Γιοργάδα = το τρέξιμο του αλόγου με σωστό ρυθμό, ο καλπασμός (ίσως από το γοργός).
Γιοργαλίδικο = το άλογο που πάει γιοργάδα.
Μεταφορικά για άνθρωπο που τον έχουν βάλει κάποιοι να δουλεύει.
Να έβλεπες εχθές πως έτρεχε ο Νίκος με το άλογο, το πήγαινε γιοργάδα.
Πάρε αυτό το άλογο, είναι γιοργαλίδικο, θα με θυμηθείς.
Άμα πεις του Νίκου τι να κάνει, μετά πάει γιοργάδα μόνος του.