είμαι πάρα πολύ εργατικός και αφοσιωμένος στην δουλειά μου, σε εκνευριστικό μάλιστα βαθμό (βλ. ταλιμπάν).

- Το φραπενείο βάρεσε κανόνι και έχω μείνει χωρίς δουλεία, τον δονητή μου μέσα!
- Δεν στέλνεις κάνα κουκουρίκουλουμ στο σλανγκρρ, μαθαίνω ότι προσλαμβάνουν μοντέλα. Εγώ έστειλα!
- Σιγά μην προσλάβει χλαμούτσες σαν εμάς ο Ρουμάνος! Εκεί δέχονται μόνο δίμετρα ουκρανάϊζερ που ταλιμπανίζουν μοντάροντας από το πρωί μέχρι το βράδυ!

- Νεοορθόθοξος είναι κάποιος που ταλιμπανίζει μετά από μεγάλες δόσεις αθεΐας, κι ανακάλυψε την Ορθοδοξία και τρελάθηκε (εδώ).

- Ταλιμπανίζω επικίνδυνα τώρα τελευταία. Ας ελπίσουμε οτι είναι περαστικό και οτι οφείλεται στην συσσωρευμένη αγανάκτηση και οργή (εκεί).

Κλείνοντας, πέον να καταγραφούν και οι ασόβαρες λολοπαιγνιώδεις αναφορές κυρίως ωσαννά φορά στο ταλιμπανιστήρι (εκ του ταλιμπάν και του μπανίζω).

- Η φευγαλέα θέα του αστραγάλου κάτω από την μπούργκα (το παραδοσιακό ταλιμπανιστήρι) αποτελεί πλέον παρελθόν. Στην απελευθερωμένη Καμπούλ το κυρίαρχο σύνθημα είναι: «Μπόμπα, τσόντα και καμπάνα» (Τζιπάκος, εδώ).

- Ποιος πάει για τουρισμό στο Πακιστάν; Να δει τι;
- Πάνε για …ταλιμπανιστήρι!!!! (διάλογος σε φλώρουμ, εκεί).

- Ταλιμπανιστήρι (ουσ. ουδ.): Τηλεχειριζόμενο αμερικανικό κατασκοπευτικό αεροπλάνο χωρίς πιλότο για την παρακολούθηση των Ταλιμπάν (παραπέρα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο φρεντόμαγκας είναι ο νέος φραπεδόμαγκας.

Σημειολογικά, εάν οι φραπεδόμαγκες του πάλαι ποτέ πασοκιστάν απολάμβαναν ένα αραχτικό ρόφημα-μαλακία χωρίς ενοχές, οι σύγχρονοι φρεντόμαγκες ρουφάνε κάτι κρύο (freddo) που το πίνουν και τους πίνει δίκην αγχωμένης (espresso) μαλακίας.

Το φρεντόμαγκας εκφέρεται ως πασπαρτού απαξιωτικό μπινελίκι:

Ασε ρε φρεντομάγκα....Πλάκα μας κάνεις; (εδώ)

Σε πολιτικά βλαχοντισκούρ, όλοι οι Έλληνες το πεοτείνουν σε βάρος των αντιπάλων τους:

- Φρεντόμαγκες-άεργοι Οννεδίτες λένε "γεροντική άνοια" για τις χτεσινές δηλώσεις Γλέζου...Ναι, μαλάκα νοικοκυραίε, αυτούς θα ψηφίζεις στο μέλλον (εδώ)

Αλλά και:

Πρώτη φορά φρεντομαγκιές

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χασίστες και οι φουντικοί: οι δυο μεγάλες κατηγορίες Ελλήνων που αμφιμαστουρώνουν ανάμεσα στον πατέρα τους τον Μπάτη (που ήρθε απ' την Σμύρνη το 22, κλπ) και την κουτσουμπήλω του Bob.

Ας πανηγυρίσουμε τον ανθό τση μάνας γης με ένα λημματογραφικό απάνθισμα για το χασισάκι του Θεού, από όπου κι αν προέρχεται.

Αλφαβητάρι του χασίστα

(σ.ς. Χασίσι: ο επεξεργασμένος και πρεσαριστός ανθός της ινδικής κάνναβης)

  • αλάδωτο, χασίσι μούφα χωρίς τετραϋδροκανναβινόλη%
  • αφγάνι, σπάνια και ακριβή ποιότητα χασισακίου από το Αφγανιστάν%
  • ζήρο-ζήρο, πράσινο μαροκινό εξαιρετικής ποιότητας, εξ ουστ και το διπλό ζήρο (σύμβολο του άπειρου)%
  • καϊνάρι, το γλυκό και εξαιρετικής ποιότητας λεβεντοχασίσι%
  • κασκαούτι, το χασισάκι%
  • κέρατο, το άτιμο το μπαμπέσικο το χασίσι%
  • κασέρι, το ευωδιαστό χασίσι%
  • κογιανό, σαλλλονικιώτικο για το χασίσι. Καμιά σχέση με το κουγιανό%
  • λάδι, το χασισέλαιο, απόσταγμα από την ρητίνη του ανθού%
  • λάφινγκ, μαροκινό γελαστό πράσινο(laughing)%
  • λιβάνι, ψιλοάθλιο αλάδωτο χασίσι από το Λίβανο%
  • μαρόκο, μαροκάνικο, πρασινόμαυρο από το Μαρόκο%
  • μπόρντερ, μαυροπράσινο, από τα σύνορα (border) Αφγανιστάν-Πακιστάν-Ινδία%
  • νταμίρα, άλλη μια ονομασία για το άγιο χασισάκι%
  • μαυράκι, το χασισάκι, υποκοριστικό του...%
  • μαύρο, το κατεργασμένο χασίσι%
  • μπουμπάρι, χασισάκι σε λεπτή σκόνη%
  • πλαστελίνη, είδος μαλακού ψημένου μαυρακίου από Αφγανιστάν μεριά%
  • πράσινο, ειδος πράσινου χασισακίου%
  • πρέσα, το συμπαγές πρεσαριστό χασίσι%
  • προυσαλιό, το μαυράνι του ρεμπέτη: μόλις ήρθα από την Προύσα, να ξεφύγω δεν μπορούσα...%
  • σταφ, το πράγμα%
  • ρόκομα, το μαρόκο στα ποδανά%
  • σοκολάτα, καφετί και ευωδιαστό χασίσι, πρεσαρισμένο σε μορφή τσιγκουλάτας%
  • τάϊ στικ, εξαιρετικό χασίσι από την Ταιλάνδη, σε σχήμα ραβδακίου%
  • τουμπεκί, μείγμα μαύρου και ταμπάκου%
  • τσόκο, βλ. σοκολάτα

Aλφαβητάρι του φουντικού

(σ.ς. φούντα: το άνθος του θηλυκού δενδρύλλιου ινδικής κάνναβης: ο αποξηραμένος ανθός της ινδικής κάνναβης)

  • albanian haze ή tirana haze, λολοπαίγνιο στο γκουμεδιάρικο χέηζ για την τρισάθλια αλβανική φούντα%
  • αλβανός, κακής πχοιότητας χόρτο από την σκιπερία%
  • αμερικάνικη φούντα, η μαριχουάνα%
  • άψητο, ακατέργαστη μορφή χασισακίου, φούντα%
  • βρομ, συνθηματικό για την φούντα%
  • γελαστό, προσωνύμιο του χόρτου ή καθώς προκαλεί ευθυμία%
  • γκάντζα, η φούντα στα τζαμαϊκανά. Legalize it!%
  • γκρας, το γρασίδι%
  • γρασίδι, το χόρτο%
  • ελληνική φούντα φούντα από τον τόπο σου τ. πα μαλ, πα μαλ. Ο Ψηλορείτης και ο Ταΰγετος, τα δυο βουνά μαλώνουν γαι ποιο βγάζει το καλύτερο%
  • καλαματιανό, παγκοσμίως γνωστό ως kalamata founta, το Maui Wowie της Ελλάδος%
  • κανναβέττο, το χόρτο%
  • μπάγκο, αυτοφυής αφρικάνικη φούντα. Κόβεις όπου βρεις και πίνεις%
  • μπριζόλα, δυσάρεστη φούντα με πολλούς σπόρους που βρωμοκοπάει όταν καίγεται%
  • νταφ, η φούντα (νταφού)%
  • νταφού, η φούντα στα ποδανά%
  • μαριχουάνα, τα φύλλα δενδρύλλιου ινδικής κάνναβης%
  • μαρουγάνα, μπρούκλικο για την μαριχουάνα%
  • μπαμπάνα, τρισάθλιο αλβανικό χόρτο%
  • μπουρούχα, τζουφια φούντα από αρσενικό δενδρύλλιο%
  • πακιστανικό, φούντα που πωλούν πάκηδες%
  • πασπάλια, άσχετα κλαράκια και φύλλα με τα οποία νοθεύεται η νταφού%
  • παστάλι, άθλια φούντα αποτελούμενη από κλαδάκια, σκόνη, σπόρους, κ.ά. κατακάθια%
  • πράσο, η φούντα%
  • πρεζόφουντα, ειδος βαριάς φούντας που και καλά φτιάχνεται κάνοντας ενέσεις πρέζας στην ρίζα τουδενδρύλλιου.%
  • σένσι ή σενσιμίλια, τζαμάτη γκάντζα χωρίς σπόρους
  • ρεφούζι, κατακάθι νταφού του αισχίστου είδους, εκ του refuse%
  • ρίγανη, κακής ποιότητας χόρτο%
  • σκανκ, σκληρή μεταλλαγμένη φούντα νέας κοπής υψηλών οκτανίων (διπλάσια περίπου ποσότητα τετραϋδροκανναβινολης) με δυσάρεστες μάλλον παρενέργειες%
  • σκανόφουντα, μπάσταρδη φούντα από σπόρους σκανκ που καλλιεργούνται στην ελληνική και αλβανική ύπαιθρο με διάφορες μεθόδους%
  • τούφα, η φούντα%
  • φου, η φούντα%
  • φουφού, η φούντα-φούντα%
  • χάχα, η φούντα, επειδή φέρνει γέλιο%
  • χέηζ (haze), εκλεκτό υβρίδιο σένσι με έντονο άκουσμα. Υπάρχουν διάφορε ποικιλίες: purple, silver, και ταλιμπάν%
  • χόρτο η φούντα, εκ του αγγλικάνικου weed.

Φουντοχασιστικά γάρα, παραφερνάλια κ.ά.

  • δοντιά, η δια δαγκώματος πρόχειρη μονάδα μέτρησης και διάθεσης του μαύρου%
  • γαρδούμπι, μπάφος με χασισάκι%
  • γάρο, το τσιγαρλίκι%
  • γελαστό τσιγάρο, το ενισχυμένο τσιγάρο%
  • γεμιστάκι, τσιγάρο που του αφαιρούμε τον καπνό και το γεμίζουμε με φούντα%
  • γουργού, ο κλασικός ναργιλές που γουργουρίζει%
  • θανάσης, ονομασία λουλά, εκ της εκφράσεως ποιος Θανάσης;%
  • καρότο, ο μεγάλος μπάφος-υπερπαραγωγη%
  • κατιμάς, τα τρίμματα που περισσεύουν%
  • λουλάς, το επιστόμιο του ναργιλέ%
  • μάρλευ, μονάδα μέτρησης%
  • μελαχρινή, μικρή ποσότητα ναζιάρας και σκερτσόζας φούντας εν είδει μερίδας%
  • μονόφυλλο, γάρο από ένα φύλο%
  • μπόμπα, πολύ χοντρός μπάφος, ιδανικός για περιφορά%
  • μπονγκ, είδος νερόπιπας για χόρτο%
  • μπουκαλάκι, περίπου 3 γρ λάδι σε μπουκαλάκι βανίλιας%
  • μπουρί, ο χοντρός και μεγάλος μπάφος%
  • ξεροτσίμπουκο, το κάπνισμα μαύρου με πίπα ξεροσφύρι (χωρίς καπνό)%
  • ποτηράτο, αυτοσχέδιος τρόπος πόσης με άντεστραμμένο ποτήρι%
  • ρο, εκ του γάρο%
  • σουσανές, τοπικός ιδιωματισμός (Δωδεκάνησα, Πελοπόννησος) για τον μπάφο%
  • τάκος, μαύρο σε συσκευασία μισόκιλου%
  • ταφάκι, το δίφυλλο γάρο.%
  • τζόιντ, ο μπάφος στα αμερικλάνικα%
  • τρίφυλλο, μεγάλο τσιγαρλίκι από τρία φύλλα χαρτιού
  • τσίκα, «μερίδα» χασισιού για ναργιλέ%
  • τρομπόνι, ο φοσμπά-γαργαντούας%
  • τσιγαριλίκι, με χαρμάνι καπνού και φούντας%
  • τσίλουμ, είδος ινδικής πίπας%
  • φέος, ο μπάφος (εκ του μπαφέος). Προσοχή στους τσέους όταν το πίνετε.%
  • φοσμπά, ο μπάφος στα ποδανά%
  • φοσμπέιν, ο μπάφος στα ποδανά%
  • ψίλος, η μικρότερη δυνατόν αξιοποιήσιμη ποσότητα χασισιού

Υστερόγραφο: σούρα, τζούρα και μαστούρα

  • ανέβασμα, δυναμικά αυξανόμενη πορεία τση μαστούρας, εκ του αγγλικάνικου get high%
  • βινάρω, πίνω χασισάκι%
  • γκον, πάει αυτός, τον χάσαμε%
  • διάρκεια, της μαστούρας ωτς. Ποικίλλει με την ποιότητα.%
  • κάνω κεφάλι, το πάνω εννοείται%
  • καριβαρία, όταν κάνεις κακό κεφάλι (εκ των κάρα και βαριά)%
  • κιούσμπα, κακό τριπάκι από τρίμμα φούντας%
  • κλάσιμο, espèce de mastoure%
  • λιάδα, η ούμπερ ντούπερ μαρτούρα%
  • λιωσμάρα, το λιώσιμο%
  • μαστουρλούκι, το φαγητό (συνήθως γλυκό) που μασουλάς όταν κάνεις κεφάλι. Αγγλικανιστί: munchies%
  • νεφέσι, η απόλαυση στη ρουφιξιά γάρου%
  • ντάγκλα, το απόγειο τση μαστούρας%
  • σούστα, η γερή ντάγκλα όπου το κεφάλι κάνει ντόϊνγκ-ντόϊνγκ%
  • την ακούω, μαστουρώνω όμορφα κι ωραία%
  • τριπάκι, η ψυχεδελομαστούρα.%
  • χάλια, δεν ήξερες, δεν ρώταγες;

Βλ. επίσης: Το λεξικό της ντάγκλας, Λ. Χρηστάκη και Ν. Επάρατου (Εκδόσεις Opera 1995).

(από Khan, 21/04/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία