Μηχανική κατασκευή που χρησιμοποιείται για ανύψωση φορτίων, συνήθως για φορτία που ξεπερνούν τις ανθρώπινες δυνατότητες.

Συναντάται σε παραλλαγές με συνδιασμό τρόχιλων όπως πολύσπαστο και κρικοπάλαγκο.

Στην ελληνική λέγεται σύσπαστο.

Άσε μάγκα μου σήμερα το πρωί είχα τον ασήκωτο, έφερε η μάνα μου το παλάγκο για να σηκωθώ από το κρεβάτι... ζημιά σου λέω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άξεστος άνθρωπος που στερείται κάθε ευγένειας και τρόπων κόσμιας συμπεριφοράς.

Άμα μου ξανακάνει ματσολιά το αφεντικό θα ξυπνήσει ο γίδαρχος μέσα μου και τότε θα δει ποιος είμαι. Άντε γιατί μας καβάλησε εδώ μέσα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο σωματώδης άνθρωπος. Πιθανολογείται ότι προέρχεται από τον χαρακτήρα ελαστικών της εταιρίας Michelin (βλ. Bibendum).

Συν. φουσκωτός, μπράβος.

Μιλάμε το καινούργιο κλαμπ που άνοιξε θυμίζει παλαίστρα! Γεμάτο λαστιχένιους ήταν μέσα, νόμιζα ότι αν σκοντάψω σε κανέναν θα με κατεδάφιζαν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το νησί της Μεγάλης Βρετανίας.

Χρησιμοποιείται κυρίως από σπουδαστές και μετανάστες που ζουν μόνιμα εκεί. Το λήμμα συμπεριλαμβάνει και τη Σκοτία.

- Τι έγινε ρε Τάκη, πόσα χρόνια έχω να σε δω;

- Άσε φίλε, με έφαγε το νησί. Πήγα για σπουδές και κάθησα 10 χρόνια!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρήμα ενεργητικό. Εκκένωση του πρωκτού με μεγάλη δυσκολία λόγω ογκώδους περιττώματος. Συνοδεύεται συνήθως από ελαφρά μορφή αιμορραγίας.

Ρε φίλε πήγαινε στη τουαλέτα να δεις τον μπέμπη που ξέχασε ο προηγούμενος. Πρέπει να μπουρακώλιασε ο τύπος μιλάμε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

'Άνθρωπος που βρίσκεται σε χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο, ιδίως από άποψη οικονομική, κοινωνική ή πνευματική. Συν.: αγενής, άξεστος. Αυτός που συμπεριφέρεται με τους νόμους της ζούγκλας.

Χρησιμοποιείται επίσης στις ένοπλες δυνάμεις για χαρακτηρισμό μη προβλεπόμενου στρατεύσιμου.

Λοχίας: Λοιπόν ακούστε κωλόψαρα, μη μου ξαναπαρουσιαστείτε αγυάλιστοι σα ζουγκλαίοι. Σας πήρε και σας σήκωσε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κοιτάω ψηλά, στα πρέκια, συνήθως σε στάση προσοχής.

Χρησιμοποιείται κυρίως στις ένοπλες δυνάμεις, όταν οι στρατεύσιμοι είναι ήδη σε στάση προσοχής.

Κωλόψαρα, προσοχή, στην τέντα όλοι. Στο ένα θα κοιτάτε μόλις με βλέπετε! Μη δω κανέναν να ρίχνει βλέμμα κάτω τη βάψατε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χειριστής Ελαστικής Λέμβου

- Τί ειδικότητα σου ήρθε ρε σκαπανέα; - ΧΕΛίστας μου ήρθε. - Θα σε φάει η αρμύρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φεύγω ακριβώς στην ώρα μου στο τέλος της εργασιακής ημέρας. Παρομοιάζει δρομείς στίβου που ξεκινούν με το άκουσμα του πιστολιού.

- Έφυγε ο Γιώργος;
- Ναι ρε 'συ, πήγε 17:02. Αφού ξέρεις ό,τι το πιστολιάζει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παραπληγικός, σακατεμένος. Χρησιμοποιείται συνήθως για περιγραφή ατόμων μετά από ατύχημα με μηχανάκι.

- Πώς πάει έτσι αυτός ρε συ, σαn το πολύσπαστο;
- Ποιος ρε; Άσε, στούκαρε σε μια κολώνα σουρωμένος, είναι θαύμα που περπατάει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία