Από τις βαριοπούλες, τα γνωστά βαριά σφυριά με το μακρύ στειλιάρι, η πιο μεγάλη και πιο βαριά.

Υποπλοίαρχος σου λέει ο άλλος. Έντεκα μήνες έβγαλε αρραβωνιασμένος με τη λούλα...

Βαριοπούλες. Με το κεφάλι των 10 κιλών είναι η λούλσ (από dryhammer, 15/05/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πούστης (λέγεται παρουσία μικρών για να το καταλάβουν χωρίς τη χρήση της «κακιάς» λέξης). Προφανής ο συνειρμός από το ομώνυμο εργαλείο.

Αντώνυμο (στο περίπου και υπό τις ίδιες συνθήκες): μαρκαδόρος (και καλά μεγάλος, χοντρός και γράφει ανεξίτηλα).

Τον περνάς για μαρκαδόρο, αλλά είναι ένας μολυβοξύστης φοβίσιμος.

(από Khan, 16/11/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επιπλήττω, κατσαδιάζω, κάνω παρατήρηση.

Ηρθε ο γείτονας και μου την είπε γιατί πάρκαρα μπροστά στό σπίτι του.

Πρόσεχε ρε μαλάκα πώς βάζεις τα σερβίτσια, θα μας την πούνε (οι πελάτες, το αφεντικό - γενικά).

Κάθε πρωί έρχεται και μου τη λέει για το γραφείο μου, οτι ειναι λέει ακατάστατο, οτι αφήνω σημαντικά έγγραφα φόρα παρτίδα, μου γαμάει τη μέρα και φεύγει.

Η έννοια σας δέν είναι να γίνει η δουλειά σωστά, αλλά να μη σας την πούνε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην αργκό των πλακάδων, μπισκότο λέγεται η τοποθέτηση των πλακακιών στην γωνία που εξέχει, έτσι ώστε το ένα να έρχεται στην ευθεία του τοίχου και το άλλο να επικαλύπτει την μικρή έδρα του πρώτου.

Αντίθετα όταν και τα δύο είναι κομμένα λοξά (φάλτσα) συναντώνται οι ακμές σχηματίζοντας ακμή με τις σμαλτωμένες επιφάνειες. Τότε το λένε φάλτσο.

Πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της κάθε τεχνικής:

  • φάλτσο:+ Καλύτερο αισθητικό αποτέλεσμα καθώς δεν φαίνεται η μικρή και ασμάλτωτη πλευρά των πλακακιών που έχει άλλο χρώμα (συνήθως κεραμιδί).- Φασαριόζικο και χρονοβόρο κόψιμο για να κοπούν όλα με το σωστό φάλτσο για να ταιριάζουν μεταξύ τους, με πιο πολλές πιθανές απώλειες. Με το παραμικρό μικροχτύπημα η γωνιά από τις σμαλτωμένες επιφάνειες σπάζει και κάνει κοχίτσες γιατί είναι πολύ λεπτή και σκληρή.
  • μπισκότο:+ Μεγαλύτερη αντοχή σε χτυπήματα γιατί το πλακάκι διατηρεί όλο το πάχος του, ευκολότερο-γρογορότερο κόψιμο.- Φαίνεται η ασμάλτωτη πλευρά. (Αυτό μειώνεται κάπως διαλέγοντας από ποια μεριά θα μπει ώστε να φαίνεται λιγότερο.)

- Τις γωνιές πώς τις θες; Φάλτσο ή μπισκότο;
- Δηλαδή;
- (Εξηγεί με τα χέρια και δύο πλακάκια.)
- Φάλτσο δεν είναι πιο όμορφο;
- Αφού θα βάλεις ντουλάπι και δε θα φαίνεται, δεν το κάνουμε μπισκότο να μη σπάει κιόλας (να ξεμπερδεύω τσακ μπαμ με τα κωλοντούβαρό σου, αφού δε θα μου βαλεις και ΙΚΑ τσίπη, καραγκιόζη).
- Εντάξει μπισκότο, αλλά την άβαφτη από τη μέσα μεριά να μη φαίνεται (άντε να τελειώνουμε που βάζεις δέκα πλακάκια τη μέρα και παίρνεις το μεροκάματο με τον καφέ, το τσιγάρο και το κινητό).

Πάνω μπισκότο - κάτω φάλτσο (από dryhammer, 21/11/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλαιομαμαδίστικη έκφραση (σε περιορισμένη πιά χρήση) για την πίπίλα. Υποθέτω ηχομιμητικό από το μπου-μπου του ταπωμένου στόματος του μωρού. Συνώνυμο (επίσης παλαιομαμαδίστικο) η σώπα -που το κάνει να σωπάσει.

  1. Πέντε χρονώ γα(ϊ)δούρι κι ακόμα με τη μπουμπού στο στόμα...

  2. Πάρε τη μπουμπού να μη γ(κ)ρινιάζεις (Προχωρά κατεβάζοντας αργά το φερμουάρ του παντελονιού).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα Χιώτικα οι στάμνες (γι' αυτό το έβαλα εδώ, ίσως από κεί και τα μεγάλα βυζιά).

Μπούρμπουλας και μπουρμπούλι - η στάμνα, με ένα ή δύο χέρια, εκείνη που το καλοκαίρι «ίδρωνε» και δρόσιζε το νερό, με τάπα ένα λεμόνι (αθηναϊστί - κανάτι Αιγινήτικο)

(Σε παλιό πανηγύρι)
- Μαμάά, θέλω μπουρμπουλάκι... (στα Αρμόλια της Χίου, χωριό που φτιάχνουν διάφορα πήλινα σκεύη, έφτιαχναν και πήλινα σταμνάκια με γλωττίδα κοντά στο στόμιο εκροής έτσι ώστε να γίνονται σφυριχτράκια και όταν είχε νερό έκαναν ένα ήχο σαν πουλάκι- must των πανηγυριών).
- Καλά, φάε τώρα το παστέλι σου (άλλο must των χιακών πανηγυριών) και θα σου πάρω. Κανόνισε να το παντρέψεις (= να το σπάσεις) πριν φτάσει σπίτι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στη ναρκοσλάνγκ (ιδίως την παλιότερη) το ξεροτσίμπουκο είναι τρόπος καπνίσματος χασίς σε πίπα, παρόμοιος με το κάπνισμα του (νεότερου) κρακ, κατ' αντιδιαστολή με την υγρό ναργιλέ. Επίσης και το σχετικό εργαλείο.

Θεωρείται ότι έχει καλύτερο και ταχύτερο άκουσμα, γιατί το χασίσι μπαίνει σκέτο χωρίς την ανάμειξη με καπνό.

Το πρόθεμα ξερο- έχει να κάνει και με τη ξηρότητα - καϊλα που αφήνει στο στόμα και το λαιμό.

  1. Να κάνουμε πρώτα δυο ξεροτσίμπουκα να την ακούσωμε, και μετά στο δρόμο κι ένα τσιγάρο (ενν. μπάφο) για το ξεγάνιασμα.

  2. Τσιμπάει ένα σπιρτόκουτο κι ένα κομματάκι αλουμινόχαρτο και σε δυο λεφτά σκαρώνει ένα ξεροτσίμπουκο σένιο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μια στρογγυλή (ωοειδής) πέτρα, συχνά βότσαλο, που την έβαζαν στα κοτέτσια, για να συνηθίσουν οι κότες στο κλώσημα, χωρίς να σπάσουν το κανονικό αυγό, ή όταν τους το είχαν πάρει.

Συνεκδοχικά κάτι μικρό στρογγυλό και σκληρό (δηλ. ό,τι έχει τις ιδιότητες του πρόσβολου).

Πιθανώς ίδια ρίζα ή και έννοια με το πρέσβελο.

  1. Στο Animal Planet έδειξε ένα φίδι που μπήκε στο κοτέτσι κι έφαγε το πρόσβολο.

  2. Σφιγγόμουν μιάν ώρα κι έβγαλα ένα πρόσβολο.

  3. Σαν πρόσβολα μου γινήκαν απ' το κρύο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολ. το δάπεδο του αμπαριού. Σε περιοχές με ναυτικούς, λέγεται ακόμα το «γυμνό» δάπεδο , πρίν δηλαδή (επι)στρωθεί με πλακάκια, μάρμαρα, μωσαικό κλπ ή και ο πάτος μιάς δεξαμενής.

Πανιόλο επίσης λέγεται στην αγορά, το φύλλο (αντιολισθητικής) λαμαρίνας για δάπεδα ή άλλες κατασκευές.

Μένω πανιόλο - Είμαι ταπί (και ψύχραιμος). Βαζω το χέρι στην τσέπη και πιάνω τον πάτο της.

Παίρνω (σπάνια βάζω) πανιόλο: Δημιουργώ νοητό οριζόντιο επίπεδο για επιστρώσεις

  1. Γλίστρησε από το κουβούσι (το υπερυψωμένο στόμιο του αμπαριού) κι έσκασε στο πανιόλο 10 μέτρα κάτω.

  2. Τα σκαλοπάτια της ταράτσας θα τα κάνω με πανιόλο για να μή γλιστράνε.

  3. Είναι ακόμα 20 του μήνα κι εγώ πανιόλο. Ούτε για τσιγάρα δεν έχω.

  4. Τέντωσε ένα σπάγγο πέρα πέρα με το αλφάδι να παρει πανιόλο για να ρίξει τα πλακάκια ίσια.

Πανιόλο "κριθαράκι" (από dryhammer, 15/06/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην παλιότερη σλανγκ των μαστόρων (και όχι μόνο), ρολόγια ονομάζονται (ονομάζονταν) όλα τα όργανα μέτρησης (μανόμετρα, αμπερόμετρα κ.λπ.), ακόμα και το ταχύμετρο και το στροφόμετρο λόγω του στρογγυλού σχήματος και του δείκτη τύπου βελόνα που άμεσα παρέπεμπε στο ρολόι - μετρητή χρόνου.

Πρβλ το ρολόι του νερού και το ρολόι της ΔΕΗ, που λέγονται ακόμα.

Το ρολόι της ΔΕΗ γιατί το λέμε ρολόι αφού δεν είναι στρογγυλό και δεν έχει δείκτες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία