Η έκφραση έχει επεξηγηθεί σε άλλα λήμματα όπου περιγράφηκε η χρήση της στις 9 μέρες που θέλει ο κώλος να αναρρώσει (επανέλθει, για τους πιο τολμηρούς), καθώς και στη χρήση της όταν κάποιος μας φλομώνει στις μαλακίες.

Επιπροσθέτως αναφέρεται σε χήρες που πηδιούνται πριν σαραντίσει ο άντρας τους (Παράδειγμα 1). Στην νεοελληνική αργκό (Παράδειγμα 2) βρίσκει εφαρμογή όχι μόνο σε προσφάτως χηρεύσασες μόνο, αλλά και σε προσφάτως χωρισμένες, διαζευγμένες κτλ.

  1. - Α την τσουλάρα! Την Πέμπτη ήταν η κηδεία του μακαρίτη, το Σάββατο φασκέλωνε το ταβάνι με τα πόδια η καραπουτανάρα, θεέ μου σχώρα με!
    - Του κώλου τα εννιάμερα του κάνε του μακαρίτη του Γαβρίλη, τσκ, τσκ...

  2. - Τι λες ρε μαλάκα πως είδες τη Κατιάνα να βγαίνει από το γαμιστρώνα με τον Μάνθο! Αφού τη κανονίζει ο ψηλός...
    - Την έστειλε τις προάλλες όταν της έκανε τσακωτή να ντιλάρει κάτι κοκορέτσια στο μπιντέ του πατρικού της μάνας του... Τά 'σπρωχνε στη Σβετλάνα, το Ρωσσάκι, που 'χουν νυχτερινή.
    - Και τώρα πηδάει τον ασφαλιστή του; Του κώλου τα εννιάμερα του κάναν του χοντρομαλάκας....

Χρήση της έκφρασης στο πλαίσιο μπεορραπίσματος (από Khan, 21/03/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ήπια μορφή διαδικτυακού bullying. Το γκουκλ δίνει και τραγούδι από κάποιον Βρεττό-ήμαρτον.

Oso laspi kai na rixnete sto komma,to KKE de to vazete sto xeri!Ti de katalavaineis;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφέρεται συνήθως σε σεξουαλική δραστηριότητα, αλλά μπορεί να πάρει διάφορες μορφές. Μια μάλλον διαδεδομένη σλάνγκικη έκφραση, μετέωρη στα όρια της κυριολεξίας και της μυθοπλασίας.

Έννοιες: Α. Ενεργητική
Β. Τιμωρητική
Γ. Καταστροφική

  1. Και που λες παίρνω το κλειδί από τον ρεσεψιονίστα (κατά το Ατενίστα) και την πάω στο δωμάτιο... Τον πετάω έξω και το ξεφτιλοπούτανο έμεινε μαλάκας.

  2. Θα σου πετάξω το μουνί έξω μωρή ξεφτιλισμένη!

  3. Άσε ρε μαλάκα, μας έχει γαμήσει ο διοικητής, γαμώ το ξεσταύρι του, του παλιόπουστα... Μου 'χει πετάξει το μουνί όξω στην αγγαρεία...
    - Αστονα τον πούστη, σε 62 μέρες λελέ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μαγαζί που εξειδικεύεται στο σπάσιμο πιάτων. Συναντώνται σε τελειωμένες εθνικές, γεμάτα από παθητικούς φορτηγατζήδες.

Θύμιο, λέω μετά το πιατάδικο να χτυπάγαμε ένα τραβελάδικο. Θέλω ένα καλό τράβελο να θυμηθώ τα νιάτα μου πριν πάω με την Βολβάρα Νορβηγία.

Δες και -άδικο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η έκφραση «πέταξα ένα (μ)πούτσο» έχει περάσει εδώ και πολλά χρόνια στη καθομουλουμένη. Το ρήμα πετάω μπορεί κάλλιστα να αντικατασταθεί με τα: ρίχνω (για λιμάνια), τραβάω, ξήγω (για παντελονάτους τύπους), αμόλησα (για Καθαρές Δευτέρες) κοκ.

Ο νεολογισμός προκύπτει στη χρήση του από μια θηλυκή ύπαρξη και μπορεί να αναφέρεται είτε σε ετεροφυλόφιλο (Παράδειγμα 1) είτε σε ομοφυλόφιλο σεξ (Παράδειγμα 2).

Παράδειγμα 1.
-Να σου πω μώρη, αυτόν απο το Φιφτι Σέιντς οφ Γκρέι, το πηδούσες;
-Του τράβαγα ένα μούνι, έτσι για την αλητεία.

Παράδειμγα 2.
-Τασία! Κοριτσάρα μου! Πού έχεις χάθει ρε! Από το Πράιντ έχω να σε δω!
-Όπως τα ξέρεις Βάγγω μου, μου χάλασε το Ζεντ και τρέχω...
-Γαμείς κανά μουνί;
-Ναι μωρέ τραβιέμαι τώρα τελευταία με μια μπιφτεκού, θα της πετάξω κανά μουνί...
-Άει μωρή Λιάνα Κάνελλη! Καλοφάγωτο το τζιβιτζιλάκι σου...

Δες ακόμη: ρίχνω δυο μουνιά, ρίχνω έναν πούτσο, ρίχνω, τρώω, πέφτω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τι να πεις. Μόνο συχαρίκια στον λαϊκό ποιητή που ξεστόμισε αυτή την επική φράση. Την ανέφερε σε διαπροσωπικη κουβέντα στον υποφαινόμενο καθώς περιέγραφε τα αποτελέσματα καυτού σεξ.

Μαλάκα την ξεκώλιασα! Μου ξήλωσε το προστάτη το ξεψώλι! (εδώ συναντάται με παρήχηση για μεγιστοποιήση του οπτικού εφέ του ξεκωλιάσματος)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει κέντρο διασκέδασης.

Στην τρέχουσα αργκό, η κατάληξη -άδικο περιγράφει κατάστημα, δίνοντας παράλληλα έναν πιο λαικό τόνο στον εν λόγω μέρος (βλ. δισκάδικο, πιατάδικο, ελληνάδικο, τραβελάδικο).

Και που λες μικρό μου πουστόνεο, στη πρώτη μου έξοδο σα κωλοφάνταρο κατέληξα σ' ένα ξεφτιλάδικο καμιά πεντακοσαριά μέτρα από το ΚΕΠΒ Θήβας. Και τι να δώ; Ο Τεντόπουλος, το κωλοεπόπι, κερνάει ποτάκι ένα τράβελο που δούλευε στο μαγάζι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η μπαργούμαν, ο θηλυκός μπάρμαν. Η ετυμολογία της λέξης χάνεται στα ντουμάνια και στις θάλασσες αλκοόλ. Φημολογείται ότι προέρχεται από τη λέξη μάνα. Όπως η μάνα θηλάζει τα παιδιά της,έτσι και η μπαρμάνα θηλάζει τους πότηδες και τους ξενύχτηδες. Η μάνα με το βυζί της, η μπαρμάνα με το μπουκάλι της...

Δώσε μου κάτι μπαρμάνα, έχει ξεραθεί το στόμα μου...

Συνδυασμός βυζομάνας και μπαρμάνας. (από Khan, 31/10/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ΙΧ αυτοκίνητο.

Στο χωριό μου στην Αρκαδία (αλλά θαρρώ πως ισχύει για ολάκερη την αθάνατη ελληνική επαρχία) η «κούρσα» αναφέρεται στο ΙΧ αυτοκίνητο αντιπαραθετικά με τα «αγρότικα» αγγλιστί pick-up cars (ή ντάτσουν για κάποιους αθηναίους). Επίσης συναντάται και η «κλούβα» που είναι το κλειστό βανάκι.

Νομίζω ότι παλαιότερα η κατοχή κούρσας προσέδιδε ένα κοινωνικό στάτους στο κάτοχό της κάθως περιέγραφε ένα μέσο αναψυχής και διασκέδασης.

Εεεεεε καμάρ'!!! Ωραίο κουρσάκι! Το κατέβασες απ' Άθηνα; Fabia πήρες γαμώ το ξε...; Για τη δημοσιά (δημόσιος δρόμος) καλό είναι, αλλά στα χώματα θα βρίσκει η μούρη του κάτω καμαράκο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λιωσίδι, ο μονίμως κόκκαλο, είτε από ξίδια είτε από ντρόγκια.

-Έρχεται η Αρλέτα το κλάνιο...
-Κάτσε να το πιούμε μη μας το πιει αυτή...
-Οι μανταμίτσες την κοκκάλιασαν, το άλλο είναι χορταράκι του Θεού...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία