Η φράση ψωλή του κόκκορα χρησιμοποιείται επίσης υποτιμητικά/υβριστικά για κάποιον, λόγω του μικρού μεγέθους του πέους του κόκκορα (τουλάχιστον σε σύγκριση με το ανθρώπινο).

Όπως είπε και ο θρυλικός Σοφοκλής, ο Πιτσαδόρος από τα Μέγαρα που πρωταγωνιστεί σε ουκ ολίγες τηλεφωνικές φάρσες, σε έναν φαρσέρ:
«Μουνόπανο, ψωλή του κόκκορα, ξέρεις πόσους κώλους έχω γαμήσει εγώ σαν κι εσένα;!»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επιδίδομαι ενεργητικά σε πρωκτικό σεξ.
Παθητικό: καρφοκωλιάζομαι.

«φέρτε μου έναν φοιτητή να τον καρφοκωλιάσω»
(από το ομώνυμο τραγούδι των The Loutsa Project).

(από protnet, 25/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηριστικό styling μαλλιών, όπου η μακρυμαλλούσα κοπέλα που βαριέται/δε θέλει να χτενιστεί πιάνει τα μαλλιά της έναν προχειρότατο κότσο ψηλά, με αποτέλεσμα να πετάνε σαν τα φύλλα του ανανά προς όλες τις κατευθύνσεις.

Πω, ρε μαλάκα, τι ανανίας ειν' αυτός... Δεν μπορεί να χτενιστεί μια φορά; Είναι πολύ πιο όμορφη με νορμάλ μαλλί!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Περιπαικτικός χαρακτηρισμός άγνωστης προέλευσης / ρίζας για τους ομοφυλόφιλους, αντίστοιχος των πισωγλέντης, συκιάκλπ.

- Καλάαα... Είναι αυτός μία... Μιλάμε για πολύ κουλιντρόκωλο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βρισιά Λαρισαϊκής προελεύσεως, συνώνυμη της πανελλαδικώς διάσημης μαλάκας.

Υπερθετικά: Χατζηκαυλάρας (συνηθέστερο), Καρακαυλάρας.

Πήγε να την πέσει στο μωρό και σκάλωσε... Τι καυλάρας!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Περιπαικτικός χαρακτηρισμός για τον ομοφυλόφιλο άντρα ο οποίος περπατάει καμαρωτός και αεράτος σαν ζαρκάδι.

- Πω-πω, κοίτα μαλάκα, κοίτα τη ζαρκαδόπουστα πώς κουνιέται!

Ομοφυλόφιλος σε στιγμές βουκολικής ευτυχίας. (από patsis, 22/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία