- Οπωσδήποτε, χωρίς δεύτερη κουβέντα, σίγουρα.
- Με θράσος, με τσαμπουκά.
1.- Θα νικήσουμε αύριο τη Μονακό στο ποδόσφαιρο; - Στεγνά!
- -Θα δώσεις το μάθημα τελικά; - Δεν έχω ανοίξει βιβλίο, αλλά θα πάω στεγνά κι ό,τι κάτσει!
1.- Θα νικήσουμε αύριο τη Μονακό στο ποδόσφαιρο; - Στεγνά!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Στην έκφραση χωρίς σάλιο ή τους γαμήσαμε ή τους πήραμε χωρίς σάλιο: τους κατανικήσαμε, τους διασύραμε, τους εξευτελίσαμε.
-Πόσο πήγαμε με τη Χ ομάδα;
-Πέντε μπαλάκια ρίξαμε!
-Πω πω φίλε, χωρίς σάλιο!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Είναι ομοφυλόφιλος.
Συνώνυμα: το πάει το γράμμα, το σηκώνει το σακάκι, βάζει την κρέμα στο παστίτσιο.
Ο Χ το γεμίζει το κανελόνι!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
(Από το Μητσοτάκης και Δράκουλας = Μητσοτάκουλας.) Αυτός που προκαλεί υπερβολική ατυχία στους άλλους, ο υπερβολικά γκαντέμης. Λέγεται και σκέτο Μητσοτάκης.
- Ρε Μητσοτάκουλα, ήρθες και όλο ασσόδυα φέρνω! Φτου, φτου σκόρδα, ξορκισμένος με τον απήγανο!
- Είμαι τελείως Μητσοτάκης, μόλις έφτασε η σειρά μου τελείωσαν τα εισιτήρια!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
(Yβριστικό): ο πολύ άσχημος άντρας.
- Τι κοιτάς ρε ψωλομούρη;!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
(μεταφορικά) Επιπλήττω σφοδρά κάποιον, τον βάζω στη θέση του.
Επίσης: χεστήκαμε (αγρίως ή πολύ άσχημα) με κάποιον = βριστήκαμε αμοιβαία, τα σπάσαμε, μαλώσαμε, παρεξηγηθήκαμε.
Τον πήρα τηλέφωνο και τον ξέχεσα άγρια γι'αυτό που έκανε!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Κείμενο που επιπλήττει σφοδρά.
- Έστειλα ένα χεστήριο μέιλ στην εταιρία κινητής τηλεφωνίας και πιστεύω δεν θα με ξαναενοχλήσουν!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δυσκόλεψαν οι συνθήκες, αντιμετωπίζουμε προβλήματα, πιεζόμαστε πολύ, εργαζάμαστε πυρετωδώς, τρομάζουμε. Βάζω στη θέση του κάποιον.
Στη φράση «Να σφίξουν λίγο οι κώλοι»: για να σοβαρευτούμε λίγο, να σταματήσει ο χαβαλές, να δουλέψουμε.
Συνώνυμο: πάθαμε κωλοσφίξιμο.
(Μπορεί να συνοδεύεται και από μία χαρακτηριστική χειρονομία ανοιγοκλεισίματος των δακτύλων του δείκτη και του αντίχειρα)
Βλέπε και τα κεφάλια μέσα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
(μεταφορικά) Το πολύ μικρό σπίτι, συνήθως παλιό και σκοτεινό.
Απορώ πώς μένεις σε τέτοια κωλοτρυπίδα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο τύπος του κάγκουρα -βλέπε λήμμα- που παρεπιδημεί στην Κρήτη. Χαρακτηριστικά:οδηγεί μηχανάκι, συνήθως παπί βελτιωμένο (κωλοφτιαγμένο) χωρίς εξάτμιση -ή με πυροσωλήνα-, χωρίς καθρέφτες και κράνος. Έχει λάστιχα πολύ μικρά στον πίσω τροχό για να τρέχει πιο γρήγορα, νικελωμένο πλαίσιο και δισκόφρενα μπρος-πίσω. Έχει προσβλητική / υποτιμητική σημασία, ιδίως στη φράση «φύγετ' από δω κωλόσβουροι!»
Ηλικία: από 12 έως 20 max
Στάση οδήγησης: σε παπί, με το δεξί μόνο, το αριστερό χέρι παράλληλα, κολλημένο στο σώμα.
Τρόπος οδήγησης: πάντα μαζί με άλλα τρία τέσσερα μηχανάκια, κάνουν σφήνες, σούζες, κόντρες μεταξύ τους και με οτιδήποτε άλλο όχημα είναι εκείνη τη στιγμή στο δρόμο, δεν σταματούν για κανέναν λόγο (πχ. πεζός, γέρος κλπ), προσπερνούν από δεξιά, «γράφουν» στην άσφαλτο με φρεναρίσματα.
Σκοπός ύπαρξης: κανένας συγκεκριμένος, να κάνουν φασαρία με γκαζιές και εξατμίσεις, κατά προτίμηση βραδινές ώρες και μέσα σε στενούς δρόμους, και να ενοχλήσουν τους μεγαλύτερους.
Είναι εύθικτοι στις παρατηρήσεις και βάζουν καυγά αν είναι σε αναλογία 5 σβούροι προς 1 και πάνω.
υποκοριστικό: σβουράκι, το, σβουράκια, τα
συνώνυμο: κωλόσβουρος
η κοπέλα τους, που κάθεται πολλές φορές πίσω στη σέλλα: σβουρογκόμενα
- Σε αυτό το μαγαζί δε λέει να κάτσει κανείς έξω γιατί περνάνε συνέχεια κωλόσβουροι και κάνουν φασαρία!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!