Συνήθως χρησιμοποιούμε τον όρο για να χαρακτηρίσουμε τον ήχο μιας μηχανής ή ακόμη και την μηχανή. Ο ξηροκάμπανος αυτός ήχος ακούγεται κατά το πάτημα του συμπλέκτη της μηχανής. Ο λόγος που οι μη ξηροκάμπανοι συμπλέκτες δεν... ξυπνάνε πεθαμένους, είναι γιατί όλο το σύστημα είναι μέσα σε λουτρό λαδιού, σε αντίθεση με τους ξηροκάμπανους.

Οι γνώστες του είδους ξέρουν ποιο είδος μηχανής πλησιάζει με το άκουσμα του ήχου.

Άκου ρε φίλε ήχος, τελικά την ducati την αναγνωρίζω από χιλιόμετρα.
Εγώ έχω γεννηθεί να καβαλάω μόνο ξηροκάμπανα, καυλώνω μόνο και μόνο από τον ήχο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ένα μακρύ μεταλλικό σίδερο που χρησιμοποιείται για το ανακάτεμα της φωτιάς. Το άκρο του είναι ελαφρός γυριστό και κατά περίπτωση μπορεί να υπάρχει και χειρολαβή.

Οι πιο μεγάλες σε ηλικία γυναίκες σε πολλά χωριά της Λευκάδας το χρησιμοποιούν για να χαρακτηρίσουν το αντρικό γεννητικό μόριο.

  1. Έχασα το σουδαύλι και κάηκα προσπαθώντας να φτιάξω τα ξύλα στη φωτιά.

  2. Αχ αυτή η γυναίκα δεν έχει ούτε ιερό, ούτε όσιο, όλο το σουδαύλι έχει στο μυαλό της.

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζένια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πούττος, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κανάτα που χρησιμοποιούμε για νερό ή κρασί.

Γέμισε το μαστραπά νερό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία