κουραδόμαγκας, χεζόμαγκας

Ο μάγκας που όμως κλάνει μέντες μόλις τα δει σκούρα. Ο ντεμέκ μάγκας, αυτός που κάνει τη φυσική ανάγκη που περιγράφει το πρώτο συνθετικό, συνήθως χωρίς να προλάβει να κατεβάσει το βρακί του γιατί μονίμως πιάνεται εξ απήνης κι όχι στην τουαλέτα και καταλήγει βρωμόμαγκας. Αυτός που κάνει τις μαγκιές του εκεί που τον παίρνει και τον σηκώνει - πάντα, αλλά αποφεύγει να τα βάζει μ' ανωτέρους του για να μην τον πάρει και τον σηκώσει- ο διάολος πρώτα πρώτα... Φεύγει πάντα στην πρώτη στραβή - δυσκολία κι ειδικά όταν έχει εμπνεύσει κύρος, εξουσία και το παίζει και κουλ - τρομάρα του - δεν τονε νοιάζει να φύγει και να τσι παρατήσει ούλους τσι συνεργούς του σύξυλους κι ας βγάλουνε μόνοι τωνε την άκρια των... Η χειρότερή του είναι όταν έχει υποτιμήσει έναν κίνδυνο και τελικά μόλις πάει να τον αντιμετωπίσει, φαντάζει ανυπέρβλητος και τότε την κάνει... Η μυρουδιά πάντα τον ακολουθεί και η κοπρά πάντα σπιλώνει κι αμαυρώνει απού τ'όνομά ντου ως τα παντελόνια ντου κι ετσέ ξεχωρίζει απού τσ' άλλους μάνγκιες...

- Ήμαστε με τον Αργύρη. Κόλλαγε μαγκιές στον αρχηγό της άλλης παρέας κι ήρθαν και μας την πέσανε... Λοστοί, σιδερογροθιές κι ό, τι μπορεί να φανταστεί ο νους σου είχαν στα χέρια τους... Και κείνος ως συνήθως, άφαντος... Έγινε καπνός, ο πούστης, αφού πρώτα μας άναψε φωτιές να καθαρίζουμε μετά για πάρτη του...Άσε, το πως γλυτώσαμε ένας Θεός το ξέρει... Το μαλάκα, που να μην μπορεί να χέσει και να τον πνίξει το σκατό!
- Μην κάνετε παρέα μ' αυτόν το χεζόμαγκα, δε σας έχω πει; Να σας μπλέξει σε τίποτα ιστορίες πιο περίεργες.. Όσο για το σκατό, μείνε ήσυχος, με την ευκοίλια που έχει το σερβιρίζεται κι όλας!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το "με αγγίζεις". Στην Κρητική εξακολουθεί να υπάρχει διαφοροποίηση ως προς τα ρήματα που συντάσσεται το αντικείμενό τους σε πτώση αιτιατική, σε σχέση με αυτά που συντάσσονται με γενική, διατηρώντας τη λεπτή νοηματική απόχρωση που υπάρχει (μου 'γγίζεις, με αγγίζεις, αλλά όχι άμεσα εμένα ως ολότητα, που όπου και να με ακουμπήσεις σε ένα μέρος του σώματος, επειδή ανήκει σε μένα, είμαι εγώ, μα αγγίζεις το πολύ συγκεκριμένο σημείο που διαφοροποιείται εκείνη τη στιγμή από το υπόλοιπο σώμα μου, επειδή έρχεται σε επαφή μαζί σου, στην προκείμενη περίπτωση). Μου' γγίζεις τη χέρα, τον πόδα, το "εργαλείο" κουλουπού...

Τα ρήματα που συντάσσονται με γενική, είναι σχεδόν εξίσου πολλά με αυτά που συντάσσονται με αιτιατική στη διάλεκτο, με τη γενική να έχει αφομοιώσει μορφολογικοσυντακτικά (στη μορφή και στη χρήση δηλαδή) την αρχαία δοτική. Άρα αυτά που στην Κρητική συντάσσονται με γενική κατά τον γενικό κανόνα στα αρχαία συντάσσονται είτε με γενική είτε με δοτική (σπανιότατα με αιτιατική, κάποια λίγα ρήματα όμως της νεοελληνικής κοινής μπορεί στην Κρητική να συντάσσονται με γενική, επειδή έτσι έχει κληροδοτηθεί μέσα στην εξέλιξη της γλώσσας από τα αρχαία και δεν έχουν περάσει από την κοινή στη διάλεκτο, εφόσον προυπήρχαν). Από τα συμφραζόμενα το αντικείμενο μπορεί να εννοηθεί ή να είναι το υπονοούμενο το ευκώλως εννοούμενο, για να μην κατονομασθεί η φράση που περιγράφει.

Είναι αξιοθαύμαστο πάντως, πως ανά την εγχώριό μας, δεν κατονομαζόταν η πράξη φάτσα -κάρτα, όπως μας ήρθε η έτοιμη αμερικανιά από την αλλοδαπήν και δη την Εσπερία την εποχή του (δυτικότροπου) εκσυγχρονισμού - και καλά - και της αλλοτρίωσης της παράδοσης. Οι παλιές ελληνικές κοινωνίες δεν είναι ότι το είχαν ως συντηρητικές και καθυστερημένες ως πράξη, άρα και ως λέξη, ταμπού (τα χωργιά βογγούσαν κάποτε από τα αλληλοκαβαλικεύματα, αφού το μουνί το λένε Γιώτα και τον πούτσο Παναγιώτα που λέει και το δημώδες), αλλά το να μην το κατονομάζουν υπόκειτο στα πλαίσια του ερωτικού παιχνιδιού, του τσαχπινισμού, του ζουζουνισμού, ώστε να μην ακούγεται βάρβαρο, επιθετικό και - φευ!- το χείριστο όλων: πεζό και φτηνό, όπως ακούγεται σήμερα που ισοπεδώνει τους μετέχοντες και επικεντρώνεται καθαρά ως τεχνικός όρος στην πράξη και μόνο, με τα "εργαλεία" να είναι απλώς υδραυλικά, ένα πράμα, μεριστικά 'λαδή κι όχι ολιστικά, ως διακριτά μέρη ενός όλου, ενός ανθρώπινου έμψυχου σώματος...

  1. - Πού' σου' να τόση να ώρα που σ' ανιμένω;
    - Ήμουνα με Νικολιό και ζγουραφίζαμε...
    - Έλα 'παέ να μου βοηθήξεις, μόνε πρόσεχε, μή μου 'γγίξεις και με μουτζαλώσεις με τσι μπογιάδες στι χέρες σου... Άμε πλύσου, πρώτα.

  2. - Έλα Κρινιώ μου, έλα μάθια μου, που σ' αποθύμηξα ούληνα τη μέρα και σε λαχταρώ. Έλα σίμωσε...
    - Όι, δε σιμώνω...
    - Γιάντα;
    - Όι δεν έρχομαι, για θέλει μου ' γγίξεις...(=γιατί θα μου το αγγίξεις/τσιγκλίσεις/χαρχαλέψεις, το "εργαλείο")
    - Έλα, τζάνε μου, μα' γω σ' αγαπώ κι ανέ δε θέλεις, δε σου 'γγίζω. Μη φοβάσαι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ατάκα, όπως τηνε μετέφερε ο πατέρα μου, από τον ξάδερφό του και συμμαθητή του στο ίδιο θρανίο, στις παροιμιώδεις κόντρες που είχενε ο δεύτερος με το δάσκαλο, που συχνά κατέληγαν σε βρωμόξυλο (το δίκιο του ισχυρότερου). Έντονα ειρωνική καθώς δε ζητάς την προσοχή από την εξουσία, εκείνη μόνο έχει το δικαίωμα να την απαιτεί, διότι αυτό συνεπάγεται αναστροφή των ρόλων. Σημαίνει: "Να έχεις το νου σου και τ' αφτιά σου εδώ, όταν σου μιλάνε".

Η έκφραση λέγεται στο συνομιλητή μας - ακροατή, όταν διαπιστώσουμε πως είναι αλλού την ώρα της κουβέντας και κάνει ένα άκυρο σχόλιο, εντελώς εκτός θέματος στα λεγόμενα ή ζητά να του επαναλάβουν κάτι που μόλις ειπώθηκε ή είχε ειπωθεί λίγο πιο πριν και εκεί στηρίχθηκαν τα τελευταία σχόλια, με αποτέλεσμα να χάσει τον ειρμό. Λέγεται όταν γίνεται συστηματικά από το συνομιλητή και ο ομιλητής νιώθει προσβεβλημένος, ότι κάθεται σα μαλάκας και μιλάει χωρίς να τον ακούει - παρακολουθεί όμως ουσιαστικά κανείς. Κοινώς, όταν γίνεται "συνεννόηση - μπουζούκι". Τέλος, μπορεί και να λεχθεί πνιχτά, μέσα από τα δόντια του ομιλητή, όταν πρόκειται για προϊστάμενο/ανώτερό του που πρέπει να του εξηγήσει ξανά τα ίδια και τα ίδια, αλλά δεν τολμά να το πει κατάμουτρα λόγω της δυναμικής που έχουν οι σχέσεις εξάρτησης μεταξύ τους (αφεντικό είμαι κι ό,τι θέλω κάνω κι αν δε σ' αρέσει, πάρε πόδι). Έτσι το λέει ίσα να το ακούσουν οι παρευρισκόμενοι συνάδελφοι - συμπάσχοντες, που το λέει εξ ονόματος όλων, ίσα να τ' ακούσουν αυτοί και ν' αναθαρρέψουν (αν δεν του το πω εγώ, ποιος θα το πει) και συνεχίζει κανονικά σε ότι του έχει ζητηθεί σαν να μην τρέχει τίποτα. Κάποιες φορές ακούγεται και δυο φορές, όταν η αγανάκτηση είναι μεγάλη και αυτός που το λέει την πρώτη μέσα από τα δόντια του, ψευτοκρίβοντάς το, γίνεται αντιληπτός απ' τον ανώτερο και τότε ας τα πάρει όλα το ποτάμι (δηλαδή, τί θα μας κάνεις; και τί έγινε άμα το ακούσεις;). Έτσι προκαλείς τον μπελά σου... Αλλά ανάγεσαι σε ήρωα που τόλμησες και ειρωνεύτηκες την εξουσία και κατέδειξες το κατεξοχήν ελάττωμά της... Ότι ΔΕΝ ΑΚΟΥΕΙ!

- Ίν'τα πες; Πάλι αρχίνιξες τσι φασαρίες;
- Όντεν πουλούν αυθιά, αγόραζε (σχεδόν από μέσα).
- Πώς τό' πες αυτό; Δεν άκουσα καλά... Για ξαναπέ το!...(μα 'δα τα θέλει και σε ο κώλος σου, κουμπάρε!)
- ΟΝΤΕΝ ΠΟΥΛΟΥΝ ΑΥΘΙΑ, ΑΓΟΡΑΖΕ!
- ΙΝ''ΤΑ ΠΕΣ; ΣΤΗ ΓΩΝΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΔΑ ΟΡΘΙΟ! ΓΡΟΙΚΑΣ ΠΡΑΜΑΤΑ! ΜΠΡΟΣ, ΓΛΗΓΟΡΑ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αλλιώς τα γαμησιάτικα βρισίδια. Χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό με αυτήν τη έννοια. Όπως τα καντήλια, ο εξάψαλμος, οι χριστοπαναγίες και τα γαμωσταυρίδια έχουν θρησκευτικό - εκκλησιαστικό προσανατολισμό ως βρισιές, έτσι και τα πουστριλίκια έχουν γενετήσιο - σεξουαλικό προσανατολισμό, θίγουν δηλαδή τα όσια και τα άγια των αγίων απάντων των μορίων ημών. Περιγράφουν πράξεις συνουσίας από τις πιο γνωστές και δεδομένες, έως τις πιο αξανάκολες, παραφύσιν και αλλόκοτες, συνθέτοντας ένα τρομακτικό και γκροτέσκο περιγραφικό σκηνικό, που φοβερίζει αυτόν που τα ακούει και για τον οποίο του τα σούρνουνε, αλλά γενικώς προκαλεί βλάβες ψυχοσωματικές (εμετούς από την αηδία, πίεση, καρδιακό, έμφραγμα κουλουπού) σε όποιον τύχει να τα ακούσει εκείνη τη στιγμή και ακουσίως. Από τις αηδιαστικότητες που βάζει ο κοινός νους, στρέιτ κι άμαθος γι' αυτά που κάνουν οι γκέι όταν μπαίνει το υποτιθέμενο κρεβάτι τους, στο στόμα των νοσηρών στρέιτ, όπως το έχουν πλάσει αυτοί με τη φαντασία τους πως πρέπει να είναι.

- Τι έγινε; Τι δουλειά έχει εδώ τ' ασθενοφόρο;
- Δε τά' μαθες; Ήρθε ο ανεπρόκοπος ο γιος του κυρ - Πέτρου, ο Κώστας και τά'κανε όλα άνω κάτω στο διαμέρισμα. Γύρισε στουπί, ξύπνησε τους γέρους του και τους άρχισε τα πουστριλίκια που του κάνανε παρατήρηση... Έδειρε και τη μάνα του κι ο πατέρας του καθόταν κι έβλεπε. Αυτός έπαθε καρδιά. Εκείνη τη βάλανε μέσα πριν, τώρα είναι σειρά του... Άσ' τα.... Είναι εδώ προ πολλού και το 100...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η έκφραση αυτή λέγεται όταν εμπλεκόμενοι σε ένα συμβάν (συνήθως δύο), αποποιούνται κάθε ευθύνης για τη συμμετοχή τους ή ακόμα και για τη γνώση της ύπαρξης του ίδιου του συμβάντος . Προσποιούνται μάλιστα και τη χαλαρή ή ανύπαρκτη σχέση (φιλική, επαγγελματική) μεταξύ τους, ενώ μπορεί να είναι και πολύ στενή, προς αποφυγή μπελάδων. Συχνά ο ένας από τους δυο είναι η κότα (και ο πιο απρόθυμος να συνεργαστεί εξαρχής, όχι τουλάχιστον χωρίς γκρίνια, αλλά μπορεί να είναι και οι δυο φαινομενικά με τον ίδιο βαθμό διάθεσης συμμετοχής και εξίσου θρασύδειλοι, απλά ο ένας λίγο πιο πολύ), και βγάζει την ουρά του απ' έξω με το παραμικρό και ουσιαστικά λέει στο συνένοχό του να τα βγάλει πέρα μόνος του. Ακόμα κι άμα τον κυνηγήσουνε, αφού αυτός έχει σκοπό να τον κρεμάσει, να τον αφήσει εκτεθειμένο στο μέγιστο κίνδυνο χωρίς να τον καλύψει και χωρίς να ρισκάρει γι' αυτόν ούτε για την κοινή τους μεμτή πράξη που επισύρει απρόβλεπτα δυσάρεστες ποινές. (όπως απάτη, συκοφαντία και τέτοιες ωραίες δουλίτσες, με κατάλληξη χρηματικά πρόστιμα, κράτηση ή κανονική φυλάκιση...)

- Πώ, πω, που με μπλέκεις μωρέ, άφησ' με ήσυχο σου λέω... Τις προάλλες, είδες τί κάνανε του Μάκη. Τον επήγαν στην ψειρού και τον εδέρνανε τρία μερόνυχτα! Στο λόγο μου...
- Ο Μάκης ήτονε στόκος, γι' αυτό και τονε πιάσανε... Αφού είχε κείνον το χέστη τον ασπρούλιακα... Μόνο να τους δεις να κυκλοφορούνε είναι για να τους πάνε μέσα, όχι για κλεψιές που πήγανε οι τσίλιες τους περίπατο, που ο χέστης τά'καμε πάνω του κι έφυγε και τον παράτησε σύξυλο!
- Σου το λέω από τώρα να το ξέρεις... Άμα πάει κάτι κι εδώ στραβά, δε σε είδα, δε σε ξέρω, για νά'μαστε ξηγημένοι... Όχι τώρα επειδή μου πατάς τον κάλο και με βρήκες στην ανάγκη και με έμπλεξες στις βρωμοδουλειές σου, να τα φορτωθώ εγώ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το προφυλακτικό, η καπότα, ντε, στα Καρπάθικα. Τη λέξη την ξέρω από φίλη Καρπάθια. Η λέξη αναλύεται στα συνθετικά της και κάνει αυτό που λέει. Είναι η θήκη - προφύλαξη της τσουτσούς κατά την ερωτική πράξη, ώστε να μην ξεχυθούν οι χυμοί του έρωτα κι έχομε άλλα ντράβαλα μετά (γενετήσιο-αφροδίσια, ανεπιθύμητης στιγμής κουτσούβελα). Η πρώτη διαφήμιση ψωλοθήκαρου της σύγχρονης εποχής, στις αρχές του 18ου αιώνα, το ονόμαζε "μηχανή που προστατεύει από τα τραύματα του έρωτα".(!) http://users.itia.ntua.gr/soulman/ikseres.html (πώς να περιγραφεί αλλιώς μια εφεύρεση ταμπού;) Παλιά κατασκευάζονταν από λινάρι και λάστιχο (συνήθως από έντερα ζώων), ήταν πολλαπλών χρήσεων και η αποτελεσματικότητά τους εξαρτιόταν από τη βασταγερότητα του επιβήτορα! (μάλλον δεν είχαν πολλές ελπίδες). Το αγγλικό "vagina" απ' το λατινικό vagina - ae (θήκη ξίφους κυριολεκτικά και μετά , και τί ξίφους, ε;;;) συνδέεται εννοιολογικά, με αυτό των κουτσαβάκηδων. Η τσουτσού σε θήκη μπαίνει, σε ό,τι μοιάζει με θήκη. Πρωτοπόροι οι Ολλανδοί, που μόλις η εφεύρεση έγινε γνωστή, έσπευσαν πρώτοι να την κάμουνε δημοφιλή, αρχικά αναμεταξύ των...

- Και, ίντα γίνηκε με την κοπελιά; Έχωσές τηνε με ψωλοθήκαρο;
- Έχωσά τηνε, αλλά το παντέρμο θαρρώ πως έσπασε!

Χρησιμοποιώ την Κρητικήν, δε γνωρίζω πως διατυπώνεται στα Καρπάθικα... Όποιος ξέρει ας συμπληρώσει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αποτελεί (συγ)κομμένο/καμένο τύπο, όχι όμως όπως τα κομμέ που κόβουν την τελευταία συλλαβή, αλλά την πρώτη, εν τη πρύμνη του αλόγου. Φωνολογική αλλοίωση - τροποποίηση που προκύπτει από τη γρήγορη εκφορά του λόγου, δηλαδής. Παλιά ήταν δημοφιλής ανάμεσα στην προεφηβική και εφηβική σλανγκ (παλιά μαγκιόρικη και κούλικη σλανγκιά). Προκαλεί για επεξήγηση.

- Κι εσύ 'λαδή, πότε θα γυρίσεις να συνεχίσουμε;
- Όταν σπάσω από της θειας μου ή με τζάσουνε... Άσε κι είναι μια γριόλα, η τζατζόγρια... Όλα τα τεκνά της παραλιακής παίρνει κι έχει να λέει η γειτονιά. Σε μένα το παίζει κήρυγμα η πουτανομπεμπέκα, 'λαδή άμα πάω να της πω και τίποτα θα μου την πέσουν όλοι τώρα στην επίσκεψη... Αναγκαστικά πάω 'λαδή επειδή είναι οι γονείς κι έτσι... Μαλακία το σκηνικό...
- Εντελώς, 'λαδή.

Στο τέλος της φράσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί και βεβαιωτικά, σε "'λαδή" που έχει προηγηθεί, επιβεβαιωτικά, ότι έχουμε καταλάβει τί μας λέει ο συνομιλητής και δείχνουμε ότι συμπάσχουμε κι όλα. Όταν χρησιμοποιείται στην αποφώνηση, δε χρειάζεται να πούμε άλλη σλανγκιά τύπου:"γάμησέ τα, μαλάκα, ό,τι νά'ναι" κουλουπού, σα σχολιασμό γιατί τον αντικαθιστά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

διάλε τσ' απολυμάνες/απολυμάνους σου

Η έκφραση είναι Κρητικιά και χρησιμοποιείται σε καταστάσεις συναισθηματικής φόρτισης από τον ομιλητή, κυρίως δυσάρεστες που του προκαλούν αγωνία, θυμό, αγανάκτηση. Προέρχεται από τις λέξεις "διά((β)ο)λος" και τη μετοχή παρακειμένου "απολελυμένους" και μεταγενέστερα "απολυμένους" που στην εκκλησιαστική ρητορεία είναι αυτοί που έχουν φύγει από το ποίμνιο της επίγειας Εκκλησίας κι έχουν καταλήξει στην Εκκλησία του Θεού, δηλαδή οι πεθαμένοι (που έχουν απολυθεί από τον ζυγό των επίγειων και τους περιορισμούς της σάρκας, έχουν πάρει "απολυτήριο"), οι συγχωρεμένοι (ή κι ασυγχώρητοι, βλ. Χίτλερ).

Αποτελεί συνεκφορά, διότι δεν αναφέρεται στους συγχωρεμένους του διάλου (Θεός φυλάξοι!),αλλά μπορεί να αποδοθεί ως "ανάθεμα(, σ)τους νεκρούς σου" (προγόνους κυρίως, λόγω του κτητικού "σου"). Είναι έκφραση βαρυσήμαντη όταν χρησιμοποιείται για ανθρώπους (αφού βρίζεις τους νεκρούς κάποιου και ρίχνεις ανάθεμα στο ριζικό του απ'όπου προήλθε) και περιπαικτική όταν απευθύνεται σε άψυχα πράγματα, που λόγω ανιμισμού, ποιητική αδεία, πολλές εκφράσεις απευθύνονται από ανάγκη να επικοινωνηθεί ένα συμβάν αλλά δεν υπάρχουν μάρτυρες να το δουν και να το ακούσουν παρά μόνο αυτό το ίδιο το πράγμα για το οποίο γίνεται ντόρος.

α. - Μπάρμπα, πάλι εξέχασα τα κλειδιά τ'αμαξιού.
- Διάλε τσ' απολυμάνες σου, ανέ δεν έχεις κουζουλαθεί τελείως!Κι εδά, μπρε μπαϊλντισμένε (=σκασμένε), πώς να μπούμε μέσα θέλει;(= θα μπούμε)

β. Βαστά το Μαριώ ν-το δίσκο, μα πέφτει κάτω και ν-το σπα. Λέγει ν-του μεγάλα (=με μεγάλη φωνή, φωνιάζοντας):
"Διάλε τσ' απολυμάνες σου για δίσκος"!

Σύνταξη

  1. Χωρίς πρόσθετα, απλή εκφορά ως έχει. Η απάντηση του μπάρμπα στο πρώτο παράδειγμα, μπορεί να σταματήσει στην έκφραση χωρίς να συνεχιστεί. Αποδέκτης είναι ο ανεπρόκοπος ανεψιός ολόκληρος!

  2. Διάλε τσ' απολυμάνες σου + αρνητική υπόθεση (α(νέ) δεν) όταν θέλουμε να συμπληρώσουμε με πρόταση ένα σχόλιο. Απαλύνει το ξεσταύρισμα αλλά δεν το εξαλείφει. Αντιθέτως το γεγονός ότι το μετριάζει, κάνει την ειρωνεία πιο τσουχτερή, σε μια ψευδοπροσπάθεια να συμμαζευτούν τα ασυμμάζευτα που είναι ηλίου φαεινότερα κι έτσι τα καταδεικνύει χειρότερα. Με λίγα λόγια του τη λες του άλλου κανονικότατα.("ανέ δεν έεις κουζουλαθεί τελείως" = που πράγματι έχεις τρελαθεί εντελώς)

  3. Διάλε τσ' απολυμάνες σου + ουσιαστικό (με συμπληρωματικό δείκτη το "για") όταν θέλουμε να επεξηγήσουμε το πού/σε ποιον απευθύνεται ακριβώς η έκφραση και τί/ποιον αφορά. Μπορεί μετά το ουσιαστικό να γίνει και δεύτερη επέκταση με δευτερεύουσα αναφορική. Η απάντηση του μπάρμπα στο πρώτο παράδειγμα μπορεί να γίνει:

"Διάλε τσ' απολυμάνες σου, για μυαλό απού το'(χ)εις".

Τέλος μπορεί να προστεθεί και τρίτη επέκταση με αρνητική υπόθεση και να γίνει πλήρως:

"Διάλε τσ' απολυμάνες σου, για μυαλό απού το'(χ)εις, ανέ δεν είναι χάρβαλο σα γ-κι απατός σου"(=χαλασμένο σαν κι εσένανε τον ίδιο, δηλώνει την έμφαση).

Είναι τόσο σκωπτικό όσο και υποτιμητικό εδώ γιατί στα άψυχα ή μέρη του σώματος αναθεματιζουμε τα γονικά τους. Τα πρώτα δεν έχουν, παρά μόνο το ανθρώπινο χέρι που τά'φτιαξε και τα δεύτερα έχουν εμάς τους ίδιους αφού είναι μέρος μας.

Σχόλιο: Η έκφραση είναι τυποποιημένη και έχει επιφωνηματική χρήση. Γι' αυτόν το λόγο και δεν αναλύεται από το φυσικό ομιλητή στα περαιτέρω συστατικά της, εφόσον η λέξη "απολυμένος" μ' αυτή τη σημασία είναι απολίθωμα και δε χρησιμοποιείται πουθενά αλλού. Έτσι είναι επιρρεπής σε φωνολογικές αλλοιώσεις. Η κατάληξη "-ους" της αιτιατικής του πληθυντικού τις περισσότερες φορές ακούγεται ως "-ες". Το νόημά της είναι βαρύ αν και ασαφές για πολλούς χρήστες της έκφρασης σήμερα με μητρική γλώσσα την κρητική διάλεκτο. Η ίδια η έκφραση είναι απολίθωμα, μια νίλα που η αρχική της χρήση και προέλευση χάνεται στο χρόνο, στα μεσαιωνικά - βυζαντινά ελληνικά. Μόνο το "διάλε" είναι γόνιμο στη χρήση από μόνο του και ως συντόμευση όλης της έκφρασης αλλά και ως αντικατάστατο του "ανάθεμα". "Διάλε τσι παράδες σου, α δε μας εκάψανε" (= ανάθεμα τα λεφτά σου που - πράγματι - μας καταστρέψανε).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία