Ο ομοφυλόφιλος που έχει πολύ αδρά χαρακτηριστικά και γενικά είναι επιθετικός και αρρενωπός.
-Κοίτα τον τύπο με τη χάρλεϊ, όλο σφήνες μου κάνει!
- Φαίνεται αγριόπουστας, μην του κολλάς καθόλου γιατί κινδυνεύεις...
Ο ομοφυλόφιλος που έχει πολύ αδρά χαρακτηριστικά και γενικά είναι επιθετικός και αρρενωπός.
-Κοίτα τον τύπο με τη χάρλεϊ, όλο σφήνες μου κάνει!
- Φαίνεται αγριόπουστας, μην του κολλάς καθόλου γιατί κινδυνεύεις...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ειδικό χαρτί με υπογραφές ή μία υπογραφή προκειμένου ο φαντάρος να βγει από την πύλη και να κυκλοφορεί νόμιμα εκτός στρατοπέδου ως αδειούχος.
Ο μονιμάς δεν δίνει ακόμα τα αδειόχαρτα μέχρι να κάνουμε γόπινγκ σε όλο το στρατόπεδο.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αναφερόταν αρχικά σε αλλαγή ρόλων κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης μεταξύ ομοφυλοφίλων, αλλά σήμερα σημαίνει περιπαικτικά ή χιουμοριστικά την όποια αμοιβαία ανταλλαγή, κυρίως μεταξύ φίλων.
- Αυτό το αμάξι που οδηγάς δεν είναι του Γιώργου;
- Ναι, αυτός πήρε το δικό μου!
- Τι; Αλλαξοκωλιές κάνατε;
Υπάρχει και η έκφραση άλλαξ'ο κολιές κι έγινε βραχιόλι :).
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Χρσιμοποιείται και ως αντιδιαστολή με το αξιολάτρευτη ή αξιαγάπητη. Αν η γυναίκα κριθεί ως αξιολάτρευτη αλλά όχι αξιαγάμητη, σημαίνει ότι είναι εντελώς απορριπτέα.
- Γνώρισα τη Χ, πολύ καλή κοπέλα!
- Αξιολάτρευτη ή αξιαγάμητη;
- Δυστυχώς απλά αξιολάτρευτη!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Mια αρχή που θεωρείται σπουδαία και εντυπωσιακή.
Πρώτο μοίρασμα και απευθείας φλος ρουαγιάλ; Φίλε έκανες αρχή μ' αρχίδια!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δεν σκέφτομαι προτού μιλήσω και λέω το πρώτο που μου έρχεται στο νου, η οποία αποστροφή εκτιμάται ως ανόητη ή προσβλητική ή αδιάκριτη από τον συνομιλητή.
-Άσε, ξεχάστηκα και πέταξα ένα άκυρο χθες μπροστά στην κοπέλα μου για την πρώην μου και τη στενοχώρησα!
-Αφού όταν μιλάς βουτάς τη γλώσσα στον κώλο και όχι στο μυαλό πρώτα, καλά να πάθεις!
Πρβλ. και βουτάω τη γλώσσα στο μυαλό.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αυτός που έχει συνευρεθεί με γαϊδούρι (κυρίως θηλυκό) ή που κατά συνήθεια το πράττει. Εκφράζει απαξία.
Ο Μήτσος είναι στάνταρ γαϊδουρογάμης, κοιτάει τη γαϊδούρα του μες στα μάτια και λιώνει!
Βλ. και γιδογάμης.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Άστα να πάνε, την πάθαμε, αποτυχία, εμφατικό του απλού γάμησέ τα.
- Σε κάλεσαν για συνέντευξη; Όχι; Ούτε εμένα, γάμησέ τα στην κασέτα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Είναι ομοφυλόφιλος.
Συνώνυμα: το πάει το γράμμα, το σηκώνει το σακάκι, βάζει την κρέμα στο παστίτσιο.
Ο Χ το γεμίζει το κανελόνι!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!