Ένας μαλακισμένος σολοικισμός τύπου Άντζελας Δημητρίου που κάποτε είπε ο Αλέφαντος. Για κάποιο λόγο, όπως όλες οι μαλακίες, μας κόλλησε και το λέμε και το γράφουμε συνέχεια, ειδικά στο διαδίκτυο.

Φαντάζομαι ξεκίνησε ως ειρωνεία για τα κακά Ελληνικά του Αλέφαντου, αλλά πλέον είναι απλά εμφατικό. Όταν θέλουμε να προσδιορίσουμε κάτι (κατάσταση, συζήτηση, αντικείμενο, προσωπικότητα, μέρος...) ως πλήρες ή και υπερβολικό, είτε θετικά είτε αρνητικά, λέμε τα ''πάντα όλα''.

Μοιάζει με την αμερικάνικης προέλευσης slang έκφραση ''ο καλυτερότερος'', όπου βάζουμε δυο καταλήξεις συγκριτικού στο επίθετο πάλι για έμφαση.

- Πουτάνα! Πόρνη! Κοντοπίθαρη! Χαμηλοκώλα! Γαμιόλα! Σιχαμερή! Βλαχάααρα! Βρωμομούνα!
- Τα πάντα όλα...
- Ποια είσαι συ που τολμάς να χωρίζεις εμένα;
- Νώντα, ο κύριος με ενοχλεί... (Ο Νώντας είναι το γκαρσόνι που την γαμούσε τόσο καιρό χωρίς να της κάνει τραπέζια και δωράκια.)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

χέστον, χέστονα, χέστονε

Προστακτική αορίστου του ρήματος χέζω μαζί με την αντωνυμία τον. Χέσε τον. Στην καθομιλουμένη κατόπιν έκθλιψης προέκυψε χέσ' τον > χέστον > χέστονα. Σπανιότερα χέστονε.

Το «α» γεμίζει περισσότερο το στόμα. Από τις πρώτες φορές που συναντάμε στην Νεοελληνική ένα φωνήεν στο τέλος της αντωνυμίας «τον», η οποία ακολουθεί ρήμα σε προστακτική, είναι στο τραγούδι «Πέντε χρόνια δικασμένος» στην ηχογράφηση του 1934 σε ερμηνεία Περπινιάδη: φύσα ρούφα τράβα τονε πάτα τονε κι άναφτονε.

Το χέζω κάποιον έχει μεταφορική σημασία. Δεν εννοούμε πως κυριολεκτικά αφοδεύουμε πάνω σε κάποιον (κοπρολάγνεια), αλλά πως τον έχουμε χεσμένο, δηλαδή τον έχουμε γραμμένο στα παλιά μας παπούτσια ή/και στα αρχίδια μας, δηλαδή δεν τον υπολογίζουμε. Έντονη απαξίωση προς κάποιον ενοχλητικό.

- Πάλι πήρε τηλέφωνο ο από κάτω να μην παίζω ντραμ.
- Χέστονα μωρέ το μαλάκα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμες εκφράσεις: κάνω θερινό / καλοκαιρινό
κάνω γιάμπαλα / λαμπόγυαλο.

Η έκφραση «το κάνω καινούριο» μάλλον είναι μια πιο σύγχρονη εκδοχή της φράσης «το κάνω θερινό» που, όπως οι συνάδελφοι γράφοντες επεσήμαναν, προέρχεται από τα θερινά σινεμά και είναι μια έκφραση που συνήθως ακούς από άτομα μιας κάποιας ηλικίας (μπαμπαδίστικη)!

To κάναμε το μαγαζί / το αμάξι / το διαμέρισμα κοκ
θερινό / καλοκαιρινό / καινούργιο/ λαμπόγυαλο / γιάμπαλα.

(από Δημήτρης Αρναούτης Οικονομάκης, 30/12/13)(από Δημήτρης Αρναούτης Οικονομάκης, 30/12/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

To ψιλο- ως πρόθεμα χρησιμοποείται συχνά και προς μετριασμό υβριστικών επιθέτων, ονομάτων και ρημάτων που στην πραγματικότητα δεν επιδέχονται μετριασμό, με ειρωνικό τρόπο ή σπανιότερα από ευγένεια και συμπόνοια προς τον συνομιλητή, αποτελώντας έτσι αυτό το πρόθεμα σημασιολογικά-εννοιολογικά μια μοναδική καινοτομία της καθομιλουμένης στην ελληνική γλώσσα.

Γενικά, συνηθίζουμε να λέμε πως στη ζωή υπάρχουν γκρίζες αποχρώσεις και διαβαθμίσεις και δεν είναι όλα άσπρο ή μαύρο, καθώς το σύστημα των αντιθέτων είναι φιλοσοφρικά ξεπερασμένο, όμως ορισμένα πράγματα στην καθημερινότητα είναι ''άσπρο ή μαύρο'', όπως η ζωή και ο θάνατος, η αθώωση ή η καταδίκη, η αρρώστια ή η υγεία, η άποψή μας για κάποιον σεσημασμένο κακοποιό ή προσωπικό μας εχθρό, η πίστη μας σε κάποια θρησκεία ή πολιτική ιδεολογία ή διακυβέρνηση διαμετρικά αντίθετη προς την κρατούσα (ναζισμός - κοινοβουλευτισμός), μερικά γνωστά παραδείγματα.

Κι όμως στην καθομιλουμένη, μπορεί να πούμε είσαι ψιλοφασίστας ή είσαι ψιλοπεθαμένος, στην ουσία εννοώντας μεταφορικά κάτι διαφορετικό π.χ. είσαι φίλα προσκείμενος στον φασισμό ή έχεις κακή υγεία ή απλά ειρωνευόμενοι τον συνομιλητή μας. Εμφατικά, ενίοτε και ψωλο- όταν πρόκειται για ειρωνική φραστική επίθεση.

ψιλοατάλαντος, ψιλοάσχετο, ψιλοαγράμματος, ψιλοαμόρφωτος, ψιλοακαλλιέργητος, ψιλοκάφρος, ψιλοβλήμα, ψιλοκαριόλα, ψιλομαλάκας, ψιλοαρχίδης, ψιλοχούφταλο, ψιλοσκατά, ψιλοχέσε μέσα, τα ψιλοκαταφέρνω (ή τα κουτσοκαταφέρνω), ψιλογρατζουνάω (ή κουτσογρατζουνάω, ψιλοπαίζω, κουτσοπαίζω) κιθάρα, ψιλοβαράει τα πλήκτρα, ψιλοφαλτσάρει, ψιλογκαρίζει, ψιλοτσιρίζει, ψιλοπρεζόνι, ψιλοπουστάρα, ψιλοπαιδέρας, ψιλοκοντός, ψιλοχοντρός, ψιλοκαράφλας, ψιλοκακοποιός, ψιλοπροβληματικός κλπ κλπ

Αλλά και παρηγορητικά: είσαι ψιλοαγχωμένος, έχεις ψιλοάγχος, ψιλοένταση, έχεις ψιλοπροβληματάκι, ψιλοθεματάκι (παρηγορητικά ή επιθετικά ανάλογα το ύφος, το πρόσωπο και την περίσταση)

Με ψωλο- π.χ. Όλη μέρα στο slang.gr, εισαι ψωλοκαμμένος (αντί ψιλοκαμμένος)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κλασική Ελληνίδα της επαρχίας ή της συνοικίας. Πηγαίνει στην Εκκλησία, ενδεχομένως και σε (παρα)θρησκευτικές στοές, ίσως έχει και πνευματικό αντί για ψυχίατρο στον οποίο εξομολογείται τα ψυχολογικά και τα γαμήσια της ενώ παράλληλα είναι ανήθικη, πηδιόλα, προκλητικά και έχει όλο τη μπούτσα στο μυαλό της (και στο στόμα της).

- Πω πω κοίτα τα νέα μωρά ενορίας. Μίνι, βαμμένο νυχάκι ποδιών.. Γκάβλα... Τι χριστιανοπούτανα είναι αυτά...
- Δημήτρη Ντούρτα, κάτσε ήσυχα. Είναι εγγονές σου στα χρόνια!

(από Δημήτρης Αρναούτης Οικονομάκης, 05/12/13)(από Khan, 12/02/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ένας ακόμα slang μπαμπαδισμός (βλ. «ορθώς ομίλησες καίτοι καθήμενος»). Ο Αττικής είναι ο Μητροπολίτης Αττικής. Το λέγαν παλιά οι μάγκες για κάτι που είναι (ή δεν είναι και κακώς παρουσιάζεται ως τέτοιο) θέσφατο.

Κολλάει σε όλα τα θέματα, από το σκυλάκι μου μέχρι την πολιτική.

- Έτσι είναι, αφού μας το είπαν!
- Ναι ξέρω το λέει και ο Αττικής...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επιθετική απάντηση στην ρητορική ερώτηση ''τι λες (βρε παιδί μου);''.

O απαντών καλώς ή κακώς εξέλαβε την ρητορική ερώτηση ως ειρωνεία κι απαντά με μια άλλη ειρωνεία, μια ρητορική ερώτηση που δεν έχει κάποιο νόημα καθώς:
1) Είναι γραμματικά λάθος να απαντάς σε μια ερώτηση με ερώτηση.
2) Αφού η ερώτηση ''τι λες'' είναι ρητορική, δεν αναμένει ο ερωτών απάντηση.

Το αποτέλεσμα είναι η κουβέντα να γίνει πάραυτα σουρρεαλιστική, εχθρική και αμήχανη και να δοθεί έμφαση στο πόσο γελοίο ή ενοχλητικό ήταν το σύνολο όσων είπες πριν, ενδεχομένως και πόσο μαλάκας και καραγκιόζης γενικότερα.

Χωρίς να είμεθα ρατστικές, η εμπειρία μας διδάσκει πως τέτοιες φράσεις συνήθως εκστομίζονται προς επίδειξη πνεύματος από μαλακισμένες ψευτοκουλτουριάρες κατρουλιάρες φοιτήτριες, κακογαμημένες και κομπλεξικές επειδή είναι χονδρές με μυωπία που βαράνε μαλακία με το πανεπιστημιακό σύγγραμμα κάθε νύχτα στην κλειτορίδα (γίνεται!) ή/και από αγράμματα και χυδαία σπίτια. Κατά βάθος, αυτό που θέλουν είναι μια πούτσα να τους βουλώσει το στόμα. Η ατυχία είναι πως για να σου μιλάνε τοιουτοτρόπως, δεν είσαι εσύ ο κάτοχος της πολυπόθητης βοϊδόπουτσας και μπορώ με επιφύλαξη επίσης να ''μαντέψω'' πως είσαι παρθένος συμφοιτητής της μαλακισμένης και όχι σωματώδης τριαντάρης υδραυλικός, ταξιτζής, μπετατζής, καφενόβιος αριστερός ή φυλακόβιος ράπερ.

- Kαι πήγες πάλι με τις φίλες σου στον Θηβαίο; Όλο με αυτές τις φίλες βγαίνεις.
- Ναι, κάθε νύχτα βγαίνω με τις λατρεμένες φίλες μου και μετά και μετά τα μεσάνυχτα να γυρίσω σπίτι πιωμένη μελετώ και στο ίδιο κρεβάτι μαζί τους.
- Τι λες ρε παιδί μου;;;
- Tι λέω;
(Aπάντηση συμφοιτητή): - Οκεί, ελπίζω να τα ξαναπούμε. Φιλάκια.
(Απάντηση χιμπατζή): - Tην παίζω για πάρτη σου μικρούλα μου. Να περάσω Αγία Παρασκευή με τη Μερτσέντες για ένα στα γρήγορα;

(από Δημήτρης Αρναούτης Οικονομάκης, 02/09/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Eξάγεται από τον χαρακτηρισμό παρθενόπη. Υποκοριστικό παρθενοπιπίτσα.

Είναι ένα λογοπαίγνιο ανάμεσα στον χαρακτηρισμό παρθενόπη που αφορά κοπέλες που έχουν πάρει όλο τον ανδρικό πληθυσμό ,αλλά δεν βάφονται, ενίοτε είναι και λίγο άπλυτες και παριστάνουν τις ''συντηρητικές''.

Συχνά ταλαιπωρούν τον πιο μαλάκα από τους γκόμενούς τους δίνοντάς του μόνο πίπα-κώλο, εξ'ου και η σύζευξη παρθενόπης με πίπα.

Σύμφωνα την ελληνική Wikipedia, η λέξη παρθενόπη υπήρχε στην αρχαιότητα ως κύριο όνομα θεότητας. Η Παρθενόπη ήταν μια από τις μυθικές Σειρήνες της Ελληνικής Μυθολογίας. Όταν ο Οδυσσέας περνούσε από τις ακτές που διέμεναν οι Σειρήνες γνωρίζοντας σχετικά για την ανθρωποφαγία τους αντιπαρήλθε με το σκάφος του και τους συντρόφους του την περιοχή τους, χωρίς να σταματήσει. Τότε απελπισμένη η Παρθενόπη που δεν ανταποκρίνονταν ο Οδυσσέας στο θέλγητρo της φωνής της έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Το πτώμα της εκβράσθηκε σε μια παραλία της Ιταλίας όπου οι τότε, μόλις νεοφερμένοι εκεί κάτοικοι, άποικοι Χαλκιδείς από τη Κύμη, το περισυνέλεξαν και το ενταφίασαν σε μνήμα. Γύρω από το σημείο εκείνο ίδρυσαν στη συνέχεια τη νέα τους πόλη, αποικία, που ονόμασαν Παρθενόπη, η οποία και είναι η σημερινή Νάπολη στην Ιταλία.

- Aπό μέρους μου (νεολογισμός-απόδοση του ''εκ μέρους μου'', μήπως χρειάζεται λήμμα ως slang;) δεν έδωσα κανένα δικαίωμα.
- Αφού μου πήρες πίπα μωρή πουτάνα.
- Για μένα σχέση είναι μετά το πρώτο φιλί. Με τέτοια συμπεριφορά και τέτοιο αμάξι δεν θα κάνεις ποτέ σχέση. Σου εύχομαι ό,τι καλύτερο.

(από Δημήτρης Αρναούτης Οικονομάκης, 02/09/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λογοπαίχνιο ανάμεσα στις ομόηχες και εγκλιτικά όμοιες λέξεις τετράπαχος και τετραπέρατος.

Τετράπακος αντί για τετραπέρατος, δηλαδή τετράπαχος και πανύβλακας. Συνώνυμο: τετρατέρατος, τετρακέρατος (αν είναι και μαλάκας και μπάμιας και κερατάς!)

- Ο Δημήτρης Π.. (γνωστός τετράπακος rap μουσικός παραγωγός) είναι τέρας ομορφιάς (ειρωνεία) και έχει ταξιδέψει στα πέρατα του κόσμου, ΤΕΙ Αθήνας, ΤΕΙ Κρήτης. 'Eχει και 8-packs, όχι τετράπακος, οκτάπακος είναι!
- Τετράπακος και πώς να μην έχει γίνει τετράπακος αφού τρώει τον άμπακο. Από τα πολλά steroids σε λίγο θα βυζαίνει γάλα η γκόμενά του από τις ρώγες του.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία