Σημαίνει μεταξύ άλλων το δοχείο για το τυρί.

Μεταφορικά σημαίνει το χοντρό άνθρωπο.

  1. Πιάσε ένα κομμάτι από τη βούτα να φάμε.

  2. Ο βούτας έφαγε ένα κιλό ψωμί και ένα κιλό τυρί μόνος του.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει ότι α) κάτι χάλασε, συνήθως για το κρασί
β) έπρεπε να κάνεις κάτι στην ώρα του και πέρασε η ώρα.

  1. Τι έγινε, πώς βγήκε το κρασί;
    - Άστο, πήρε βάγια...

  2. - Πήγες στο ραντεβού;
    - Όχι δε πρόλαβα, άστο πήρε βάγια τώρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

αμή: σημαίνει βεβαίως, αμέ, ναι.

αμή τι: είναι πιό ισχυρό από το αμή ως επιβεβαιωτικό.

  1. - Τι λες , θα έρθεις μαζί για μπάνιο;
    - Αμή!

  2. - Μπήκε ο μισθός, εσύ πληρώθηκες σήμερα;
    - Αμή τί!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει ο άνθρωπος που δε μπορεί να πετύχει κανένα στόχο (μεταφορικά και κυριολεκτικά), δεν ασχολείται με τίποτα, δε προσπαθεί να βρει δουλειά, του αναθέτεις να κάνει κάτι και τα κάνει μαντάρα.

Τι να τον κανεις, είναι ντουφεκαλεύρης, όλη τη μέρα γυρνάει δώθε-κείθε.

Βλ. και τουφεκαλεύρης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τσίφτης στα αρβανίτικα, σημαίνει το γεράκι στα ελληνικά.

Μεταφορικά, ο πανέξυπνος άνθρωπος, τα πιάνει όλα αμέσως.

Είσαι τσίφτης, αητός, τόπιασες με τη πρώτη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει λιώμα στα αρβανίτικα, κυρίως από μεθύσι.

Μπε λιάρδα = έγινε λιώμα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει το λιγδωμένο παλτό (λίγδα + τάμπαρο = λίγδα + παλτό).

Χρησιμοποιείται κυριολεκτικά για άνθρωπο λιγδιάρη, άπλυτο με άπλυτα ρούχα, μεταφορικά όμως χρησιμοποιείται ως βρισιά για κάποιον κάνει απατεωνιές (παρόλο που είναι καθαρός και περιποιημένος στην εμφάνισή του).

  1. Άιντε να μου χαθείς από δω λιγδοτάμπαρο.

  2. Άιντε να κάνεις αλλού αυτά, ρε παλιολιγδοτάμπαρο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει ότι όλα τα πράγματα για κάποιον κυλάνε ομαλά, χωρίς ιδιαίτερης σημασίας γεγονότα στο πρόσφατο παρελθόν, συνήθως χρησιμοποιείται ως απάντηση όταν χαιρετάμε κάποιον και τον ρωτάμε πως τα περνάει.

- Τι κάνεις, πώς τα περνάς; - Εδώ, όπως τα ήξερες, ησυχία, τάξη και ασφάλεια.

(από Khan, 30/12/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει σπάω κάποιον στο ξύλο, κοψομεσιάζω = κόβω + μέση.

Μερικές φορές χρησιμοποιείται για να δείξει υπερβολική κούραση όταν κάποιος σηκώνει βάρος.

  1. Άμα σε πιάσω, θα σε κοψομεσιάσω!

  2. Άσε, σήκωσα το σακί με τις ελιές στην πλάτη και κοψομεσιάστηκα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λέμε σε κάποιον για να επισημάνουμε ότι έχασε πολλά κιλά. Προέρχεται από το ότι κάποιος που χάνει κιλά είναι άσπρος σαν το φεγγάρι που φέγγει.

Σιγά ρε φουκαρά μου,ε ίπαμε να κάνεις δίαιτα, αλλά εσύ έφεξες, το παράκανες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία