Η κοιλιά. Μπακ είναι η κοιλιά στα αρβανίτικα.

Άμα τρως θα φτιάξεις μπάκα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει: σημαδεύω. Στον αόριστο: εκόκιεψε.

Εκόκιεψε καλά και το πέτυχε στο φτερό!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ταμαχιάρης, ταμαχιάρα

Κάποιος που τρώει αλλά δεν παίρνει δύναμη, κάποιος που δεν αντέχει στη βαρειά δουλειά, κάποιος που δεν αποδίδει στη δουλειά, το ζώο που δεν είναι αποδοτικό σε γάλα.

Μην τον παίρνεις στη δουλειά, είναι ταμαχιάρης (δεν αποδίδει).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο βάτραχος στα αρβανίτικα.

Άκου πώς φωνάζει ο μπακακάς.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λότζιο είναι ο χώρος όπου τρώει και κοιμάται το γουρούνι (από Μεσσηνία). Μεταφορικά ο βρώμικος χώρος.

Έχει κάνει το δωμάτιό του σκέτο λότζιο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γουρούνα στα αρβανίτικα.

Μεταφορικά, η χοντρή γυναίκα.

  1. Κοίτα τη γριά ντόσα, δε μπορεί να κουνηθεί από το βάρος.

  2. Φάγαμε ψητή γουρνοπούλα, μια ντόσα 300 κιλά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει ανάποδα, αναποδιές.

  1. Από τότε που χώρισα έχω τρομερή γκίνια, μου έρχονται όλα ζερβοδίμιτα.

  2. Εκεί που πάω να ορθοποδήσω λίγο, όλο κάτι γίνεται και μου έρχονται τα πράγματα ζερβοδίμιτα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η μεγάλη πείνα.

  1. (όταν κάποιος έχει πέσει με τα μούτρα στο φαΐ): τον έχει πιάσει μαύρη κράνι.

2.(ευχή για κακό σε κάποιον): κράνι ντε (δηλαδή να σε πιάσει πείνα και δυστυχία).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λούμπα στα αρβανίτικα σημαίνει «λακούβα» στα ελληνικά.

Μεταφορικά «έπεσα σε λούμπα» σημαίνει ότι την πάτησα επειδή κάποιος με κορόιδεψε.

  1. Έπεσα σε μία λούμπα και έγινα λούτσα.

  2. Πρόσεξε μη σου τη στήσουνε και πέσεις στη λούμπα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που κάνει ατιμίες, μεταφορικά ο παμπόνηρος, αυτός που ελίσσεται, διπλωμάτης, ο καταφερτζής.

Ε ρε τρικέρη, την κατάφερες τη γυναίκα σου τελικά να πάτε διακοπές στο χωριό σου για το Πάσχα, και όχι στο γυναικοχώρι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία