Στη ναρκοσλάνγκ, ο τύπος ή το μέρος που μπορείς να βρεις ή/και να προμηθευτείς ό,τι βάλει ο νους σου (θεωρητικά) από τα είδη ναρκωτικών που κυκλοφορούν. Συνήθως αυτός ή εκεί που υπάρχει κάποια ποικιλία γιατί σπάνια έως ποτέ δεν τα έχει κάποιος όλα.

-Λέω να φύγω για κάνα μήνα κάμπινγκ στη Ίφκινθο και πρέπει να ψωνίσω τίποτα, έχεις καμιά καλή άκρη;
-Tράβα στο Τζίμακα, αυτος είναι φαρμακείο. Ό,τι γουστάρεις τό 'χει.
-Και οι ξήγες του, λένε;
-Όπως σε κόψει...

«Με περνάει μια βόλτα από τό Σύνδεσμο... μαλάκα φαρμακείο εκεί μέσα... χόρτα, σκόνες, χάπια... Τα πάντα όλα! Τρόμαξα να βγω...»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο κύλινδρος και η κεφαλή του σε αερόψυκτους δίχρονους κινητήρες μοτό, που θύμιζε κουκουνάρι με τις μεγάλες ψύκτρες.

Βλέπεις ολόκληρη κουκουνάρα λες κι είναι δυόμισι, κι από μέσα πενηνταράκι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Στην αρχαία ταξιτζήδικη σλανγκ, το αγώι.

  2. (παίρνω) κούρσα (+ πληθυντικός), παίρνω παραμάζωμα, συλλήβδην αλλά και διαδοχικά, αναλόγως το αντικείμενο στον πληθυντικό.

1α. 'Εχω μια κούρσα για αεροδρόμιο και μετά σχολάω.

2α. Καβάλησε πεζοδρόμιο και πήρε κούρσα τα τραπεζάκια μέχρι το περίπτερο.

2β. Μπήκε λιώμα στο μαγαζί και ήθελε να πάρει όλα τα κορίτσια κούρσα.

Μετά το πρώτο λεπτό. (από Khan, 26/11/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η χιώτικη εκδοχή του πανάθεμα (πανάθεμά σε, πανάθεμά τον κλπ). Πιθανόν κάτι σαν την Παναχαϊκή στο γαμώ την Παναχαϊκή μου...

  1. Από εδώ (την μόνη αναγραφή στο νέτι από Χιώτη προφανώς)
    Aimilios Serafeim diavaste kala prin bgalete sxolia! panagkasma sas.

  2. Πανάγκασμά σε, δε με λυπάσαι...
    Παντελής Θαλασσινός, όταν τραγουδά στη Χίο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πούστης (λέγεται παρουσία μικρών για να το καταλάβουν χωρίς τη χρήση της «κακιάς» λέξης). Προφανής ο συνειρμός από το ομώνυμο εργαλείο.

Αντώνυμο (στο περίπου και υπό τις ίδιες συνθήκες): μαρκαδόρος (και καλά μεγάλος, χοντρός και γράφει ανεξίτηλα).

Τον περνάς για μαρκαδόρο, αλλά είναι ένας μολυβοξύστης φοβίσιμος.

(από Khan, 16/11/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επιπλήττω, κατσαδιάζω, κάνω παρατήρηση.

Ηρθε ο γείτονας και μου την είπε γιατί πάρκαρα μπροστά στό σπίτι του.

Πρόσεχε ρε μαλάκα πώς βάζεις τα σερβίτσια, θα μας την πούνε (οι πελάτες, το αφεντικό - γενικά).

Κάθε πρωί έρχεται και μου τη λέει για το γραφείο μου, οτι ειναι λέει ακατάστατο, οτι αφήνω σημαντικά έγγραφα φόρα παρτίδα, μου γαμάει τη μέρα και φεύγει.

Η έννοια σας δέν είναι να γίνει η δουλειά σωστά, αλλά να μη σας την πούνε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Eιρωνικά-περιπαιχτικά ο αλλοίθωρος στη Χίο (από τον ΝΔ άνεμο;;).

- Εσένα μιλούσε, εμένα κοίταζε, ο γιατρός. Μπάς και μού την πέφτει;
- Slow the eggs... Γαρμπής είναι. Την άλλη φορά θα κάτσουμε ανάποδα να δείς που θα κοιτάζει το παράθυρο...
- Νοστιμούλης πάντως...
- Ίσα μωρή!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλαιομαμαδίστικη έκφραση (σε περιορισμένη πιά χρήση) για την πίπίλα. Υποθέτω ηχομιμητικό από το μπου-μπου του ταπωμένου στόματος του μωρού. Συνώνυμο (επίσης παλαιομαμαδίστικο) η σώπα -που το κάνει να σωπάσει.

  1. Πέντε χρονώ γα(ϊ)δούρι κι ακόμα με τη μπουμπού στο στόμα...

  2. Πάρε τη μπουμπού να μη γ(κ)ρινιάζεις (Προχωρά κατεβάζοντας αργά το φερμουάρ του παντελονιού).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στη ναρκοσλάνγκ (ιδίως την παλιότερη) το ξεροτσίμπουκο είναι τρόπος καπνίσματος χασίς σε πίπα, παρόμοιος με το κάπνισμα του (νεότερου) κρακ, κατ' αντιδιαστολή με την υγρό ναργιλέ. Επίσης και το σχετικό εργαλείο.

Θεωρείται ότι έχει καλύτερο και ταχύτερο άκουσμα, γιατί το χασίσι μπαίνει σκέτο χωρίς την ανάμειξη με καπνό.

Το πρόθεμα ξερο- έχει να κάνει και με τη ξηρότητα - καϊλα που αφήνει στο στόμα και το λαιμό.

  1. Να κάνουμε πρώτα δυο ξεροτσίμπουκα να την ακούσωμε, και μετά στο δρόμο κι ένα τσιγάρο (ενν. μπάφο) για το ξεγάνιασμα.

  2. Τσιμπάει ένα σπιρτόκουτο κι ένα κομματάκι αλουμινόχαρτο και σε δυο λεφτά σκαρώνει ένα ξεροτσίμπουκο σένιο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην παλιότερη σλανγκ των μαστόρων (και όχι μόνο), ρολόγια ονομάζονται (ονομάζονταν) όλα τα όργανα μέτρησης (μανόμετρα, αμπερόμετρα κ.λπ.), ακόμα και το ταχύμετρο και το στροφόμετρο λόγω του στρογγυλού σχήματος και του δείκτη τύπου βελόνα που άμεσα παρέπεμπε στο ρολόι - μετρητή χρόνου.

Πρβλ το ρολόι του νερού και το ρολόι της ΔΕΗ, που λέγονται ακόμα.

Το ρολόι της ΔΕΗ γιατί το λέμε ρολόι αφού δεν είναι στρογγυλό και δεν έχει δείκτες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία