Το καθένα από τα μικρα κομματάκια στα οποία τεμαχίζεται η σοκολάτα, το ψημένο ντε, για να αναμιχθεί με τον καπνό σε τσιγάρο, μπάφο, γεμιστάκι, ναργιλέ, ή να καταναλωθεί σκέτο σε ξεροτσίμπουκο. Η μεταφορά είναι προφανής λόγω μεγέθους και χρώματος που παραπέμπουν στο γνωστό παρασιτικό έντομο.

Σπάω σε ψύλλους (να μη συγχέεται με το σπας ψύλλο): η διαδικασία κατακερματισμού με το νύχι του προς πόση τεμαχίου.

Άμα σε πιάσουνε με κάνα ψύλλο
και σε σαπίσουνε στο ξύλο,
don't worry, be happy...

(από Khan, 12/05/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

χωματερό (μηχανάκι), χωματερός (αναβάτης)

Γύρω στα '70ς, '80ς αποκαλούνταν χωματερά τα μοτο-κρός, εντούρο, on-off μηχανάκια, όσα δλδ ένοιωθαν πιό άνετα στο χώμα παρά στην άσφαλτο και αντίστοιχα οι οδηγοί τους χωματεροί.

- Είχα μπροστά μου στο φανάρι δυο χωματερά, ότι που κατεβήκαν από το βουνό και με το που ανάβει το πράσινο ξεκολλάνε τσίτα και μου γεμίσανε το παρμπρίζ λάσπες από τα πίσω λάστιχα. Καλά που δεν είχε και κανένα πετραδάκι, θα μου τό 'σπαγαν κι άντε να τους βρεις...

- Γιατί πήρε καθαρόαιμο, χωματερός είναι;
- Όχι μωρέ, για να κάνει σούζες τόχει.

Επίσης δε, τα λάστιχα για χώμα σε αντιδιαστολή με τα ασφάλτινα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από τον πατέρα μου, ήξερα τον όρο «χεσαμόλη, η» που, κυριολεκτικά, σήμαινε ένα αχταρμά από διάφορες ποικιλίες και ποιότητες σκατών, με διάφορες χρήσεις. Από το «χέσαμ(ε) όλοι».

Παρόμοια και «η χυσαμόλη», αλλά τότε η οικιακή σλανγκ ήταν πιο πολύ κοπρική παρά σεξουαλική.

Περιγραφή συνταγής
- Βάλαμε κόλιανδρο, μαιντανό, πιπέρι καγιέν, μπαχάρι, ...
- Βάλε και χεσαμόλη από πάνω.

Στη γυναίκα ή στον ταβερνιάρη
- Φέρε και λίγη χεσαμόλη να πιώ τό ούζο μου. (ενν. ταραμοσαλάτα ή άλλη αλοιφή)

- Πονάνε τα κόκκαλά μου
- Τρίψου με χεσαμόλη να σου περάσουν...

κλπ κλπ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στη ναρκοσλάνγκ, ο τύπος ή το μέρος που μπορείς να βρεις ή/και να προμηθευτείς ό,τι βάλει ο νους σου (θεωρητικά) από τα είδη ναρκωτικών που κυκλοφορούν. Συνήθως αυτός ή εκεί που υπάρχει κάποια ποικιλία γιατί σπάνια έως ποτέ δεν τα έχει κάποιος όλα.

-Λέω να φύγω για κάνα μήνα κάμπινγκ στη Ίφκινθο και πρέπει να ψωνίσω τίποτα, έχεις καμιά καλή άκρη;
-Tράβα στο Τζίμακα, αυτος είναι φαρμακείο. Ό,τι γουστάρεις τό 'χει.
-Και οι ξήγες του, λένε;
-Όπως σε κόψει...

«Με περνάει μια βόλτα από τό Σύνδεσμο... μαλάκα φαρμακείο εκεί μέσα... χόρτα, σκόνες, χάπια... Τα πάντα όλα! Τρόμαξα να βγω...»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρήμα που παράγεται από τό τσόκαρο > τσούκαρο (κατα το τρόμπα > τρούμπα) και ιδίως απο τον ήχο πού κάνουν κατα τό βάδισμα, εκείνο το ξερό στακάτο τακ -τακ. Εννοείται οτι μιλάμε για τα αληθινά τσόκαρα που φορούσαν οι πλύστρες το πάλαι και όσοι - όσες είχαν να δουλέψουν σε νερά, να πατήσουν σε λάσπες και βρωμιές και όχι τα ανατομικά του Dr. Scholl (που κι αυτά, άμα φαγωθεί η σόλα, έτσι τσουκαράνε). Πρβλ τα cloggs στη Ολλανδία κι εκείνα τα ταβλάκια με τις δυό τραβέρσες στην άπω ανατολή.

Το ρήμα τσουκαράω / τσουκαρίζω χρησιμοποιείται για:

  1. Να περιγράψει κάθε ξερό επεναλαμβανόμενο χτύπο ( όχι απαραίτητα ρυθμικό).

    i. Έριξα τα κουτιά με το γάλα (κονσέρβες) χύμα στη μπαγκαζιέρα και τσουκαρούσαν σ' όλο το δρόμο.
    ii. Όταν βρέχει, βγαίνω στο μπαλκόνι κι ακούω τη βροχή να τσουκαράει στούς τσίγκους.

  2. Χτύπημα εκούσιο ή ακούσιο ή και πτώση, αρκεί να είναι ξαφνικό (= απροειδοποίητο)

    i. Εκεί πού μιλούσε η Ρίτσα κι είχε αρχίσει να ροπιάζει, της τσουκαράει ο Κώστας ένα σκαμπίλι κι είδε το Χριστό φαντάρο.
    ii. Πρόσεχε με το μηχανάκι τώρα που 'βρεξε, μην τσουκαρίσεις σε κάνα τοίχο κι έχουμε κι άλλα.
    Πάνω στο χορό χλωμιάζει και τσουκαράει κάτω.

  3. Συνοπτική περιγραφή συνουσίας

    Της τον τσουκάρισα πίσω από το σπιτάκι του κήπου και δεν έβγαλε κιχ.

Εν χρήσει (περιορισμένη πια, μην μας πούνε και χωριάτες) στη Χίο (για αλλού δεν ξέρω, ίσως).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υγρό απροσδιόριστης σύστασης και αμφίβολης ποιότητας και αποτελεσματικότητας σε σχέση με ό,τι πλασάρεται πως είναι.

  1. Έχεις δει τους Κινέζους που πίνουν τσιτσιμούσι από το σακουλάκι;
  2. Μού έριξε ένα τσιτσιμούσι στη μηχανή και μού είπε πως αυτό θα γεμίσει τα κρακ
  3. Τί χυμός και παπαριές με ένα ευρώ το πεντόλιτρο; Τσιτσιμούσι είναι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Tσαπράζι (ουδέτερο). Εκ του τουρκικού çapraz που σημαίνει σταυρός, σταυρωτός, σταυρωτά (copy-paste από πάνω) είναι το χαρακτηριστικό «σταύρωμα» που έχουν τα δόντια των πριονιών, πριονοκορδέλλας, αλυσίδας πριονιού, ώστε να δημιουργείται κενό στο κόψιμο, σε αντίθεση με τα δόντια των μαχαιριών που είναι σε μια ευθεία και γι αυτό σφηνώνουν όταν κόβεται κάτι σκληρό, πχ ξύλο.

Παράγωγα: τσαπράζωμα, τσαπράζης.

- Μουδιασμένο σε βλέπω, τι έγινε;
- Άσε, από τον οδοντίατρο έρχομαι. Μού 'κανε καθαρισμό αλλά με γάμησε...
- Τσαπράζι σού 'κανε;
- Άντε γαμήσου κι εσύ, καραγκιόζη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επιπλήττω, κατσαδιάζω, κάνω παρατήρηση.

Ηρθε ο γείτονας και μου την είπε γιατί πάρκαρα μπροστά στό σπίτι του.

Πρόσεχε ρε μαλάκα πώς βάζεις τα σερβίτσια, θα μας την πούνε (οι πελάτες, το αφεντικό - γενικά).

Κάθε πρωί έρχεται και μου τη λέει για το γραφείο μου, οτι ειναι λέει ακατάστατο, οτι αφήνω σημαντικά έγγραφα φόρα παρτίδα, μου γαμάει τη μέρα και φεύγει.

Η έννοια σας δέν είναι να γίνει η δουλειά σωστά, αλλά να μη σας την πούνε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην δεκαετία του '30 ένα τάλιρο ήταν μιά ποσότητα χασίς μεγέθους κέρματος πεντάδραχμου της εποχής (με το κατάλληλο πλάσιμο, καθότι μαλακό και εύπλαστο - δεν είχε πέσει πολλη χέννα) το οποίο ζύγιζε περι το 1 δράμι = 3,2 γρμ.
Δεν ξέρω άν είχε και σχέση με την τιμή του (αν και από πάντα η τιμή ήταν πιό ευμετάβλητη, ανάλογα την επάρκεια της αγοράς την ποιότητα, την αξία του νομίσματος κλπ κλπ)

Στην υπόγα

Ρε ν’ από πι ρε ν’ από πίσω στη στρατώνα βαρέσαν μα βαρέσαν μάγκα στην υπόγα

Μπαίνει 'νας μπα μπαίνει 'νας μπάτσος με το κούφιο Και ρίχνει μου και ρίχνει μούσμουλα στο ρούφο

Και κατρακύ και κατρακύλισε το φέσι μας σβήνει ο να μας σβήνει ο ναργιλές στη μέση

Ωωωωωώχ ωωχ!

Και τον ανά και τον ανάβει η Κυριακούλα ρε που `χει τάλιρα και τσιγαριές στη ζούλα

Γεια σου ρε Μή γεια σου ρε Μήτσο στραβοκάνη που σαι μαστού πουσαι μαστούρι απ’ το ντουμάνι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μαστουρωμένος, που δεν αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει γύρω του, είναι στην κοσμάρα του, πετάει χαρταετό, δλδ δεν την οσμίζεται (τη φτιάξη) όπως ο συναχωμένος δεν έχει οσμή.

Εκτός από το άσμα του Μάρκου (και με αφορμή αυτό) η λέξη λέγεται μεταξύ ρεμπετόβιων και ρεμπετόφιλων για ξεκάρφωμα (και καλά).

Συνάχι = η μαστούρα

«Ο συνάχης» Μ.Βαμβακάρη

Συναχωμένος μου’ρχεσαι αμάν αμάν μουρμούρη μ’(ου) από πέρα
Και μεσ’τα χέρια σου κρατάς συνάχη μου μια δίκοπη μαχαίρα

Με ποιον τα’χεις συνάχη μου αμάν αμάν να πας να καθαρίσεις
Την ηθική σου θίξανε, συνάχη μου, και πας να εγκληματίσεις

-Γεια σου Μάρκο μου με τις όμορφες πενιές σου! (φωνή Γ. Μπάτη)

Κοίτα καλά συνάχη μου, αμάν, αμάν, που πάντα ξεσπαθώνεις (ωχ μπράβο)
Και κει π’(ου) ανακατεύεσαι, συνάχη μου, μπέσα ποτέ μη δώνεις

-Ωχ! Αχ! Αχ!

Ας’το μπουλασιλίκι σου, αμάν, αμάν, και πάψε το συνάχι
Και δεν ανακατεύομαι, συνάχη μου, σε ότι κι αν σου λάχει

-Ώπα!

Συναχωμένος μου’ρχεσαι, μουρμούρη μου, μάγκα μου από πέρα
Και μεσ’τα χέρια σου κρατάς, συνάχη μου, μια δίκοπη μαχαίρα

-Μπράβο Μάρκο! (φωνή Γ. Μπάτη)

(από Khan, 14/05/14)(από vikar, 18/03/15)

Ο αναγνώστης παραπέμπεται στα λήμματα συνάχης, σινάχης και μπουλασιλίκι, μπουλασικλίκι, μπουλασίκης για την πραγματική ετυμολογία-προέλευση του λήμματος. Ο παρών ορισμός παραμένει παρότι παραετυμολογικός.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία