Κάτι που δεν ακολουθεί τους κανόνες γενικώς. Γλωσσικά, ο,τι δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, τουλάχιστον με ομοβροντία, ομοψυχία, ομοφωνία και όλα αυτά τα σχετιζόμενά τους, έστω κι αν το γλωσσικό κριτήριο μιας ομάδας ομιλητών δεν παραβιάζεται και έτσι αποδέχεται τον νεωτερισμό - νεολογισμό κι έτσι γι' αυτούς δε θεωρείται φάουλ. "Γιου φαουλ"? Μπορεί όμως να υπάρξει σύγκρουση μεταξύ των αποδεκτών και των πιο συντηρητικών σε ο,τι καινούργιο. Ή, μπορεί να είναι κάτι τόσο ξένο από την εμπειρία κάποιου που όσο ανοιχτόμυαλος και να'ναι δεν μπορεί να το αποδεχτεί ακόμα. Κάποια πράγματα άλλωστε πρώτα πρέπει να χωνεύονται. Αν και το φάουλ είναι όρος που εξοικειωθήκαμε τα ελληνόπαιδα μέσα από τα γήπεδα των αγώνων ποδοσφαίρου και την αγγλική τους ορολογία, αφού η μαμά του σύγχρονου αθλήματος θεωρείται η Αγγλία, η λέξη φάουλ είναι γερμανογενής από την εποχή που τα αγγλικά ήταν γερμανική σαξονική διάλεκτος (εξ ου και το χαρμάνι των αγγλοσαξόνων ύστερα) και είναι από την προίκα της ινδοευρωπαϊκής πρωτογλώσσας και ομόρριζη του "σφάλλω" (λατ."fallo", το σύμπλεγμα "sf" στις περισσότερες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες του ευρωπαϊκού χώρου απλοποιείται, με εξαίρεση την ελληνική). Επίσης, παράγωγο ρήμα είναι το "fool" στα αγγλικά, δηλαδή το ξεγελώ και αναλόγως τη σύνταξη, το κοροϊδεύω, πιάνω κάποιον κορόιδο.


- Άρχισες πάλι ρε μαλάκα τα κουλά σου και θα κάψουμε καμιά φλάντζα, να 'ουμ'.
- Μην είσαι γκέι, ρε, αφού σου είπα, μ' αυτά τα λάδια δεν έχει φόβο.
- Κι εμένα πάλι μου φαίνεται πως αυτό που κάνεις είναι φάουλ και θα σε χέσουν πάλι σε καμιά εθνική.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πολύ πολύ σταρ, αυτός που τον έχει φάει το σταριλίκι (και ο Star στις παλιές καλές παρακμιακές και κατινίστικες εποχές του απογευματινού του δελτίου, του δήθεν νεανικού και αντικαταθλιπτικού, με μπόλικη φόλα του εγχώριου σταρ σύστεμ - αν υποθέσουμε πως υπάρχει κάτι τέτοιο) κι έχει καταλήξει σε υπερτροφικό βαθμό ναρκοληπτικό ζόμπι που το κυνηγάει ο πυρηνικός καταρράκτης από τους προβολείς και τους προσβολείς του.

Είναι μορφή, κινείται στα όρια της καρικατούρας, προκαλεί ανοχές, ήθη και αισθητική, γίνεται γκροτέσκος και κιτς, συνήθως όμως βρίσκεται καλά καθισμένος στ' αυγά του, πάνω στο ροζ του συννεφάκι και υπακούει σαν καλό παιδί αυτά που του υποδεικνύουν οι μανατζαρέοι του, για να βγάλουν φράγκα εις βάρος του, όσο περνάει η μπογιά του, με κείνον βιτρίνα, πράγμα που εξαρτάται από το σοκ του καρακιτσαρίστικου ντου του.

Κατ' εξοχήν σταρούμπες έβγαλε και βγάζει η εκμπομπή της Πάνιας που πάντα είναι η ίδια όσο κι αν αλλάζει ονόματα ή και κανάλια. Δεν είναι σπάνιο πια, και κάποιο άτομο, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο στοιχείο ή κουσούρι, ή κάποια βαρεμένος τέλος πάντων από γλάστρα σε εκπομπή, λόγω κοννέ να αναδεικνύεται σε σταρούμπα, βλέπε Σπυροπούλου που άφησε το Τζόκερ για να πιάσει το θείο (κάτι ξέρει αυτή). Το υπερβολικό όμως φθείρει και δε θέλει και πολύ το υπερθετικό να υποπέσει στην υποκατηγορία της σταρλέττας. Απολαύχτε.
Φρικηπαίδεια. Έθνος.

  1. Στο "ό, τι νά'ναι" του Σκάι, μια σατιρική τους εκπομπή με αφορμή τα 25 χρόνια ιδιωτικής τηλεόρασης, παρελαύνουν στους σχολιασμός και ο Βας Βας, παλιά σταρούμπα της Πάνιας.
    2.- Φρύδια, νύχια και μαλλιά... Κι έτσι θα τον τρελάνω, τώρα τις γιορτές!
    - Αχ, μωρή! Ναι, καλέ! Άι στο δγιάλο, μπάζο, που θες να μου το παίξεις και σταρούμπα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι μεγάλα, είναι βαριά και πολύ ιστορικά. Και πώς αλλιώς για να αντιταχθούν σε μιλούνια Πέρσες, με προδιασμένο το αποτέλεσμα, συν την προδοσία του Εφιάλτη και να γίνεται η θυσία μόνο και μόνο ως ζήτημα τιμής και ελευθερίας που σαν κι αυτήν δεν έχει; Γιατί χωρίς αξιοπρέπεια η ζωή δεν παλεύεται. Αν είσαι τόσο δυνατός σαν το Λενίδα οφείλεις να τα δίνεις και να τα παίρνει ο άλλος. Αν όμως είσαι σε δυσμενή θέση, τα παίρνεις εσύ, πράγμα καθόλου ευχάριστο γιατί αυτό δηλώνει μεγάλη απογοήτευση από αυτά που ήθελες να κάνεις και δε βγήκανε, συν του ό,τι είναι δύσκολα τα συγκεκριμένα στο κουβάλημα. Χώρια το ξεφτιλίκι που θα ζεις μ' αυτό, μέχρι να τ' αντέξεις και να σου περάσει, να μην σε σκοτώσει, να σε κάνει πιο δυνατό για να δεχτείς το επόμενο που πάλι θα δοκιμάσει τα όριά σου, με μπόλικη δόση αμελέτητων φυσικά. Αντί για την έκφραση "τα τρία μου' ή 'τα τρία του", αναλόγως αυτόν που βρίσκεται σε θέση υπεροχής, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δώσει μια εσάνς πιο γκράντε, με μεγάλες δόσεις τεστοστερόνης, κυριαρχίας, ανωτερότητας και αρχιδίλας. Έτσι, για να φτιαχνόμαστε ή να χαλιόμαστε περισσότερο και να τη βρίσκουμε ή να τη χάνουμε.


1. - Άσε, ο Μάκης πολύ κωλόφαρδος. Στάνταρ το πέρασε το μάθημα και αυτήν τη φορά με αντιγραφή! Ενώ εμείς και που διαάζαμε τόσες μέρες, μη σου πω τί θα πάρουμε...
- Άσε, ξέρω... Τα τρία του Λεωνίδα. Δε βαρίεσαι... Πάμε να το γλεντήσουμε με καμιά μπυρίτσα. Ό, τι παίρνει κανείς, καλό είναι..
2.- Λέει πως άμα του ξαναπειράξεις την αδελφή του, θα έρθει να σε ξεσκίσει.
- Να έρθει πες του. Τα τρία του Λεωνίδα θα πάρει. Νά'ρθει να τονε πηδήξω και δαύτον.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν μετά από (χοντρή) μακακία, αλλού πήγαινα κι αλλού αυτό με πήγε ένα πράμα, θα έχω μπλεξίματα, φασαρίες, μπελάδες με το να μου γυρεύουν τα ρέστα για το πως και το τι. Ύστερα, επισύρονται φωνές, επιπλήξεις, ειδικά αν αυτό το μεγαλεπήβολο που επιχείρησα το έκανα στα κρυφά και με πιάσουν στα πράσα, λίγο πιο δίπλα απ'τα λάχανα.

Η πλήρης έκφραση, που ακούγεται σπάνια πλέον, είναι συνώνυμη του "την έβαψα" (τη ρίζα;), δηλώνει πως όταν μια βάρκα δεν πάει καλά και μπάζει από παντού νερά, έτσι και μια κατάσταση από λανθασμένους χειρισμούς λόγω παρεμβολής ασταθμήτων παραγόντων, κινδυνεύει να πέσει έξω, να βουλιάξει.


1.- Κοίτα ρε μλκ, τί μου έβαλε το αφεντικό να μηχανογραφήσω μέχρι αύριο. Πιο χαρτούρα, πεθαίνεις, ρε φίλε. - Ωραία, θα κάτσω να σου κάνω παρέα, αλλά μέριασέ τα λίγο να βάλω τον καφέ μου... Ωωωωωχ!
- Όχι, ρε πούστη μου! Τί να σου πω τώρα; Την έκατσα! Τί θα κάνω; Δεν μπορώ να του τα επιστρέψω έτσι...Αχ, Θεέ μου!

2.- Έλα ρε, θα στρίψεις καμιά φορά; Θα τελειώσει το διάλειμμα κι ακόμα! Όλοι οι άλλοι τις κάνετε τις τζούρες σας.
- Τώρα, ρε πρήχτη! Ορίστε, έτοιμος! Θα πεθάνω απ' την αγωνία! Πως δε μας έχουν πιάσει ακόμη...
- Σκάσε ρε, κατσικοπόδαρε! Μονίμως ο νους σου στο κακό...
- Τεκέ το κάναμε δω μέσα, δε βλέπεις; Ντουμάνι!... άμα κάνει ντου καμιά αγγλικού... Και ξέρεις αυτή δε μασάει. Διήμερη, για πλάκα!
- Ρε χαμένοι, τί κάνετε μέσα στις τουαλέττες; Βγείτε όλοι αμέσως έξω! Ορίστε μας, αντράκια μια σταλιά, το τσιγάρο σας μάρανε!
- ΩΩΩΧ! Αυτή είναι! Την κάτσαμε!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάτι γίνεται , κάτι κινείται, κάποια διαδικασία βρίσκεται σ' εξέλιξη, κάτι συμβαίνει κυρίως για καλό. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε καταστάσεις που η απόληξή τους είναι το γκομένιαζμα, ως συνώνυμο του κάνω/ έγινε φάση/ φασώνομαι, ή είμαι καθ' οδόν στο να φασωθώ και ίσως μετά και να κρεββατοκυλιστώ.


1.- Και τί έγινε τελικά με το πόστο σου;
- Παίζει φάση για προαγωγή, αλλά μη φανταστείς, ακόμα στον αέρα είναι.
2.- Τί έγινε χτες με τον Μάνθο στο πάρτυ;
- Άσε...Εκεί που χορεύανε όλοι κι ο καθένας στον κόσμο του απ'τα ξύδια έπαιξε φάση. Άρχισε να βάζει το χέρι του γύρω μου - να, έτσι!- μετά να μου ψιθυρίζει στ' αυτί ότι ήμουν η πιο όμορφη εκεί μέσα, ύστερα να μου φιλάει το λαιμό.. Χυμένοι και οι δυο στον καναπέ, ωστόσο... Χαμός σου λέω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σε κουβέντες σε φιλικές παρέες όπου τέρθω αλλά μέσα δεν μπαίνω, να ξέρειςονοούμενα δίνουν και παίρνουν, οι πλάκες, οι χοντράδες και ο χαβαλές, είναι και ο στερατζής (εκ του stare) που όλη την ώρα καρφώνει το συνομιλητή του ελπίζοντας σε κάτι, κυρίως να τον ψήσει για πλάκα, κάποια έξοδο που θα καταλήξει με χοντρή μαλακία και τέτοια, φέρνοντάς τον σε αμηχανία. Ο άλλος για να ξεφύγει, τινάζεται, απλανεύει το βλέμμα, ατενίζει το κενό και αναφωνεί:"Μη με κοιτάς (εμένα)",μην υπολογίζεις επάνω μου για ό,τι σκέφτεσαι, μη με υπολογίζεις για συμμορίτη, μη με νομίζεις για ρουφιάνο" (αν τον καρφώνει με την κακή έννοια) ή δεν ξέρω και γω τί άλλο άβολο (νίπτει τας χείρας του με κάτι τέτοια, κάνει το κορόιδο). Ανάλογο του "μη μου τα λες εμένα" που σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί η μία έκφραση να αντικαταστήσει την άλλη κυρίως όταν ο ομιλών έχει διάθεση επίπληξης προς το συνομιλητή του. Κατά τα άλλα το πρώτο χρησιμοποιείται για ξεγλίστρημα και αποφυγή εμπλοκής κάπου, το δεύτερο για τσεκάρισμα εμπέδωσης με λίγη ειρωνεία που και που απ' αυτόν που προκαλεί το ξεστόμισμα της έκφρασης.


1.- Πω ρε μαλάκα... Κοίτα πως έγινε το παπί! Όχι ρε πούστη μου, πάλι τα ίδια! Δε νομίζω... (το βλέμμα της τίγρης πάνω στο συνομιλητή)
- Μη με κοιτάς εμένα... Δε θα του το' δινα αν δεν ήσουν κι εσύ μπροστά.
- Σίγουρα ρε;
- Σίγουρα.
- Καλά, πάμε να δούμε τί θα το κάνουμε... Θα με σκοτώσει ο αδερφός μου, σ' το λέω!
2.- Έμαθα για ένα καινούργιο στούντιο, τί να λέμε τώρα. Άλλο πράμα! Κι εκεί τα κορίτσια είναι όλα τα λεφτά. Είσαι;(το βλέμμα του συνομότη)
- Μη με κοιτάς...Καλά...Άμα είναι θα ερθω, αλλά μέσα δεν μπαίνω να ξέρεις. Θα σας περιμένω στο σαλονάκι. Σιχαίνομαι.
3.- Ήθελα να'ξερα ποιος πούστης του το'πε, από που το έμαθε!Βρε μπας και... Μωρή λούγκρα!
- Μη με κοιτάς εμένα, άσε με κάτω!Παράτα με ήσυχο! Εγώ φταίω που ο,τι κάνεις το κάνεις βούκινο στο φβ! Πολύ θέλει ο άλλος, πόσο μάλλον ο ηδονοποστίας, η κουτσομπόλα να βγάλει τη βρώμα... Μαλάκα, εσύ τα φταις ολα και μιλάς κι από πάνω! Εσύ σε έμπλεξες και ζητάς και τα ρέστα! Αφού τα ξέρεις!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ήτοι δε λειτουργώ, δεν επικοινωνώ, δεν αλληλεπιδρώ με το περιβάλλον, δεν επικοινωνώ με τον αφαλό μου και λοιπά από την κούραση στη δουλειά, την εξάντληση από τα ψυχολογικά, το γονάτισμα από το "πρώτη φορά αριστερά τόσο δεξιά", από την πίεση, το γκρούψιμο και την ανάγκαση. Μπορεί να χαροπαλεύω κι όλα. Συνώνυμο του "δε dη bαλεύω", "δεν αντέχω" και γι'αυτό αφήστε με μόνο μου λίγο να ηρεμήσω, να σκεφτώ και να ανασυγκροτηθώ.Να μη συγχέεται με το έχω τη μέρα οφ, δηλαδή τη γκρικλιά για το έχω ρεπό, άρα έχω χεστεί απ'τη χαρά μου που την επόμενη δε θα χρειαστεί να κουνηθώ από το χάραμα - αλλά μια μέρα, τί να σου κάνει, κρατάει λίγο...


- Έλα ρε, Κώτσο, είσαι για κάνα άφτερ μετά; Θα'ναι και τ'άλλα τα παιδιά μαζί.
- Μη με κοιτάς, αφού είμαι οφ, ρε... Λέω να πάω να την πέσω...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο του "εκεί που βγάζεις το ψωμί σου μη βάζεις το καυλί σου" (με το "να"' ως προτρεπτική υποτακτική κι όχι σκέτη προστακτική γίνεται πιο ρυθμικό - έμμετρο), αλλά με την ευρύτερη έννοια., να μην κάμνεις πουστιές στον ευεργέτη σου - αφεντικού σου, που σου δίνει δουλειά ρε φτωχομπινέ ψωριάρη , να είσαι δούλος να δουλεύεις, να μην εργάζεσαι, για να μη σκέφτεσαι τα χάλια της μίζερης ζωούλας σου - τώρα το αν σου δίνει και λεφτά, αυτό είναι άλλο ζήτημα (πουστιές λέγοντας:να του κλέβεις από το ταμείο, να κρατάς πρακτικά με ψεύτικα στοιχεία της επιχείρησης με σκοπό την υπεξαίρεση, να του μαμάς τη γυναίκα, την γκόμενα) και να θέτεις την κεφαλή σου στον τορβά με το πίτερο και μια εσάνς βίβερε περικολοζαμέντε, αλλά για κουτοπονηριά προς ανάκτησιν χαμένου εγωισμού κι όχι εφαρμογή μεγαλεπιβόλου σχεδίου για ανάκτηση χαμένης αξιοπρέπειας (γι' αυτό και το υποκείμενο χέζει εκεί που τρώει και δεν κάνει κάτι άλλο, φέρ' ειπείν να ξύνεται ή να φταρνίζεται , βρε αδερφέ).Τα δύσοσμα αποτελέσματα πλήττουν αμφοτέρους, αλλά λειτουργούν εις βάρος - πάντα! - του δευτέρου, που λίγο του μένει από το να τα φάει κι όλας εκτός από το να τα κάνει, εφόσον όλα τα σημεία οδηγούν σ' αυτόν. Καλή όρεξη και καλό βόλι.

1.-Ουγκ!
- Είντα "ουγκ", μωρέ μαλάκα; Τη φτόνη σου, δεν κατέεις που τηνε θέτεις και που όι;Μη χέζεις εκεί που τρώεις, δεν είπαμενε;
- Ου γκαλά τα κάκαλά μου! Τη φτόνη μου εκάτεχα, τα λιολιά μου δε μπροφύλαξα...
- Όι καημοί σου, τσ' αγιάς σου οικογένειας τα μπαλοταρίσματα, κακοκαιρίσμενε και τα κατήσια σου καμώματα, ανέ δε σε φουρτουνιάσανε!
2.- Τί είναι αυτές οι κούτες; Γιατί το γραφείο του Τάκη είναι άδειο;
- Δε τά' μαθες; Τάκης γιοκ. Πάει πια, του ήρθε ραπόρτο να ξεκουβαλήσει μέχρι το μεσημέρι...
- Μα γιατί;
- Την παροιμία:"Μη χέζεις εκεί που τρως" την ξέρεις;Ε, εκείνος δεν την ήξερε και λίγο λίγο, μουλωχτά έφτιαχνε κομπόδεμα σε βάρος όλων μας... Μπαρούτι από χτες τ' αφεντικό που τ' ανακάλυψε! Οι συνδικαλιστές να δεις... Πάντως η κοινή γνώμη εδώ είναι διχασμένη...
έκφραση

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το βασικό δίπολο κατάφασης - άρνησης που το ένα αποκλείει το άλλο ως αληθινό σε μία πρόταση (δεν μπορούν να ισχύουν και τα δύο άκρα ταυτόχρονα, λόγω του διαζευκτικού "ή", που δίνει διαζύγιο στο μεν απ' το δε και απαλλάσσει το ένα από το άλλο. Δεν πρέπει να μπερδεύεται με το "ναι και όχι" τον καφετζηδων που το πρώτο αφορά στον καφέ και το δεύτερο στη ζάχαρη, όχι σημασιολογικά στο ίδιο αντικείμενο, αλλά συνολικά στο προϊόν του πόσιμου καφέ ως προς τη δοσολογία, λόγω του συμπλεκτικου "και").

Το "ναι ή ου" παραδόξως έχει επικρατήσει αν και το "ου" ήταν ένας από τους τρόπους με τον οποίο γινόταν η άρνηση στα αρχαία ελληνικά, αντί του "ναι ή όχι" που ακούγεται πιο σπάνια. Ας πούμε πρώτα για το "ου" γιατί έχει πιο πολύ ενδιαφέρον κι ύστερα μέσω αυτού καταλήγουμε στο "ναι".

Το "ου" κυμαίνεται σε κάτι μεταξύ γλώσσας και μη γλώσσας, μορίου και επιφωνήματος. Αυτό είναι λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι εκφράζει μια αρνητική και έντονη συναισθηματικά κατάσταση, που κάνει το υποκείμενό της να αντιδρά με άμεση ενόχληση, άκομψα και βίαια. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι ταυτόσημο με το επιφώνημα της αποδοκιμασίας που ακούγεται σε γήπεδα, ομιλίες κουλουπού, συνοδευόμενο και πολλές φορές από την αντίστοιχη χειρονομία (ο αντίχειρας κάτω - "να πεθάνει" στη ρωμαϊκή αρένα). Κατόπιν εξελίχθηκε και για λόγους ευφωνίας (αποφυγής της χασμωδιας) πριν από τα φωνήεντα απέκτησε ένα "κ" κι έγινε "ουκ".

"Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος", "Πώς δ' ουκ;" (τέλος πρότασης).

Στα νέα ελληνικά επιβιώνει ως: "ούτε"(ου+τε(=και)=και όχι, και ου, ως συμπληρωματική άρνηση σε άρνηση που έχει προηγηθεί), "ουδέν" (αρχαϊσμός στο "ουδέν σχόλιον", "ουδέν πρόβλημα", αναλύεται σε ου+τε+hεν>ου+τ+hεν,ου+τhεν, ουθέν - στον Αριστοτέλη, ουδέν -τρεις λέξεις σε μία: όχι παίζουμε(!)= και όχι ένα, ούτε ένα, δηλαδή κανένα, εξ ου και το νεοελληνικό "δεν" που είναι απομεινάρι και συντίθεται από το τε+hεν και το αστείο είναι ότι σημαίνει "και εν" δηλαδή "κάτι", το αντίθετο του "τίποτα" ως άρνησης!)και φυσικά στο "όχι"(ουχί<ου+χι,οπου -χι= εμφατικό μόριο και ουχί= όχι βέβαια!, όπως "ναίχι"=ναι βέβαια, και βέβαια!, βλ. τα νεοελληνικά "ναίσκε","όσκες", όπου -σκε είναι το μόριο της έμφασης).

Υπήρχαν και άλλες αρνήσεις που χρησιμοποιούνταν στις λοιπές εγκλίσεις και στα ονοματικά περιβάλλοντα, όπως η "μη" και στα πιο αρχαϊκά χρόνια η παραλλαγή της φωνολογικά που κατέληξε αρνητικό πρόθημα, καθώς το α- ήταν τότε ακόμα καθαρά προσθετικό και επιτατικό κι όχι αρνητικό, η "νη" (νηπενθή<νη+πένθος(=έλλειψη πένθους), νήπιο<νη+έπος(=το έχον ελλειψη ομιλίας), νηνεμία<νη+άνεμος(=απουσία ανέμων)κ.λπ.)

Το ναι... Η ιστορία αυτού του βεβαιωτικού μορίου, που εμφανίζεται σε όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες με μεγάλη ποικιλία, είναι μεγάλη. Ο στόχος του είναι να επιβεβαιώνει. Να επιβεβαιώνει μέσω της επίδειξης και να επαληθεύει στο δια ταύτα του λόγου το αληθές.

"Να! Πάρτα να μην στα χρωστάω"

Ποια; Τα δάχτυλα που δείχνω στο φασκέλωμά μου. Και υπονοούν άλλα, γνωστά στους υβριστές της συνομιλίας και μόνο, αφού έχουν προηγηθεί. Προς Θεού και Τζίζας, αγαπητές κυρίες και κύριοι, μη μπερδεύετε το "να" το δεικτικό μ' αυτό της υποτακτικής στο "να μην στα χρωστάω" που προέρχεται από το μόριο "ίνα" που είναι τελικό μεν, συντελικό δε γιατί περιγράφει το σκοπό αυτού που ακολουθεί...

Οι αρχαίοι ημών όμως είχαν διαφορετική προφορά... Φτιάχνανε πολλούς κατιόντες διφθόγγους... Στα γ' ενικά της οριστικής (π.χ.:λέγει->legej), στις ονομαστικές των πληθυντικών (οι άνθρωποι->hoi anthropoj), και σ' αυτό το ίδιο το βεβαιωτικό μόριο, το "ναι" (naj), όπου το aj ως κατιούσα δίφθογγος (ως δύο φθόγγοι που ακούγονται στην ταχύτητα εκφοράς ενός απλού σχεδόν και όπου ο δεύτερος είναι ημίφωνο, ακούγεται σ'αυτήν την περίπτωση κάτι σαν "γι", αλλά επειδή είναι στο τέλος της λέξης εδώ με το "γ" σχεδόν αναιπαίσθητο) προφέρεται σα "βλάχικο" φωνήεν που γυρεύει να σβήσει γρήγορα από τη γρήγορη εκφορά των προφορών αυτών. Το "α" είναι ο πρώτος φθόγγος που συνοδεύει τον άνθρωπο σ' όλη του τη ζωή. Υπάρχει σε όλες τις γλώσσες και μεταφέρει θετικά μηνύματα στις γλώσσες των ενηλίκων. Συμβολίζει τον ήλιο και το φως. Την αρχή των πάντων. Και ποιος ξέρει; Ο αρχαίος μας πρόγονος, μπροστά στη γεμάτη ενέργεια και θετικότητα που εκπέμπει ο ήλιος, να θάμαξε κι αυτός την ομορφιά του κάνα αναφώνησε ένα ωραιότατο μέσα στο δέος "ΝΑΙ", δείχνοντάς τον και έτσι επιβεβαιώνοντάς τον. Με την ίδια ευκολία που θα βγάλει τα σώψυχά του μ'ενα οργιαστικό "α" κάθε φορά που θα θέλει να νιώσει την ωραιότητα και να την επικοινωνήσει στους παρευρισκόμενους, ή απλώς για να εκφράσει το συναίσθημά του και να ανακουφιστεί.

Η σλανγκιά της έκφρασης "ναι ή ου" έγκειται στην ειρωνική χροιά της. Είναι μια έκφραση που σπάνια θα ξεφύγει από το κλίμα οικειότητας και των ατόμων που κάνουμε χαβαλέ, άρα μας παίρνει και να ειρωνευτούμε, δε θα την πούμε σε κάποιον ανώτερο - ο ανώτερος στον κατώτερο όμως για μ' αρέσει ασκήσει πίεση είναι δυνατόν, αφού μιλά από θέση ισχύος και η ειρωνεία του ταιριάζει - και δε θα τη γράψουμε σε δόκιμο λόγο, δε θα τη δούμε σε κείμενο εκτός κι αν είναι ανεπίσημο, σενάριο, θεατρικό κουλουπού...

1.- Άσε μας, που θα μας βγάλει κι ο Μήτσος γλώσσα τώρα... Αυτού η μάνα του είχε βολέψει όλα τα Πετράλωνα... Παντού της κάνουν τεμενάδες, για να μην πω τίποτε χειρότερο...
- Μάκη, έτσι και συνεχίσεις να μη μετράς τα λόγια σου, θα σε κάνω εγώ να μετράς τα δόντια σου!(του ορμάει, τον αρπάζει απ'το γιακά και τονε στένει στον τοίχο) Λέγε ρε! (αγκωμαχεί ο Μάκης) Θα ξαναβρίσεις τη μάνα μου, ναι ή ου;(ως αποφώνηση σκηνικού προσβόλας, απειλειτικά. Καβγάς εν όψει αλλά όχι σίγουρα)
2. - Άσε με, ρε μλκ!
- Τί να σ'αφήσω ρε! Ολυμπιακός με Άντερλεχτ, έλα να το παίξουμε μονό! Πάμε καφενείο να δούμε τον αγώνα και στην πορεία τ'αλλάζουμε άμα δεν μας πάει...
- Όχου, δεν το βλέπεις εδώ πέρα που έχω δουλειά, διάβασμα, δεν έχω τελειώσει ακόμα... Χέσε με σου λέω...
- Έλα, για τελευταία φορά:Έρχεσαι ναι ή ου;
- Καλά, κουφός είσαι; Ουουου, ρε, ουουου, φύγε από δω χάμου! (αποφώνηση κι απάντηση να φύγει και ο ζόρες σε περίπτωση πίεσης:σε τέτοιες περιπτώσεις ένας ξάδελφός μου επειδή τού'λεγα πιο πολλές φορές όχι,μού'λεγε "ναι ή ναι",ο σκασμένος!)

3.- Κοιτάξτε την παλιαδερφάρα... (στο κυλικείο του σχολείου ένας "μπούλης" ρίχνει το δίσκο από ένα παιδί) Είσαι άντρας, ναι ή ου; (πρόσκληση καυγά ως ρητορική ερώτηση που η απάντηση καλείται να δοθεί πυξ λαξ στα τσαμπουκαλίκια.Πιο πιθανό να πέσει ξύλο.)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

τραϊτόρος, η

Μια από τις σπάνιες περιπτώσεις στην ελληνική γλώσσα, όπου το γραμματικό γένος δε συνάδει με το βιολογικό, όπως στις λέξεις "αντράρα", όπου και εννοούμε τον άντρα με υπερφυσικές σχεδόν διαστάσεις και ιδιότητες, με το μεγεθυντικό επίθημα - άρα που επετείνει το νόημα της λέξης και προσδιορίζει το αντίστοιχο του αρχικού αλλά αρκετά μεγαλύτερου απ' αυτό σε μέγεθος (πόδι>ποδάρα, κώλος>κωλάρα, πρόβλημα>προβληματάρα, κομπλεξικός>κομπλεξάρα, ψώνιο> ψωνάρα κ.λπ) και "κόμματος" , που αν και γένος αρσενικού απευθύνεται μετά περισσής αδρότητος, αλλά με ακρίβεια στη σεξουαλική αναστάτωση που μπορεί να εγείρει ένα μεγάλο καλοφτιαγμένο κομμάτι θηλυκού γένους (συμπεριλαμβανομένων των πιασιμάτων που μπορεί να έχει).
Στους κανόνες αυτής της αναστροφής γενών, όπου το αρσενικό γίνεται θηλυκό και το θηλυκό αρσενικό, έγκειται και η λέξη "τραϊτόρος" που αν και κάποτε απότιε φόρο τιμής ως τίτλος στον κάτοχό της, σήμερα είναι πολύ δύσκολο να τη συναντήσει κανείς. Αφορμή για τη λημματογράφηση δόθηκε από ηρώο πεσόντων που κατά τον Μακεδονικό Αγώνα, είχαν σταλεί τάγματα εθελοντών Κρητικών για να συμπαρασταθούν στην εκεί εμπόλεμη κατάσταση και ο τίτλος φέρει θηλυκό γένος. Σύμφωνα με το λατινοελληνικό λεξικό του Στεφάνου Κουμανούδη το ρήμα trajicio σημαίνει υπερβαίνω, κάνω υπέρβαση, κατ' επέκταση προβαίνω σε ηρωικές και ριψοκίνδυνες πράξεις, αδραγανθήματα και trajector-is ο αδραγανθηματοποιός κατ' επέκταση. Έτσι, η τραϊεκτόρος, ή τραϊτόρος (με μετάκλιση από την 3η στη 2η παραδοσιακή ονοματική κλήση κατά την ελληνοποίηση και ίσως επειδή μεσολάβησε ενδιάμεσο στάδιο στα λαϊκά λατινικά της λέξης ως trajecturus/trajectorus-i) κατέληξε να σημαίνει από αυτόν που διαπερνά και διατρυπά, τον παλληκαρά που προκαλεί μονίμως επιπλοκές και βλάβες στον εχθρό με τις εμπλοκές και τις επεμβάσεις του, φέροντας έτσι εις πέρας αποτελεσματικά τις υπηρεσίες του προς το έθνος που μπορεί να περιλαμβάνει και κατασκοπευτικές ενέργειες. Σήμερα αν τυχόν γίνει χρήση αυτής της λέξης, υπάρχει έντονα η περιπαικτική διάθεση του ομιλητή προς αυτόν που απευθύνεται για τον ηρωισμό κάποιου συνανθρώπου του και ιδίως παιδιού όπως φανερώνεται το ποιόν του μέσα από το παιχνίδι στις αλάνες και γενικώς στα ομαδικά παιχνίδια. Δεν υπάρχει λόγος ηρωισμού εν καιρώ ειρήνης άλλωστε, ούτε αδραγανθημάτων κι ο πολεμιστής, υπεραντιδραστικός πιτσιρίκος στολίζεται φαρδιά πλατιά μ' αυτόν τον βαρύνοντα κατά τ' άλλα πολεμικό τίτλο.

- Ακούεις τα κοπέλλια πώς ε- κάμουνε; Κείνονά του Μάκη, γιάε το, πολεμά να γενεί ανώτερο κι απ΄το Θεό...
- Ναι, τον Κούλη λέεις; Είναι αυτός ένα μιαρό (ζιζάνιο)... Όντεν έρχουνται τα πλια μεγάλα από τον πάνω μαχαλά και ξεσυνορίζουνται τούτανά τα μικιά, κείνοσές βγαίνει ομπρός...Η παρέα ντου τό' χει να το λέει πως είναι η τραϊτόρος τωνε!...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία