Σύνθετη λέξη, από την αρχαιοελληνική λέξη θριξ (τριχ-ός) που σημαίνει «τρίχα», σηματοδοτεί οποιοδήποτε αντικείμενο το οποίο επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί από το πρόσωπο Α και περιέχει τρίχες ενός προσώπου Β (βλ. πετσέτα, τυρόπιτα, τσιγάρο, κτλ).

  1. - Ρε μαλάκα έχεις ένα τσιγάρο;
    - Πάρε αυτό που έχω στο αυτί, θα στρίψω άλλο για μένα.
    - Αμάν ρε, πάλι το τριχουλέτο μου δίνεις;

καθώς και

  1. Μου άφησε το αμάξι τριχουλέτο.

όπως και

  1. - Ρε Γιωργάκη, καμιά πετσέτα έχεις να σκουπίσω τα σκατά από πάνω μου;
    - Ναι ρε, πάρε τη δική μου, δίπλα στο καθρεφτόνι.
    - Όχι το τριχουλέτο ρε ψηλέ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία