Η γυναίκα ή το θηλυκόν ζώον που ξεχωρίζει στον περίγυρό της λόγω της κατανομής βάρους και του χοντρού κεφαλιού της που την κάνουν να ομοιάζει με μπάλα.

-Η χοντρομπαλού!
-Κάνε πέρα, βάζει για δήμαρχος θα κυλήσει πάνω μας αν μας δει να μας δώσει προσπέκτους!

(από Δημήτρης Αρναούτης-Οικονομάκης, 04/04/14)(από Δημήτρης Αρναούτης-Οικονομάκης, 05/04/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο: κοντοπούτανο.

- Αυτό το κοντοπούτανο η Αλεξάνδρα είναι σαν την μάνα της την Μάμαλη.
- Δηλαδή;
- Λόγω ύψους παίρνει πίπες όρθια!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Mια λέξη της αργκό που κατά την γνώμη του γράφοντος θα έπρεπε να αντικαταστήσει την ευπρεπισμένη, αλλά ανακριβή, έκφραση «εργολάβος οικοδομών» ή πιο λαϊκά, κατασκευαστής πολυκατοικιών.

Πρόκειται για ένα σύνηθες «επάγγελμα» που απέφερε πολλά λεφτά σε πολλούς, αμφιβόλου ηθικής, απεγνωσμένους και πρόθυμους να ρισκάρουν και να παραβιάσουν τον Νόμο ανθρώπους (κοινώς λιγούρηδες), (αποτυχημένους) πολιτικούς μηχανικούς και αρχιτέκτονες, αλλά και σχεδόν ή εντελώς άσχετους με το αντικείμενο της οικοδομής, από νομικούς, γιατρούς και λογιστές μέχρι εργάτες και νταλικέρηδες, μέχρι το ξεφούσκωμα της φούσκας των ακινήτων στην Ελλάδα με την οικονομική κρίση, το 2009.

Στην πραγματικότητα, οι άνθρωποι αυτοί κατά κύριο λόγο πουλούσαν σπίτια, ήταν έμποροι σπιτιών. Δεν τα σχεδίαζαν, δεν τα κατασκεύαζαν, δεν είχαν καν αναλάβει το έργο (εργολάβοι), αφού απλά επόπτευαν μια έμπειρη μάδα οικοδόμων που έχτιζε τυποποιημένες πολυκατοικίες στον αυτόματο πιλότο και που στην πράξη διηύθυνε ο συνήθως Αλβανός και ανασφάλιστος, όπως και οι οικοδόμοι και εργοδηγοί, υπεργολάβος.

Με το τριτοκοσμικό σύστημα της αντιπαροχής, έχτιζαν σε ξένα οικόπεδο χωρίς να χρειάζονται κεφάλαιο και πλούτιζαν λειτουργώντας σαν νταβατζήςδες -αφού ο μέσος άνθρωπος δεν μπορούσε να βρει και περισσότερο να ελέγξει τους αλλοδαπούς χτίστες, το έκαναν αυτοί με αντάλλαγμα χιλιοστά του οικοπέδου που τρέπονταν σε διαμερίσματα που κατόπιν πουλούσαν σε υπέρογκα ποσά.

Εν ολίγοις πουλούσαν σπίτια που δεν ήταν δικά τους και έβγαζαν τα περισσότερα λεφτά από όλους χωρίς να έχουν δουλέψει ή να έχουν οικόπεδο να χτίσουν. Αυτό που διέθεταν ήταν τίποτα, αέρας κοπανιστός στην αργκό, εξού και αεριτζήδες. Παρεμπιπτόντως, είχε τύχη να πέσει στα χέρια μου έγγραφο Εισαγγελέα όπου ελεγχόταν ένας εμποροσπιτάς για τον πλουτισμό του. Με μια πολύ προσεγμένη διατύπωση που δυστυχώς δεν ενθυμούμαι επακριβώς, περιέγραφε απαξιωτικά την ''εργασία'' του χωρίς να τον καθυβρίζει. Περίπου τον χαρακτήριζε καθ'επάγγελμα μεσίτη / μεσολαβητή ανάμεσα σε οικοπεδούχους και συνεργεία ανέγερσης οικοδομών.

Αυτή είναι μάλλον και η πιο σωστή περιγραφή αυτού του ιδιότυπου σχεδόν επαγγέλματος, που υφίσταται μόνο στην Ελλάδα και στην Μάλτα από όλες τις χώρες -πολιτισμένες και μη- του κόσμου, του εμποροσπιτά που εποπτεύει συνεργεία οικοδόμων που χτίζουν σε ξένα οικόπεδα και στη συνέχεια πουλάει τα διαμερίσματα που χτίστηκαν σε ξένο οικόπεδο με ξένα λεφτά και πλουτίζει!

-Τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου;
- Eπιχειρηματίας.
- Τι επιχειρηματίας;
- Eργολάβος οικοδομών.
- Α κλέφτης ήταν...
- Ε όχι και κλέφτης!
- Καλά... Εμποροσπιτάς... Πφφ...

(από Δημήτρης Αρναούτης-Οικονομάκης, 25/01/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το επίθετο νεοκλασικό χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη για κτίρια που έχουν από μικρή ως καμία σχέση με το αρχιτεκτονικό πρότυπο ή τα περίοπτα διατηρητέα κτίρια των αστικών κέντρων.

Η ίδια η Πολιτεία με την αλλοπρόσαλλη και ανακόλουθη πολιτική της ως προς τα κτίσματα ειδικά της Αθήνας, προκάλεσε σύγχυση, απαξίωση και εκλαΐκευση στη συνείδηση του μέσου μη αρχιτέκτονα Νεοέλληνα. Τα αποκαλούμενα διατηρητέα σύγχρονα μνημεία νεοκλασικής ή και μοντέρνας αρχιτεκτονικής που διασώθηκαν από την λαίλαπα της αντιπαροχής είναι ό,τι απέμεινε. Από αυτά λίγα πραγματικά συντηρούνται από τον Δήμο Αθηναίων, όσα είναι πολύ γνωστά και σε πολύ κεντρικά σημεία. Τα περισσότερα είναι στα χαρτιά διατηρητέα και στην πραγματικότητα ερείπια.

Μέσα στην υπερβολή, έχουν χαρακτηριστεί δείγματα νεοκλασικής αρχιτεκτονικής και διατηρητέα οικοδομές χωρίς καμιά αισθητική αξία, που είχαν χτιστεί από άγνωστους αρχιτέκτονες με φτηνά δομικά υλικά, όπως ορισμένα ευτελέστατα σπίτια στην περιοχή της Πλάκας ή στον Πόρο, περιοχές στις οποίες ΤΑ ΠΑΝΤΑ έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα κτίρια ή προσφυγικές πολυκατοικίες, που μόνο ασχημαίνουν το κέντρο της πόλης και στις οποίες δεν έχει γίνει καμιά αναπαλαίωση.

Κάποιοι κατασκευαστές πολυκατοικιών ήδη την δεκαετία του 1950 έφτιαχναν σπίτια με στοιχεία νεοκλασικής αρχιτεκτονικής σε ακριβά προάστια, ενίοτε συνεργαζόμενοι με επιφανείς ή με καλές σπουδές στο εξωτερικό αρχιτέκτονες. Μέχρι και σήμερα, στην Ελλάδα συνεχίσθηκε αυτή η παράδοση. Στις καλές περιοχές και αργότερα σε όλες τις νέες οικοδομές, αν και άλλαζαν οι τάσεις στην κατασκευή και εμφάνιση της πολυκατοικίας, οι κατασκευαστές στόλιζαν τις πολυκατοικίες τους με κίονες, κεραμίδια, τριγωνικές εισόδους και τις βάφτιζαν «νεοκλασικά». Πολλά από τα κανονικά νεοκλασικά αλλά και τα «νεοκλασικά» διώροφα και τριώροφα των δεκαετιών 1950-70 δέχτηκαν πολλές τροποποιήσεις λόγω αλλαγών χρήσης (σπίτια, φροντιστήρια, μαγαζιά, ωδεία, ταβέρνες, φούρνοι, videoclub, bar, οτιδήποτε…), ακόμα και αφαίρεση και αντικατάσταση όλων των «νεοκλασικών» εξωτερικών στοιχείων, πχ αλλαγή παντζουριών και κουφωμάτων, διάφορα βαψίματα, αφαίρεση διακοσμητικών κεραμιδιών ή ακόμα και ολική αλλοίωση της πρόσοψης με αφαίρεση του τοίχου κι αντικατάσταση με μοντέρνα ενιαία τζαμαρία, αλλά κράτησαν την ονομασία, αν εξακολουθούσαν να είναι στοιχειωδώς καλαίσθητα, σε ακριβά προάστια και εφόσον δεν ήταν πολυώροφα κτίρια.

Tελικά όλο αυτό το μπάχαλο οδήγησε στο να λέμε νεοκλασικό συχνά οποιοδήποτε κτίριο δεν είναι πολυκατοικία στο κέντρο της πόλης με αλλοδαπούς -όπως η ιστορική αλλά για τον πούτσο περίφημη μπλε πολυκατοικία των Εξαρχείων που ήταν το πρώτο μικρό βήμα προς την κατεύθυνση της πλήρους καταστροφής του σύγχρονου αστικού τοπίου.

Πρόσφατα, το σκανδαλώδες νεοκλασικό του Τσοχατζόπουλου στην Αρεοπαγίτου ξανάφερε την λέξη στην μόδα με μια καινούργια χροιά, εκείνη του σπιτιού μεγάλης αξίας που μάλλον ανήκει σε κάποιον «κλέφτη» -είτε διεφθαρμένο πολιτικό ή επιχειρηματία είτε λιγότερο κοινωνικά διακεκριμένο, αλλά εξίσου εύπορο κακοποιό.

- Είδες σε τι σπίτι μένει ο Γιωργάκης στην Καλλίπολη; Νεοκλασικό! Παλατάκι!
- Ε με τόσες κλεψιές που είχε κάνει ο μπαμπάς του ο γύφτος ο εργολάβος πριν από την κρίση λογικό… Τώρα όμως θα έχει πέσει η τιμή, δεν είναι και Διονυσίου Αρεοπαγίτου η… Καλλίπολη στον Κωλοπειραιά!

Σύγκρινε χουντικό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μια μάλλον από κάθε γραμματική και συντακτική άποψη λανθασμένη έκφραση με άγνωστη σε μένα προέλευση (όποιος γνωρίζει ας συνεισφέρει) -ειδικά το «δεν μου βγαίνει» δεν έχει και λογική.

Πάντως λέγεται συνηθέστατα στην κουβέντα από ανθρώπους όλων των ηλικιών και τάξεων.

Σημαίνει πως κάποιος επιχειρεί κάτι, αλλά δεν το κατορθώνει, κυρίως όταν παίζει παράγοντα η τύχη.

Οπότε αντί κάποιος να πει «δεν το πέτυχα» (αυτό που επεδίωκα, τον στόχο μου) λέει «δεν μου πέτυχε'' ή ''δεν μου βγήκε».

Συχνά το «δεν μου πέτυχε» ή «δεν το πέτυχα» ή «δεν πέτυχε» χρησιμοποιείται στην μαγειρική και στην ζαχαροπλαστική.

Η γνωστή ρήση «δεν έδεσε το γλυκό» μπορεί να ειπωθεί και «δεν πέτυχε το γλυκό».

- Ο Σταλόνε δεν είχε σχεδιάσει να γίνει ηθοποιός δράσης. Ξεκίνησε την καριέρα του με δυο υποψηφιότητες Όσκαρ και όνειρα για μια ποιοτική καριέρα.
- Δεν του πέτυχε / δεν του βγήκε όμως.

(από Δημήτρης Αρναούτης-Οικονομάκης, 19/01/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μπάσο τύμπανο (αγγλικά: bass drum), επίσης γνωστό ως μπότα ή κάσα (προερχόμενο από το ιταλικό cassa), είναι το μεγαλύτερο τύμπανο του συνόλου και χρησιμοποιείται για την παραγωγή βαθύφωνων τόνων. Η κάσα στην καθομιλουμένη των ντράμερ ή γενικότερα μουσικών κρουστών λέγεται και γκρανκάσα.

Συχνά γκρανκάσα λέμε μια γριά ή τουλάχιστον λέγαν οι παλαιότεροι (μπαμπαδισμός). Λογική δεν υπάρχει. Ίσως το γεγονός πως η λέξη είναι παλαιά ιταλική από την περίοδο της προκλασικής μουσικής και το συγκεκριμένο όργανο είναι μεγάλο, βαρύ και θορυβώδες, έφερε στο μυαλό των Νεοελλήνων παλαιοτέρων δεκαετιών που λίγη σχέση είχαν με μουσική παιδεία την εικόνα μιας άσχημης και γκρινιάρας ''μέγαιρας'' γριάς γυναίκας.

- Βρε την γκρανκάσα όλη μέρα γκρινιάζει.
- Πούτσο θέλει η πουτανόγρια...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ακριβής μετάφρασης αμερικάνικης έκφρασης. Σημαίνει κατουράω. Συνήθως λέγεται δηκτικά.

- Αυτός εδώ στραγγίζει την σαύρα του στην μέση του δρόμου.
- Πφφ!!!!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παρεμφερή φραστικά σχήματα: τι να πω; τι να πεις; τι να κάνω; τι να κάνεις;

Γενικα όταν κάποιος/α απαντά σε μια ρητορική ερώτηση απαντώντας την ταυτολογικά, είναι πάντα ένα ρητορικό σχήμα άνευ κυριολεκτικού περιεχομένου. Το σημαινόμενο σε κάθε περίπτωση συνίσταται στο να νοιώσει ο πρώτος συνομιλητής μαλάκας και ο δεύτερος έξυπνος.

- Τι να πω;
- Τι να πεις χιχι.
- Μάλιστα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

H σεξουαλική επαφή ανάμεσα σε δυο καραπουστάρες.

- Ποιος είναι ο άνδρας ρε; Ο Βασιλάκης ή ο Σωτηράκης;
- Χαχα... κωλοτρίβονται ρε, τι άντρας μου λες τωρα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η στενότερη δυνατή σχέση με το άλλο φύλο όταν είσαι μαθητής / φοιτητής χωρίς αμάξι και δεν ασχολείσαι με το ραπ ή με τον αθλητισμό.

Οι πιο τυχεροί περνάνε εις την ενήλικη σχέση με το άλλο φύλο στην πενθήμερη ή στην εκδρομή της ΔΑΠ το πρώτο έτος, οπότε γαμάνε μια άλλη ΔΑΠίτισσα -ιδιαίτερη κατηγορία νεαρής γυναίκας που χρειάζεται ειδικό λήμμα (ένας από τους λόγους που οι νέοι ακόμα γράφοντα σε σιχαμερές κομματικές παρατάξεις είναι ασφαλώς μπας και γαμήσουν).

Κάθεσαι κάπου σε έναν δημόσιο χώρο και μιλάτε. Αν είσαι μάγκας της κρατάς το χέρι. Αν κάτσει πάνω στον καβάλο σου και τρίβεται πάνω σου από τα ρούχα είσαι ήρωας.

Μεγαλύτερος σκέφτεσαι μήπως απλά έχανες το χρόνο σου ακούγοντας μαλακίες από ανώριμες γυναίκες (δηλαδή ανθρώπους δυο φορές ηλίθιους - και λόγω φύλου και λόγω ηλικίας) που μαζί με το κωλοτρίψιμο σου έπρηζαν / έσπαγαν τα αρχίδια. Αναρωτιέσαι γιατί δεν επέλεξες να ξοδέψεις το ίδιο χρήμα / χρόνο σε μπουρδέλο στη Δάφνη σαν Μπουρδελιάρης.

- Τα ψιλοέχουμε...
- Την γάμησες;
- Όχι μωρέ... ξέρεις, κωλοτρίψιμο.
- Απ' εξω έχυσες;
- Όχι ρε απλά μιλούσαμε... ρομαντικά... ξέρεις, κωλοτριβόμασταν... μου λείπεις, τι κάνεις, τέτοια...
- Κατάλαβα... Παιδί μου πάρε 50 ευρώ και πήγαινε στη Δάφνη, στο στούντιο στου Ντούρτα.

(από Δημήτρης Αρναούτης-Οικονομάκης, 27/07/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία