Η μούτα είναι η άσχημη, έως πολύ άσχημη, γυναίκα. Προέρχεται από την αρβανίτικη λέξη μούτι, η οποία στη νεοελληνική σημαίνει σκατά.

Η αναφορά γίνεται κυρίως για το πρόσωπο, αλλά πολλές φορές είναι το συνολικό αποτέλεσμα που θα σε κάνει να καλέσεις μία γυναίκα μούτα.

  1. - Τι έγινε τελικά με αυτή που μιλούσατε στο facebook; Καλή; - Μούτα ρε φίλε, άστα να πάνε... Δε βλέπεται η γκόμενα...

  2. - Δε σου γνώρισε η αδερφή σου ρε καμιά φίλη της; - Τι να μου γνωρίσει μωρέ; Όλο με κάτι μούτες κάνει παρέα.

  3. - Μόλις περάσουμε από δίπλα, τσέκαρε αυτές που κάθονται δίπλα στο παράθυρο... - Προχωράτε! Μούτες και οι τρεις...!

Ορνέλα Μούτι, με την καλή έννοια. (από Khan, 19/06/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ο μη έχων τρίχες επί των οπισθίων του.

Προέρχεται από τις λέξεις μαδαρός (γυμνός) και κώλος (οπίσθια).

Η θηλυκή εκδοχή του είναι η μαδαροκώλα.

Ούτε με κερί να τις είχε βγάλει παιδί μου σου λέω... Μαδαρόκωλος εντελώς... Αλλά μου άρεσε, δε μπορώ να πω...

(από GATZMAN, 19/06/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πολύ όμορφη, νεαρή κοπέλα, η οποία προκαλεί τον θαυμασμό λόγω των σωματικών τις αναλογιών και προσόντων. Η πιο κοντινή απόδοση θα ήταν καυλάκι.

Ο όρος προέρχεται από τον παραλληλισμό με την ξύστρα, η οποία ακονίζει (ξύνει) το μολύβι, κάνοντάς το πιο μυτερό. Το αντίστοιχο «ακόνισμα» πράττει και το ξυστράκι, άθελά της ή μη, στο φαλλό κάποιου ανδρός. Το «ακόνισμα» αυτό μπορεί να μην είναι μόνο σωματικό, αλλά και ψυχοπνευματικό.

  1. Στη δικιά σου 7μιση... Τι απίστευτο ξυστράκι είναι αυτό ρε φίλε... (Θέλοντας να επιστήσουμε την προσοχή σε κάποιον φίλο μας, ώστε να επιβεβαιώσει και ο ίδιος ότι έχουμε εντοπίσει ένα ξυστράκι).

  2. Πού χάθηκες ρε ξυστράκι; (Αντίστοιχο του «πού χάθηκες ρε καυλάκι;»).

  3. Θα βγούμε απόψε με κάτι ξυστράκια από τη σχολή. Ψήνεσαι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία