Στη ναρκοσλάνγκ (ιδίως την παλιότερη) το ξεροτσίμπουκο είναι τρόπος καπνίσματος χασίς σε πίπα, παρόμοιος με το κάπνισμα του (νεότερου) κρακ, κατ' αντιδιαστολή με την υγρό ναργιλέ. Επίσης και το σχετικό εργαλείο.

Θεωρείται ότι έχει καλύτερο και ταχύτερο άκουσμα, γιατί το χασίσι μπαίνει σκέτο χωρίς την ανάμειξη με καπνό.

Το πρόθεμα ξερο- έχει να κάνει και με τη ξηρότητα - καϊλα που αφήνει στο στόμα και το λαιμό.

  1. Να κάνουμε πρώτα δυο ξεροτσίμπουκα να την ακούσωμε, και μετά στο δρόμο κι ένα τσιγάρο (ενν. μπάφο) για το ξεγάνιασμα.

  2. Τσιμπάει ένα σπιρτόκουτο κι ένα κομματάκι αλουμινόχαρτο και σε δυο λεφτά σκαρώνει ένα ξεροτσίμπουκο σένιο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπαμπαδοπαπουδιά, όπου κάποιος επαινετικά (σπανιότερα ειρωνικά) αναφέρει κάποιο κράτος ως παράδειγμα οργάνωσης, πειθαρχίας, παροχών, συνέπειας κλπ, σε αντιδιαστολή με το ελληνικό μπουρδέλο.

Μπορεί να αποτελεί περίπτωση ξενολαγνείας, άγνοιας του τι πραγματικά συμβαίνει εκεί όπου αναφέρεται, οτιδήποτε αρκεί να του κολλάει εκείνη τη στιγμή στην ελληνομιζέρια του.

Παράβαλλε δεν υπάρχει κράτος κλπ κλπ.

  1. - Στη Γερμανία θα είχαν βάλει 500 πινακίδες. Για την επικίνδυνη στροφή, για τη λακκούβα, για το «ολισθηρό οδόστρωμα», την ομίχλη. Εδώ βάλαμε ένα θαυμαστικό και καθαρίσαμε...
    - Εμ, ο Γερμανός έχει κράτος...

  2. - Στην Ελλάδα οι διεφθαρμένοι υπουργοί τα παίρνουν φόρα παρτίδα και τους ξανακάνουν υπουργούς ξανά και ξανά. Στην Κίνα τους εκτελούνε. Αλλά ο Κινέζος έχει κράτος, γι' αυτό βαστιούνται ενάμιση δις κόσμος...
    - Ά ρε Παπαδόπουλος που χρειάζεται...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η χιώτικη εκδοχή του πανάθεμα (πανάθεμά σε, πανάθεμά τον κλπ). Πιθανόν κάτι σαν την Παναχαϊκή στο γαμώ την Παναχαϊκή μου...

  1. Από εδώ (την μόνη αναγραφή στο νέτι από Χιώτη προφανώς)
    Aimilios Serafeim diavaste kala prin bgalete sxolia! panagkasma sas.

  2. Πανάγκασμά σε, δε με λυπάσαι...
    Παντελής Θαλασσινός, όταν τραγουδά στη Χίο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολ. το δάπεδο του αμπαριού. Σε περιοχές με ναυτικούς, λέγεται ακόμα το «γυμνό» δάπεδο , πρίν δηλαδή (επι)στρωθεί με πλακάκια, μάρμαρα, μωσαικό κλπ ή και ο πάτος μιάς δεξαμενής.

Πανιόλο επίσης λέγεται στην αγορά, το φύλλο (αντιολισθητικής) λαμαρίνας για δάπεδα ή άλλες κατασκευές.

Μένω πανιόλο - Είμαι ταπί (και ψύχραιμος). Βαζω το χέρι στην τσέπη και πιάνω τον πάτο της.

Παίρνω (σπάνια βάζω) πανιόλο: Δημιουργώ νοητό οριζόντιο επίπεδο για επιστρώσεις

  1. Γλίστρησε από το κουβούσι (το υπερυψωμένο στόμιο του αμπαριού) κι έσκασε στο πανιόλο 10 μέτρα κάτω.

  2. Τα σκαλοπάτια της ταράτσας θα τα κάνω με πανιόλο για να μή γλιστράνε.

  3. Είναι ακόμα 20 του μήνα κι εγώ πανιόλο. Ούτε για τσιγάρα δεν έχω.

  4. Τέντωσε ένα σπάγγο πέρα πέρα με το αλφάδι να παρει πανιόλο για να ρίξει τα πλακάκια ίσια.

Πανιόλο "κριθαράκι" (από dryhammer, 15/06/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

πασπάλι (το), πασπάλια (τα), πασπάλα (η)

Κατόπιν προτροπής Khan συνδύασα-συμπλήρωσα ορισμούς από πασπάλα, τρίμα συμπεριλαμβάνοντας και στοιχεία από τα σχόλια.


Κυριολ.: Πολύ λεπτή σκόνη , πούδρα, άχνη, πολύ ψιλό αλεύρι, που επικάθεται. Βλέπε και «πασπαλίζω». Από το αρχαίο πασπάλη (Βλέπε και το σχεδόν συνώνυμο παιπάλη).

Παράγωγα: πάσπαρος (= χώμα, σκόνη) και πασπαρίτης (ο καμπίσιος στην Κρήτη), Πάσπαργο(ς) = ένα νησάκι ανάμεσα Χίο και Τουρκία που φαίνεται θολό σαν σκονισμένο (Ιστορία της Χίου Γ. Ζολώτα 1905) κι άλλα που δεν τα ξέρω. (έχει και λεξικά).

Σλανγκικώς:

Α. Το τρίμμα, η σκόνη από τη φούντα που μένει σαν κατακάθι στη συσκευασία. Χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τον ατόφιο παπά, περιέχει τρίμματα από φύλλα και κλαδάκια, σποράκια, σκουπιδάκια κλπ.(1) το κανναβικό αντίστοιχο του σώσματος στο κρασί (θολό, με γύψο κλπ) παράγοντες πονοκέφαλου και τα δύο.

Β. Παλιοκαιρίστικια κουβέντα για το γαμήσι (ίσως από την παλινδρόμηση όπως στο πασπάλισμα ή από την επικονίαση??)

(1) Επειδή στον ορισμό πασπάλα αναφέρεται ως η καλύτερη ποιότητα χόρτου ενώ παντού αλλού σημαίνει τη μούφα φούντα πρέπει να αναφερθεί ότι στην παραδοσιακή παρασκευή χασίς από τη φούντα, στο στάδιο που κρεμούσαν τα δενδρύλλια ανάποδα για να ξεραθούν (ή για να «κατέβουν τα λάδια») σε συνθήκες ελεγχόμενης υγρασίας, το πασπάλι που μαζεύονταν από κάτω, που ήταν τα τρίμματα των ανθών και φυλλιδίων του παπά, έδινε την άριστη ποιότητα χασίς (κολλούσε από μόνο του στα χέρια και τρίβοντάς τα μεταξύ τους, έπαιρνες καϊνάρι σε μακαρόνι).

Ορισμοί από Eazy και Titsunited, σχόλια από Zentai,Patsis, ΜΧΣ, Deinosavros, Betatzis, Hodjas, Khan Παραθέτω τα παραδείγματα των άνω ορισμών:

1-ΕΥΓΕΝΙΟΣ: -Σου δίνω gameboy colour. Πόσο παίρνω;

ΓΥΦΤΟΣ: -Σου γεμίζω τη σακούλα και έφυγες.

Μετά από πέντε λεπτά ο γύφτος σηκώνει την σακούλα και αναφωνεί: -ΠΑΣΠΑΛΑ ΠΑΣΠΑΛΑ ΣΟΥ ΔΙΝΩ ΠΙΤΣΙΡΙΚΑ!

Το θύμα αποχωρεί χαρούμενο απο το τσαντήρι με τη σακούλα γεμάτη τρίμματα.

2-Ρε μαλάκα, παπάδι θέλω οχι τρίμα. Έλεος με τον άμπαλο που μπλέξαμε να ψωνίσουμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πατσούνι, του οποίου την ετυμολογία αγνοώ, ήταν μια μικρασιατική πρακτική "ιατρική" μέθοδος πρόληψης της αμυγδαλίτιδας.

Όταν γεννιόταν το παιδί και πριν σαραντίσει, μιά έμπειρη γυναίκα έβαζε τα δάχτυλα μέσα στο λαιμό του και του "πατούσε" τις αμυγδαλές που πήγαιναν στην άκρη (ίσως και να πλακούτσωναν ή να ψιλοατροφούσαν) οπότε μεγαλώνοντας το παιδί δεν επρόκειτο να του ερεθιστούν με τις γνωστές συνέπειες (πόνοι, πρήξιμο, πύον πυρετός κλπ). Αυτό βέβαια ακύρωνε το λόγο της παρουσίας τους εκεί αλλά ποιος τον ήξερε τότε ενώ τις συνέπειες του ερεθισμού τους όλοι ήθελαν να τις αποφύγουν.

Οι περί τα ιατρικά αλλά και οι περί τα γλωσσικά γνώστες ας συνδράμουν.

Εμένα δε με ενόχλησαν πότε τα λαιμά μου, παρόλο που τους έδωσα πολλές ευκαιρίες, γιατί όταν ήμουνα μωρό ασαράντιστο μου έκανε η γιαγιά μου το πατσούνι και τις πήγε στην πάντα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

πολυδοντιά (η)

Στα Χιώτικα σημαίνει την (αναλογικά) μεγάλη παρουσία ατόμων με συνέπεια την μεγαλύτερη ή/και ταχύτερη κατανάλωση τροφίμων.

Η ετυμολογία προφανής.

- Καλά, ψουνίζεις ξυλάγγουρα; Τι εγίναν(ε) τα δικά σου; Οι ποντικοί στα φάανε;
- Ήπεσε πολυδοντιά. Ήρτενε η κόρη με το γαμπρο και τα εγγόνια...
- Καλως τα δέχτηκες κι έ (μ)πειράζει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άλλο ένα σχόλιο πού έγινε λήμμα

Μικρασιάτικο μαντζούνι (αν και δεν πινόταν) για την ωτίτιδα.

Την έφτιαχνε κι η γιαγιά μου. Έσκαβε στην αυλή ή σε χωράφι να βρει φωλιές από ποντίκια με νεογέννητα (που είναι ροζ ακόμα, με μαλακό δέρμα, και θυμίζουν μικροσκοπικά γουρουνάκια με τα δύο παράλληλα ρουθούνια), τα μάζευε και τα έβαζε σ' ένα εικοσιπενταράκι (μπουκαλάκι 25 δραμιών= 80 γρμ) με λάδι και τα έβαζε δίπλα στο καντήλι για καμιά 40ριά μέρες (έπαιζε και η «μαγική» σημασία των 40 ημερών, έπαιζε και το αγιωτικό του καντηλιού ) μέχρι που και με τη βοήθεια της ζέστης του καντηλιού έλιωναν και γίνονταν όλο μαζί ένας πολτός και ήταν γιατρικό για την ωτίτιδα με άριστα αποτελέσματα (ισχυρίζεται η μάνα μου). Λένε πως ερχόταν και της τηνε γυρεύανε να στάξουνε στα πονεμένα αυτάκια των παιδακιών.

Τί φάρμακα και γιατροί και αηδίες... Δεν του στάζεις λιγάκι ποντικαλοιφή να του περάσει μέχρι αύριο... το πουλάκι μου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μια στρογγυλή (ωοειδής) πέτρα, συχνά βότσαλο, που την έβαζαν στα κοτέτσια, για να συνηθίσουν οι κότες στο κλώσημα, χωρίς να σπάσουν το κανονικό αυγό, ή όταν τους το είχαν πάρει.

Συνεκδοχικά κάτι μικρό στρογγυλό και σκληρό (δηλ. ό,τι έχει τις ιδιότητες του πρόσβολου).

Πιθανώς ίδια ρίζα ή και έννοια με το πρέσβελο.

  1. Στο Animal Planet έδειξε ένα φίδι που μπήκε στο κοτέτσι κι έφαγε το πρόσβολο.

  2. Σφιγγόμουν μιάν ώρα κι έβγαλα ένα πρόσβολο.

  3. Σαν πρόσβολα μου γινήκαν απ' το κρύο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην παλιότερη σλανγκ των μαστόρων (και όχι μόνο), ρολόγια ονομάζονται (ονομάζονταν) όλα τα όργανα μέτρησης (μανόμετρα, αμπερόμετρα κ.λπ.), ακόμα και το ταχύμετρο και το στροφόμετρο λόγω του στρογγυλού σχήματος και του δείκτη τύπου βελόνα που άμεσα παρέπεμπε στο ρολόι - μετρητή χρόνου.

Πρβλ το ρολόι του νερού και το ρολόι της ΔΕΗ, που λέγονται ακόμα.

Το ρολόι της ΔΕΗ γιατί το λέμε ρολόι αφού δεν είναι στρογγυλό και δεν έχει δείκτες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία