Το καθένα από τα μικρα κομματάκια στα οποία τεμαχίζεται η σοκολάτα, το ψημένο ντε, για να αναμιχθεί με τον καπνό σε τσιγάρο, μπάφο, γεμιστάκι, ναργιλέ, ή να καταναλωθεί σκέτο σε ξεροτσίμπουκο. Η μεταφορά είναι προφανής λόγω μεγέθους και χρώματος που παραπέμπουν στο γνωστό παρασιτικό έντομο.

Σπάω σε ψύλλους (να μη συγχέεται με το σπας ψύλλο): η διαδικασία κατακερματισμού με το νύχι του προς πόση τεμαχίου.

Άμα σε πιάσουνε με κάνα ψύλλο
και σε σαπίσουνε στο ξύλο,
don't worry, be happy...

(από Khan, 12/05/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σπασμένη πρέζα ή σπασμένη κόκα, η νοθευμένη με διάφορες άλλες (από στρυχνίνη, καφεΐνη, κοπανισμένα χάπια... μέχρι σοβά) σκόνη.

Αντώνυμο της καθαρής.

Σπάσιμο της Χ με Ψ (η νόθευση της Χ της με Ψ).

(Σ.σ. Εκλιπόντες σλάνγκοι θα έκαναν ολόκληρη διατριβή περί νοθείας και αποτελεσμάτων κατά περίπτωση. Εγώ ως εδώ μπόρεσα...)

  1. Κατα το σπάσιμο και το άκουσμα (ναρκοπαροιμία).

  2. Σπασμένες είναι όλες (οι πρέζες), η καθαρή σε στέλνει μια κι έξω.

  3. Η σπασμένη (κόκα) με στρυχνίνη χτυπά στο στομάχι. Η καφεΐνη τσιτώνει παραπάνω κι έχει άλλη πίκρα (στο στόμα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το χαρτί που ήταν κολλημένο στην πίσω μεριά του χρυσόχαρτου στα πακέτα τσιγάρων «κασετίνα», λείο και στιλπνό σαν λαδόχαρτο (για να μην απορροφά την υγρασία από τον καπνό του τσιγάρου), λεγόταν στράντζα.

Δεν φαίνεται να έχει ετυμολογική σχέση με το αντίστοιχο εργαλείο, όποτε εικάζω οτι ήταν παραφθορά του στρατσόχαρτου > στραντζόχαρτο > στράντζα.

- Πριν κυκλοφορήσουν τα «χαρτάκια», στρίβαμε (ενν. μπάφους) με τις στράντζες και τις κολλούσαμε με γάλα ζαχαρούχο.
- Και δε σας γαμούσε τα λαιμά;
- Και τα λαιμά μας μας γαμούσε και τα μάτια μας πέταγε τόσο που λέω πως την ακούγαμε πιο πολύ από τη στρά(ν)τζα παρά από το σταφ. Για καυτές ούτε λόγος...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το πατσούνι, του οποίου την ετυμολογία αγνοώ, ήταν μια μικρασιατική πρακτική "ιατρική" μέθοδος πρόληψης της αμυγδαλίτιδας.

Όταν γεννιόταν το παιδί και πριν σαραντίσει, μιά έμπειρη γυναίκα έβαζε τα δάχτυλα μέσα στο λαιμό του και του "πατούσε" τις αμυγδαλές που πήγαιναν στην άκρη (ίσως και να πλακούτσωναν ή να ψιλοατροφούσαν) οπότε μεγαλώνοντας το παιδί δεν επρόκειτο να του ερεθιστούν με τις γνωστές συνέπειες (πόνοι, πρήξιμο, πύον πυρετός κλπ). Αυτό βέβαια ακύρωνε το λόγο της παρουσίας τους εκεί αλλά ποιος τον ήξερε τότε ενώ τις συνέπειες του ερεθισμού τους όλοι ήθελαν να τις αποφύγουν.

Οι περί τα ιατρικά αλλά και οι περί τα γλωσσικά γνώστες ας συνδράμουν.

Εμένα δε με ενόχλησαν πότε τα λαιμά μου, παρόλο που τους έδωσα πολλές ευκαιρίες, γιατί όταν ήμουνα μωρό ασαράντιστο μου έκανε η γιαγιά μου το πατσούνι και τις πήγε στην πάντα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άλλο ένα σχόλιο πού έγινε λήμμα

Μικρασιάτικο μαντζούνι (αν και δεν πινόταν) για την ωτίτιδα.

Την έφτιαχνε κι η γιαγιά μου. Έσκαβε στην αυλή ή σε χωράφι να βρει φωλιές από ποντίκια με νεογέννητα (που είναι ροζ ακόμα, με μαλακό δέρμα, και θυμίζουν μικροσκοπικά γουρουνάκια με τα δύο παράλληλα ρουθούνια), τα μάζευε και τα έβαζε σ' ένα εικοσιπενταράκι (μπουκαλάκι 25 δραμιών= 80 γρμ) με λάδι και τα έβαζε δίπλα στο καντήλι για καμιά 40ριά μέρες (έπαιζε και η «μαγική» σημασία των 40 ημερών, έπαιζε και το αγιωτικό του καντηλιού ) μέχρι που και με τη βοήθεια της ζέστης του καντηλιού έλιωναν και γίνονταν όλο μαζί ένας πολτός και ήταν γιατρικό για την ωτίτιδα με άριστα αποτελέσματα (ισχυρίζεται η μάνα μου). Λένε πως ερχόταν και της τηνε γυρεύανε να στάξουνε στα πονεμένα αυτάκια των παιδακιών.

Τί φάρμακα και γιατροί και αηδίες... Δεν του στάζεις λιγάκι ποντικαλοιφή να του περάσει μέχρι αύριο... το πουλάκι μου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία