μουφρούζης, -α

Ο/η συνοφρυωμένος/-η που κάνει ναζάκια.

Είναι μουφρούζα σήμερα γιατί δεν τις κάναμε τα χατίρια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η μύτη, κυρίως η μεγάλη.

-Πωπω! Κοίτα ένα γκονιώκο που έχει αυτή!

-Έχει μεγαλύτερη καμπούρα κι από καμήλα ο γκονιώκος του!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Αυτός που καθυστερεί να κάνει κάτι. Ο κουσκουτεύων δηλαδή.

Είναι πολύ κουσκούτης αυτός, δεν πάει να φτιάξει τα δόντια του.

Σταμάτα να κουσκουτεύεις, θα αργήσουμε για την έξοδο μας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ροή νερού από ψηλά.

  1. Μην κάθεσαι κάτω απ' την ρουνιά, θα βραχείς.
  2. Δεν είχα ομπρέλα κι έφαγα ρουνιά στο κεφάλι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία