Από μια διαφήμιση της Ηλεκτρονικής Αθηνών, όπου ο Αλέκος ήταν το κορόιδο που είχε πληρώσει ακριβότερα και τον κορόιδευαν οι φίλοι του, έχει μείνει να το λέμε όταν κάποιος πιάνεται κότσος. Αλλά και πιο πριν από την διαφήμιση υπήρχε η έκφραση «κάνω τον αλέκο», που σημαίνει «κάνω την πάπια», (κάνω τον κινέζο, κάνω την κυρία), δηλαδή κάνω επίτηδες τον χαζό. Οπότε ο αλέκος γενικά σημαίνει το χαζούλη, είτε πραγματικό, είτε επίτηδες.

  1. - Έλα Αλέκο, πόσες μέρες είπαμε θα δουλεύεις την εβδομάδα; Πόοοσεεες;;;;

  2. - Έλα Αλέκο, πότε είπαμε θα βγεις στη σύνταξη; Πόοοοοοτε;;;

  3. Επί χρόνια έκανε τον αλέκο και έπαιρνε ως άγαμη κόρη τη σύνταξη του μακαρίτη, ενώ δούλευε κιόλας μαύρα, και τώρα μας κάνει την επαναστάτρια.

(από Khan, 03/11/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το γλειφοκώλι, το υπερβολικό γλείψιμο με κολακίες, ψεύτικους επαίνους και στήσιμο κώλου, αλλά λέγεται και για μέρη και καταστάσεις που είναι κάτσε καλά, πολύ γκλαμουριά και χαϊλίκι. Είναι δηλαδή και επίθετο «κωλομεγλειφάτος».

  1. Με αυτόν τον τρόπο δεν θα πάει και πολύ μακριά στην καριέρα του. Όλοι το βαριούνται το κωλομεγλειφάτο από ένα σημείο κι έπειτα.

  2. Ε, για το πρώτο μας ραντεβού την πήγα σε ένα κωλομεγλειφάτο εστιατόριο, μην με πάρει και για κανά λέτσο.

Στο 0.20 ο Μητσικώστας το λέει μάλλον "κωλομελογλειφάτο". (από Khan, 14/04/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο καραγκιόζης, ο γελοίος, στα ελληνοαγγλικά.

Αυτός ο καραγκιοζοπλέιερ τι βγαίνει και μιλάει συνέχεια; Αφού αυτός φταίει που ήρθαμε εδώ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ευχή για να έχει κάποιος γερό κεφάλι.

Το εύχονται σε εργαζόμενους που κάνουν δουλειά με το μυαλό τους, σε άτομα που έχουν αναρρώσει από παθήσεις σχετικές με το κεφάλι, αλλά και σε άτομα που χρειάζονται καλό μυαλό σε κάποια συγκεκριμένη φάση της ζωής τους.

Το λένε όμως και όχι ως ευχή, για κάποιον που είναι ήδη σιδεροκέφαλος, δηλαδή πεισματάρης, ισχυρογνώμονας. Στο ποδόσφαιρο και για παίκτες που αντέχουν τις άγριες κεφαλιές, κυρίως τερματοφύλακες.

  1. Του λέγανε όλοι «σιδεροκέφαλος» του υπουργού κι αντί να πάει καλύτερα στην υγεία του τον μάτιαξαν!

  2. Άντε Γιάννη σιδεροκέφαλος! Ελπίζω τώρα που παντρεύτηκες να ξεχάσεις τις γυναίκες στο γραφείο.

  3. Με τέτοιο σιδεροκέφαλο τερματοφύλακα πώς να μη νικήσουμε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κλασική παραγγελία στα σουβλάκια. Το απόλα είναι πλέον μία λέξη όπως το παρόλο, το μολονότι κτλ. Ή όπως λέμε πουτανασγιός.

Πιάσε μια με απόλα ρε μάστορα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πρέζα, η ζουζού.

Ψάχνει για τη ζούζα του, να στανιάρει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτό που είναι πολύ καύλα, καυλέ.

Το μωρό φορούσε μια άσπρη μπότα καυλέξ μέχρι πάνω από το γόνατο και κουνιότανε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν μας τρώει ο κώλος μας κυριολεκτικά, ή όταν μας τρώει ο κώλος μας μεταφορικά και θέλουμε να αποτολμήσουμε κάτι, και δεν καθόμαστε στα αυγά μας.

Πήρε το πτυχίο, πήρε και το Μάστερ, τώρα γιατί την έχει πιάσει κωλοφαγούρα να πάει και στην Αγγλία να σπουδάσει, δεν μπορώ να καταλάβω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το άγριο μπινελίκωμα, το άγριο βρισίδι με το οποίο περιλούζεις κάποιον.

  1. Προσπάθησα να διαβάσω και τα σχόλια, αλλά δεν άντεξα τόσο σκατοψύχι και κάπου σταμάτησα.

  2. Από το πολύ σκατοψύχι που του έριξαν, ο γέρος δεν μπορούσε να λιώσει στον τάφο του.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μια μυρωδιά όπως η αριστερίλα, αλλά πιο δυνατή.

  1. Πήγα να ανοίξω το άρθρο του, αλλά απέπνεε κομμουνίλα και το ξανάκλεισα.

  2. Όλη η κομμουνίλα του 1980 έχει μετακομίσει στον ΣΥΡΙΖΑ τώρα.

  3. Άσε να μπει και κανάς πατριώτης στη Βουλή, γιατί έχουμε πήξει στην κομμουνίλα.

Κομ-μουνίλα (από Khan, 30/10/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία