Ο πολυγαμημένος και ταλαιπωρημένος γυναικείος κόλπος, ο οποίος από τα πολλά πουτσίδια έχει ανοίξει και έχει χαλαρώσει σαν ξεφούσκωτη σαμπρέλα. Ο όρος χρησιμοποιείται και απαξιωτικά για τη γυναίκα που αλλάζει συχνά εραστές.

  1. Τι να γαμήσω ρε Γιώργο από τη γυναίκα μου πλέον; Σα σαμπρέλα είναι το μουνί της!

  2. Μ' αυτή τη σαμπρέλα πήγες και παντρεύτηκες; Νά μαλάκα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που συστηματικά και αφιλοκερδώς επιδιώκει να γλείψει ανδρική ψωλή.

Κρατάει τεφτέρι με ποσοτικές και ποιοτικές μεταβλητές κάθε ψωλογλειψίματος - μήκος, πάχος, αριθμός φλεβών, αριθμός εκτονώσεων, όγκος εκσπερμάτωσης, χρώμα, γεύση, ιξώδες και pH. Αν σπουδάζει τα στοιχεία θα τα χρησιμοποιήσει για το διαδακτορικό με θέμα «Το Αποχυσευτικό Σύστημα από το Βυζάντιο έως σήμερα». Τέλος αν του χρωστάς χρήματα μπορεί να ξεχρεώσεις αφήνοντάς τον να σε τσιμπουκώνει. Για να μη σε εκμεταλλευτεί ασύστολα καλύτερα να υπογράψεις κάποιας μορφής «τσιμπουκογραμμάτιου» μαζί του.

Γιώργο πρόσεξε όταν μένετε μόνοι στη βιβλιοθήκη για διάβασμα. Είναι μεγάλος ψωλογλύφος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Θρυλικός βοσκός σε κάποιο ελληνικό νησί ο οποίος ήταν μακροβιότατος και το γεννητικό του όργανο, κατά μαρτυρίες πολλών ανδρών και γυναικών, έφτανε σε χαλαρή κατάσταση έως το γόνατό του. Είχε αλλάξει αρκετές φορές συζύγους, καθώς αυτές έφευγαν έντρομες όταν το αντίκριζαν σε στύση.

- Πω πω Ευδοκία μου τι πούτσα έχει ο Γιάννης μου!
- Ναι; Σαν του Γιαγκούλα;

(από Khan, 05/12/14)(από Khan, 05/12/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Κυριολεκτικά το γεννητικό όργανο της προβατίνας. Μεταφορικά απαξιωτική φράση για το γυναικείο αιδοίο. Δίνει την επιπρόσθετη εικόνα του ξεχυλωμένου, του κρεμάμενου, του πολυχρησιμοποιημένου γυναικείου γεννητικού οργάνου.

Κοίτα τα αρνιόμουνα που θέλουνε τραγόπουτσες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Αυτή που αρέσκεται στο να γλείφει τους ανδρικούς όρχεις.
  2. Μεταφορικά αυτή που για να ανέβει κοινωνικά/οικονομικά είναι ικανή να κάνει και αυτή την πράξη.
  1. Τι αρχιδογλείφτρα αυτή η Γραμματική ρε συ Μήτσο!.
  2. Έγινε διευθύντρια με απολυτήριο λυκείου η αρχιδογλείφτρα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το αουτσάιντερ που τη βγαίνει σα γενικός γαμάουα και κατατροπώνει τους γλειφτοσπασίκλες με τα κουστούμια και το καρέ μαλλάκι. Διαβασμένος, εμπεριστατωμένος, αγέρωχος - μιλάει και οι υπόλοιποι ανοίγουν βιβλία για να καταλάβουν τι λέει. Είναι ο μοναχικός καβαλάρης που εκδικείται για το λαό κάνοντας ακόμα και σκληρό σεξ σε όποιον/όποια του αντισταθεί.

- Πω, πω δεν του κουνήθηκε κανένας στη συνέλευση της πολυκατοικίας.
- Μεγάλος βαρουφάκ παιδί μου...

(από Khan, 03/03/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτή που έχει ψύχωση με τις πίπες.

Σπίτι της έχει αφίσες με πίπες από γνωστές πορνοταινίες, ενώ έχει και πλήρη κατάλογο με το στοματικό σεξ σε διάφορους λαούς στην αρχαιότητα. Όποιο αρσενικό μπαίνει σπίτι της τσιμπουκώνεται πάραυτα και χωρίς ενδοιασμούς. Κολπικό σεξ δεν κάνει. Κοιμάται με την ψωλή στο στόμα, αντί για το κλασσικό δάχτυλο, και εν ελλείψει της τοποθετεί κατάλληλα έναν δονητή ή ένα καθαρισμένο αγγούρι.

Επειδή είναι φανατική και με την καθαριότητα καθαρίζει πάντα πριν το τσιμπούκι τα ανδρικά μόρια με detol, ενώ μετά την πράξη κάνει γαργάρες με χλιαρό φλασκούνι και σόδα.

- Ρε συ η Σούλα δεν ήθελε να τη γαμήσω. Μόνο πίπες μου έπαιρνε όλη τη νύχτα.
- Καλά ρε μαλάκα δε ρώταγες; Είναι γνωστή πιποχόνδρια.

Cif πριν και μετά το cif. (από Khan, 05/12/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτό που του αρέσει να χύνει σε γυναικεία βυζιά. Κατά μια ευρύτερη έννοια ο γαμάουας που προσφέρει απλόχερα τα «δώρα» του στη γυναίκα.

Αχ, Καλλιόπη μου, μεγάλος βυζοχύσης ο Πάρης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ζαρώνω, συρρικνώνομαι.

- Κοίτα τον ρε πως κατάντησε. Κατσίρντισε.
- Αχ που να στα λέω Δόμνα μου. Η πούτσα του Κυριάκου μου κατσίρντισε καλά-καλά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά αυτός που από την απλυσιά βρωμάει η ψωλή του. Μεταφορικά κάτι μεταξύ ύπουλου και αρχίδα.

- Πο πο, κόντεψα να ξεράσω όταν γδύθηκε Μάγδα μου. Τι βρωμοψώλης αυτός ο Μάνος.

- Νομίζει οτι θα μου φάει το σπίτι ο βρωμοψώλης!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία