Τραγουδώ παράτονα, παράφωνα, φάλτσα, εκτός κλίμακας.

- Όταν τα απαίσια καλώδια χρησιμεύουν για παιχνίδι της φαντασίας...Τότε βάζεις το ολόγιομο φεγγάρι να τραγουδήσει τη νότα Λα στο πεντάγραμμο του ουρανού. Κι ας στονάρει λιγάκι από τη συννεφιά. Κι ας στονάρει λιγάκι από τα κλαδιά που το εμποδίζουν. Η νύχτα τραγουδάει μια μπαλάντα...Μια γλυκιά παραφωνία σε λα μείζονα... (εδώ)

Στονάρισμα φεγγαριού σε λα μείζονα

- Όχι ότι στονάρει η Ελισάβετ, απλώς από τη στιγμή που άρχισε να τραγουδάει απόψε, κάηκαν 15 πίξελ στο videowall (εκεί)

- ο φίλος αοιδός που τραγουδάει παρακάτω δίνει τα ρέστα του και πάει πάσο στη μιζέρια.... Δεν στονάρει, απλά στανιάρει... (παραπέρα)

♪♫ What would you think if I sang out of tune
Would you stand up and walk out on me?
Lend me your ears and I'll sing you a song
And I'll try not to sing out of key
Oh I get by with a little help from my friends...
♪♫ (Δε Μπητλζ)

Ινσέψιο: σε υπέροχη πλην ψιλοστοναριστή εκτέλεση του Joe Cocker

- Έτερο ινσέψιο: ο Mick Jagger των Stones εκτός από μονίμως stoned στονάρει συστηματικά.

Συχνά το στονάρω διαφοροποιείται από το φαλτσάρω στο μέτρο που το πρώτο αποτελεί στιγμιαίο ενώ το δεύτερο διαρκές "τονικό έγκλημα":

- φαλτσο και στοναρισμα ειναι παρομοιες εννοιες. το φαλτσο ειναι οταν εισαι εκτος τονου και το στοναρισμα ειναι οταν εισαι στιγμιαια εκτος τονου περιπου δηλ παιζεις με την τονικοτητα φευγεις η επανερχεσαι σε μια νοτα. (παραδίπλα)

- Στονάρισμα είναι όταν κάποιος δεν πατάει καλά στις νότες γιατί τεχνικά δεν έχει στήριγμα και βρίσκεται κοντά στην πραγματική νότα άλλα όχι ακριβώς πάνω της. Η τονική αστάθεια είναι χαρακτηριστικό της απειρίας. Φάλτσο είναι όταν κάποιος δεν ακούει κάν καλά τις νότες για να τις αναπαράγει και βρίσκεται αλλού γι'αλλού.(αυτού)

Εκ του Ιταλικού stonàre, φαλτσάρω, τραγουδώ παράτονα. Πέον να σημειωθεί ότι stonato επίσης σημαίνει ξεκούρδιστο μουσικό όργανο και άτομο χωρίς μουσικό αυτί (tone-deaf).

Ετυμολογικά, εκ του αρνητικού προθέματος s- και του tono (τόνος). Βλ πιχί fortuna, τύχη / sfortuna, ατυχία, caricare, φορτώνω / scaricare, ξεφορτώνω. Το s- αποτελεί απλοποίηση του Λατ. αρνητικού προθέματος dis- (πιχί onesto, ειλικρινής / disonesto, ανειλικρινής). Περισσότερα εδώ.

Σλανγλασίστ: Πάτσης στο ψευδοδουπού with a little help from my friend Χότζουλας who lent me an ear για ορισμό και ετυμολογία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μεγαγλοιώδης τύπος, ο σάλιαγκας, ο σαλιαμάγκουρας, ο λαδοπόντικας.

Η λιγδοπρέπεια του λίγδα είναι πρωτίστως μεταφορική: οι τσιφούτες γερολαδάδες, οι άπληστοι και διψασμένοι γιά γρηγορόσημο προσοδοθήρες (εφοριακοί, ιατροί, πολεοδόμοι, κλπ), οι μουμουέδες δημοσιοκάφροι που κυνικά παραδέχονται ότι έχουν (στην καλύτερη περίπτωση) σκοτώσει την μάνα τους, οι διάφοροι άρχοντες και -πατέρες της πολιτικής, του παρακράτους, της εκκλησίας, και ταλιμπάν.

- Στο πλαίσιο των κύριων δραστηριοτήτων του, όταν δηλαδή δεν διαφημίζει τη Χρυσή Αυγή, ο Θέμος (ο γλίτσας) Αναστασιάδης εντοπίζεται ενίοτε να πρωταγωνιστεί σε μεταμεσονύκτιες τηλεοπτικές συνεντεύξεις με βιζιτούδες πολυτελείας σε ρόλους που θα ζήλευαν ακόμα και οι κανονικοί νταβατζήδες κι άλλοτε σε ρόλους βιντεοκομιστή προς και από τα Μέγαρα Μαξίμου.(Ν. Μπογιόπουλος, εδώ)

- Αν ήμουν απατεώνας… λαμόγιο και γλίτσας… και δεν θα ήθελα να με ξέρουν μένοντας στο πασοκ, θα έφευγα και θα κρυβόμουν στο συριζα, και θα συνέχιζα να ερωτεύομαι με το πασοκ... (εκεί)

- Είναι δίκαιη η κριτική που ασκείται στη γενιά του Πολυτεχνείου; Είναι εντελώς άδικη αλλά και ύποπτη αυτή η κριτική. Γίνεται κυρίως από αυτούς που απέχουν από τους αγώνες. Κάτι περίεργους τύπους, γλύφτες της εξουσίας, γλίτσες, πελατάκια, τσόλια. (Γρηγόρης Ψαριανός, παραπέρα)

Δευτερευόντως, γλίτσες αποκαλούνται και όσοι τυροβρωμίκουλες που είναι εκ πεποιθήσεως τσακωμένοι με τα σαπούνια, ή οι εργαζόμενοι σε γλιτσογόνα επαγγέλματα (πχ ψήστες, μηχανικοί αυτοκινήτων, κ.ά.).

- Ρε λίγδα κάποιος πρέπει να σου μιλήσει για το Ρεξόνα...

- Ο γλίτσας ο Τέλης κάνει τα πιο βρώμικα μπριζολάκια!
- Μιαμ.

Εκ της γλίτσας (και ουχί της γκλίτσας).

Αγγλιστί: slimeball.

Βλ. επίσης: γλίτσας λέρας, γλίτσης, γλίτζουρας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιδιαίτερα προσβλητικός χαρακτηρισμός για μάζεμα-συνονθύλευμα-κοπάδι από πούστηδι (αλλά όχι απαραιτήτως γκέη τοιούτωνε). Πρόκειται για τουμπανιζέ εκδοχή (δια του τουρκομερίτικου υπερθετικού "καρά-") του μπινελικίου πουσταριό.

- Χα! Θυμηθηκα τώρα δα, τον γίγαντα τον Γεωργίου, όταν σε μά εκπομπή του είχε βγεί φρικαρισμένος, σχολιάζοντας κάποια Eurovision, όπου έβγαιναν και σχολίαζαν γιά τη συμμετοχή μας όλοι οι ... ξέκωλοι! “Τι καραπουσταριό ηταν αυτό ΡΕ?” και κατέληγε: “OΞΩ πούστη και άσχημε...” (εδώ)

Επίσης καραπουσταριό μπορεί να χαρακτηρίζει και άτομο μόνο του που έχει την περί ής ο λόγος ιδιότητα σε ακραίο βαθμό, π.χ.:

- Γαμώ την Παναγία σου αρχίδι, παλιομπινέ, καραπουσταριό, κλπ. κλπ. Ασφαλώς κατάλαβες ότι είμαι ο Κώστας (ρώτα τώρα μη σου γαμήσω, "ποιος Κώστας;") παλιομαλάκα αρχισυντάκτη που βρήκες την ώρα να μας κάνεις πλάκες. Λοιπόν, παλιοκαριόλη άκου και δώσε βάση.... (εκεί)

Βλ. και αντίστοιχες σλανγκιές εις -αριό: αρχιδαριό, ελληναριό, καρακιτσαριό, καράπουταναριό, καραπουτσαριό, λουμπεναριό, φασισταριό, κλπ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προσβλητικός χαρακτηρισμός για μάζεμα-συνονθύλευμα-κοπάδι από σταλίνες.

- Τώρα τα σταλιναριά θα βγουν και θα πουν τα γνωστά: "Η ομοφυλοφιλία είναι αστική εκτροπή", "Ομοφυλόφιλοι είναι μόνο κάτι πλούσιοι αστοί" κλπ. Καταλαβαίνεις τί εννοώ. Τώρα στην κρίση δε πεινάσουν τόσο οι ΚΚέδες γραφειογράκτες, όσο εμείς οι άνεργοι και εργαζόμενοι ομοφυλόφιλοι... (εδώ)

Επίσης σταλιναριό μπορεί να χαρακτηρίζει και άτομο μόνο του που έχει την περί ής ο λόγος ιδιότητα σε ακραίο βαθμό, π.χ.:

- Ουστ ρε Σταλιναριο. Καταλοιπο του Kim Jong Il της Βορειας Κορεας εισαι... (εκεί)

Βλ. και αντίστοιχα κοινωνικοπολιτικά μπινελίκια εις -αριό: ελληναριό, λουμπεναριό, παπαδαριό, φασισταριό, κλπ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

κάνω αντ, κάνω αδδ, κάνω αττ

Σλανγκεκφυλισμένες εκδοχές του κάνω add, δηλαδής προσθέτω κάποιον στη λίστα φίλων στο φουμπού ή σε άλλα σόσιαλ (με απώτερο συνήθως σκοπό το φίκι-φίκι).

Στον πρώτο βαθμό εκσλανγκισμού, το add μετουσιώνεται σε αντ:

- Μαμά, πως γνώρισες τον μπαμπά;
- Όλα ξεκίνησαν όταν μου είπε κούκλα κάνε με add είμαι block
- Διόρθωση: Κάνε με αντ είμαι πλοκ...
(τουί και ρητουί εδώ)

Έπεται η αποσοδόμηση του αντ σε αδδ:

- 16...και όποιος αντέξει YoloSwag το χερακι ξες που.. κωστακης εδω. στείλε το φβ σου να σε κάνω αδδ (εκεί)

Το φαινόμουνο τερματίζει όταν το αδδ εξελίσσεται σε αττ:

- εγω ειμαι σε ολα τα σοσιαλ μιντια κανε με αττ (παραπέρα)

Ο πλοκαρισμένος το αδδ ονειρεύεται

Βλ. και και τον αντίστοιχο σλανγκεκφυλισμό του κάνω μπλοκ σε κάνω πλοκ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά, όστις ή ήτις κωλογαμιέται.

- Παρτουζα με Τραβεστι! .. μονο που θελει προσοχη συναδελφε γιατι η Σαμπρινα δεν αστειευεται!!!!! κι αν δε προσέχεις μπορει και να βρεθεις κωλογαμημενος χωρις να το περιμενεις! (εδώ)

Κατ' επέκτασιν, άκρως προσβλητικό μπινελίκι περιφρόνησης προς αθρώπες...

- Οι βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης καταγγέλλουν ότι βουλευτές της Χρυσής Αυγής στράφηκαν απειλητικά εναντίον τους και ότι χρησιμοποίησαν σε βάρος τους ύβρεις – βγήκαν από την κεντρική πόρτα και όχι από την δική τους φωνάζοντας: Κωλογαμημένοι, μουνόσκυλα, πουτανάκια, γαμιούνται οι μάνες σας! (εδώ)

...αλλά και προς άκρως γαμημένα αντικείμενα, ιδέες, τοποθεσίες, διαδικασίες, και ταλιμπάν:

- με λίγη καλή διάθεση και προπονημένο μουσικό ένστικτο πήγαινες στο δισκοπώλη της γειτονιάς σου και του ακούμπαγες τα 5.900 δρχ που ζητούσε για ένα κωλογαμημένο σι ντί. (εδώ)

- Πάνω σε ένα κωλογαμημένο brainstorming στη δουλειά.. θυμήθηκα το Happiness Project (εκεί)

- Άν θέλετε να πληρώσετε να πάτε σε γυράδικο!!!Να ξέρει ο κόσμος ποιός ενδοιαφέρεται για δωρεάν σίτιση μέσα σε αυτό το κωλογαμημένο πανεπιστήμιο που τόσα λεφτά δίνονται για σίτιση και τελικά τα μίσα και αν πάνε εκεί!!! (παραπέρα)

- πραγματικά κωλογαμημένο σύστημα εκπαίδευσης.. δηλαδή τι θέλουν; να βγάλουν τα μισά παιδιά το σχολείο... (παραδίπλα)

Γαλλιστί: enculé, enculée.

Βλ. επίσης: ξένα κωλογαμήσια, δικά μας κωλοντέρτια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

O πέοντας, στην ντοπιολαλιά τση ορεινής Αρκαδίας.

- Το βράδυ σε έβλεπα στον ύπνο μου και ξύπνησα με έναν τεράστιο...
- Μπελεγρίνο;
- Όχι, πονοκέφαλο.

Δεν έχω ιδέα πούθε ευθυμολογείται, αλλά εικάζω σχέση με το ιταλικό όνομα Pellegrino (εκ του λατ. peregrinus, ο ταξιδιώτης).

Μπελεγρίνος ο peregrinus

Καταγράφεται στο υπέροχο έργο του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά, Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013), σ. 118.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δεν αναφερόμεθα στο γνωστό άθλημα με την μπάλα και τις κορίνες, αλλά στην ακούσια ή εκούσια παραφθορά του bullying (το μπουλίζειν) σε bowling που εσχάτως φοριέται τα μάλα.

Μερικά μαργαριταρένια τε και λολαδερά παραδείγματα...

- Ασχέτως με το αν είναι κάποιοι θύματα μπόουλινγκ θαρρώ πως σεξουαλικά έχει πέσει πολύ ανωμαλία (φόρουμ για την ενδοσχολική βία, εδώ)

- Τα γαϊδούρια να μάθουν να μην στέλνουν τα χαρτιά πίσω και να απαξιώνουν έναν εκλεγμένο βουλευτή και υπουργό εθνικής οικονομίας, τον κ. Βαρουφάκη. Να μην του κάνουν μπόουλινγκ (Ζιάννης Μισελογιαννάτσης, εδώ)

Έτερο  στράικ Μισελογιαννάτση Το τελευταίο υπουργικό τουί του Δ. Καμμένου

- Έχω πέσει κι εγώ θύμα μποουλινγκ λέει ο άλλος. Τι, έφαγε καμια κορίνα στο κεφάλι; (εδώ)

Και για όσους δεν κατάλαβαν...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ανύπανδρη μεγαλοκοπέλα που γεροντομουνιάζει, η εναπομείνασα εις το ράφι, η αραχνομούνα, η γεροντοκόρη.

- Ναι, είμαι μία γεροντομούνα. Γιατί ντρέπομαι να το πω, γιατί φοβάμαι να εντάξω αυτή τη λέξη ακόμα και στον εσωτερικό μου μουνόλογο;

Ντοπιολαλιά τση ορεινής Αρκαδίας, καταγεγραμμένη στο υπέροχο έργο του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά, Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013), σ. 44.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φτάνω σε μεγάλη ηλικία χωρίς να παντρευτώ, αραχνομουνιάζω, γεροντοκοριάζω, καθίσταμαι γεροντομούνα.

- Πάει, γεροντομούνιασε κι αυτή, γέρασε πιο άπαρτη κι απ' την κορυφή των Ιμαλαΐων...

Ντοπιολαλιά τση ορεινής Αρκαδίας, καταγεγραμμένη στο υπέροχο έργο του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά, Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013), σ. 44.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία