Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

εκ του Χουπ (Hoop): είναι το στεφάνι της μπασκέτας.

Στην διάλεκτο του πεζοδρομίου σημαίνει παίζω μπάσκετ. Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις του Street BasketBall: παιχνίδι μπάσκετ σε εξωτερικό χώρο.

Σημείωση: οι μπασκέτες έχουν σιδερένιο φιλέ για να μην κόβεται.

- Πάμε μπασκετάκι σήμερα ρε μαλάκα; Έχω 2 εισιτήρια στις κεντρικές θύρες απέναντι από τα επίσημα.
- Άσε ρε μαλάκα, θα κάτσουμε μαζί με όλους τους χούπηδες... Θα πάω να καθίσω στο πέταλο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός ο οποίος προέρχεται από το μπασκετικό alley-oop, ή αλλιώς (στα ελληνικά), χουπ.

Οι χούπηδες ισχυρίζονται πως είναι μπασκετικοί φίλαθλοι και μιλάνε μεταξύ τους με καθαρά μπασκετικούς όρους, όπως: πικ εν ρολ, άλεϊ ουπ, τρανζίστορ, μπακ κορτ κτλ.

- Πάμε μπασκετάκι σήμερα ρε μαλάκα; Έχω 2 εισιτήρια στις κεντρικές θύρες απέναντι από τα επίσημα.
- Άσε ρε μαλάκα, θα κάτσουμε μαζί με όλους τους χούπηδες... Θα πάω να καθίσω στο πέταλο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αγώνας ομαδικού αθλήματος (ποδόσφαιρου, μπάσκετ) που έχει ξεφύγει από τα πλάνα και τις τακτικές των προπονητών και έχει αποκτήσει «μια άγρια ομορφιά» (κατά την προσφιλή έκφραση των σχολιαστών), δηλαδή το παιχνίδι έχει καταστεί άναρχο και εξελίσσεται φουλ επίθεση με ξαφνικές άμυνες, με παίκτες που δεν υπακούουν στα συστήματα των προπονητών και αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες με επιθετικό χαρακτήρα κατά το δοκούν (π.χ. run-and-gun).

Συνήθως, υπό τέτοιες συνθήκες τα πνεύματα είναι οξυμένα, το παιχνίδι αναπόφευκτα καθίσταται αντιαθλητικό και οι συρράξεις μεταξύ των παικτών στον αγωνιστικό χώρο και των οπαδών στις κερκίδες, συμπληρώνουν την εικόνα του εκτραχηλισμού και της αποδιοργάνωσης.

  1. Έγινε… ροντέο το ματς στο Παπαστράτειο (εδώ)

  2. Από περίπατος έγινε… ροντέο! (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαρακτηρισμός τύπου που συχνάζει σε σκακιστικούς συλλόγους, ο οποίος δεν χάνει την ευκαιρία να προτείνει ένα μπλιτς στα γρήγορα. Το μπλιτς είναι το γρήγορο ματς (δέκα λεπτών ο αγώνας, με χρονόμετρο) μεταξύ δυο αντιπάλων, αλλά ένας καλός σκακιστής σε επίπεδο μαιτρ μπορεί να κερδίσει την παρτίδα μέσα στα δέκα λεπτά. Ο μπλιτσαδόρος, για τους υπολοίπους του συλλόγου, είναι κάτι σαν το αντίστοιχο του μπριτζ (ομοιοκατάληκτο), σαν πρεφαδόρος.

Ωχ τι θέλει πάλι ο μπλιτσαδόρος... τι να παίξουμε τώρα, εδώ παρακολουθούμε αγώνα σοβαρό.

(από allivegp, 01/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στη μπασκετική ορολογία, σημαίνει κλέβω τη μπάλα από τον αντίπαλο - αρκετά όμοια με την κανονική σημασία της κλοπής. Παρ' όλα αυτά, ο όρος χρησιμοποιείται συνηθέστερα στο μπάσκετ για το κλέψιμο μέσα από τα χέρια του αντιπάλου, την ώρα δηλαδή που ντριμπλάρει.

Χρησιμοποιείται σε αυτό το context για να υποδηλώσει ότι τον έκανες ρόμπα με αυτό το κλέψιμο - σε αντίθεση π.χ. με ένα κλέψιμο που προέρχεται από παρέμβαση σε απρόσεκτη πάσα.

Το ίδιο το κλέψιμο αναφέρεται φυσικά ως «φέρμα».

Αν μου πουλήσεις εξυπνάδα κάνω φέρμα, τη μπάλα και φεύγω στην επίθεση σφαίρα. (Tang-Ram)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη που ηχεί σλανγκ στα ελληνικά, αλλά: α. δεν είναι πάντα σλανγκ (είναι και δόκιμη), β. ο σλανγκ ήχος της είναι η ακριβής ηχητική μεταφορά από τα ιαπωνέζικα. Σημαίνει τον αθλητή του καράτε.

Κανονικά λοιπόν είναι ο καρατέκα (και χρησιμοποιείται η λέξη κατά κόρον, αλλά όχι ως σλανγκ, βλ. παρ. 1), αλλά καθώς φαντάζει ελληνική η λέξη μπαίνει ένα τελικό -ς, και σλανγκοποιείται (παρ. 2, 3). Έτσι το απλό καρατέκα περιορίζεται στο θηλυκό, είτε για σλανγκ, ή για δόκιμη χρήση (παρ. 4, 5).

Για τη διαφορά μξ καρατίστα, καρατέκα και καρατερίστα, δείτε τι λέει εδώ.

  1. Ο καρατέκα ορκίζεται εκδίκηση
    Ο Τσακ Νόρις επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη με την ταινία «Αναλώσιμοι 2».

  2. Βραζιλιάνος καρατέκας!
    Ο Βραζιλιάνος άσος της Λάτσιο Ερνάνες θύμισε τον Ολλανδό Ντε Γιονγκ στον περσινό τελικό του παγκοσμίου κυπέλλου κάνοντας ένα εξίσου εγκληματικό φάουλ πάνω στον Μπενζεμά στο χθεσινό φιλικό της Γαλλίας με την Βραζιλία(1-0)

  3. ΑΝΤΩΝΗΣ ΝΙΚΟΠΟΛΙΔΗΣ: ΤΕΡΜΑΤΟΦΥΛΑΚΑΣ, ΔΕΝΔΡΟΠΗΠΟΥΡΟΣ, ΚΑΡΑΤΕΚΑΣ ΚΑΙ ΤΩΡΑ....

  4. Μία γάτα «καρατέκα» Δεν ξέρουμε για τη δική σας γατούλα, αλλά εάν δείτε το βίντεο θα καταλάβετε πως η πρωταγωνίστρια ξέρει από πολεμικές τέχνες.

  5. Η καρατέκα παίρνει θέση μάχης και καταφέρνει μια παραλυτική γονατιά στο στομάχι του ληστή, ενώ ακολουθούν κεφαλοκλείδωμα, λαβή-στρίψιμο στο χέρι που κρατά το λεπίδι: «του σταματάω την αναπνοή, αρχίζω τις κλωτσιές στα πλευρά, τα ακούω να σπάνε ένα ένα, κρακ, κρακ, κρακ…» Και οι τρεις ληστές, ανοίγουν την πόρτα και τρέπονται σε φυγή.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Σύνθημα νίκης.

Προέλευση-ετυμολογία: παραφθορά του αντίστοιχου αμερικάνικου συνθήματος «let's_go» στο μπάσκετ και στο βόλεϋ πριν την έναρξη ή επανέναρξη του αγώνα (μετά το τάιμ-άουτ). Για την παραφθορά πρβλ. μέγκλα, ροζμπίφ κ.α.) -κι ας λέει ο ακαδημαϊκός Μπαμπ(ουίνος) ό,τι θέλει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εϊναι τα γνωστά καλαίσθητα σαντάλια που φοράνε ανεξαιρέτως όλοι οι Ινδο-Μπαγκλαντέσο-Αφγανο-Κουρδο-Ιρακινο-Αιγυπτιο-Ιρανο-Πακιστανοί που ζουν στη χώρα μας.

Φοριέται στο φανάρι, στο μηχανάκι, στο Σούπερ Μάρκετ, στο ποδήλατο, σπρώχνοντας το καροτσάκι με τα σκουπίδια...

Ιδιαίτερα με την παραδοσιακή «κελεμπία» και το μουστάκι α λα 1970, δίνουν στη χώρα μας μια ανάλαφρη πινελιά καλαισθησίας και οριεντάλ κουλτούρας.

Από τα Ολ Τάιμ Κλάσσικ αθλητικά παπούτσα της Αντίντας, τα οποία συνήθιζαν οι νέοι να φορούν χωρίς κάλτσες.

Είκοσι μέτρα μπροστά μου δυο Πακιστανοί και επειδή δεν είχε φρένα το παπί τους, σταματάνε με τα Πακιστάν Σμιθ! Και να ακούγεται και Σκουιιιιιιιιιιιιίκ!!! Μιλάμε για γαμώ τες σόλες. Και τους έφερε 3000 χλμ περπάτημα, και κολύμπι στον Έβρο, και ακόμα κάργα η γόμα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ως αμετάβατο, είναι συνώνυμο του φορμάρω, του στρώνω ή του δένω: οργανώνομαι, σχηματίζομαι, μορφοποιούμαι, αποκτώ την προσδοκώμενη συνοχή, συντάσσομαι, ενιαιοποιούμαι, βρίσκω «ρυθμό», εκδιπλώνω τις δυνατότητές μου, οργανικοποιούμαι. Εν ολίγοις και αριστοτελικώς, «γίνομαι αυτό που πρέπει / αυτό που προορίζομαι να γίνω».

Λέγεται κυρίως για αθλητικές ομάδες. Αν μια ομάδα μοντάρει επιτυχώς, τότε είναι σε θέση, κατά μια απίθανη αλεφάντειο ταυτολογία, να βγει και να παίξει τη μπάλα που ξέρει.

Η μεταβατική χρήση (ο κόουτς έχει κανονίσει κάποια φιλικά για να μοντάρει την ομάδα) είναι φυσικά συνηθέστερη αν και, ίσως και εξαιτίας αυτού, κατά τι μειωμένης σλανγκικής υφής.

Μην περιμένεις από τόσο νωρίς σπουδαία πράγματα. Η ομάδα ό,τι βγήκε από προετοιμασία, θέλει κανά διμηνάκι να μοντάρει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παράγεται από την λέξη τσαχπίνης και την πορτογαλική κατάληξη -inio (μετάφραση -ούλης) που δηλώνει καταγωγή ή στυλ βραζιλιάνικο.

Χαρακτηρισμός για ποδοσφαιριστές που, ενώ φαινομενικά μιλάν στο τόπι, επί της ουσίας δεν ανταλλάσσουν ούτε καλημέρα, με τα παρακάτω γνωρίσματα. Η θέση τους βρίσκεται κοντά στη γραμμή του πλαγίου άουτ (σλανγκιστί «ασβέστης»), θεωρούνται διεμβολιστές και ωραίοι ντριπλέρ, και πάντα μα πάντα είναι κάτω του μετρίου και του αναμενόμενου.

Συνήθως κατάγονται από την Βραζιλία, αλλά όχι πάντα. Καθυστερούν όσο δεν πάει άλλο το παιχνίδι της ομάδας τους και, τις περισσότερες φορές, αντί να περνάν τον αντίπαλο τρώνε σαβούρντες περιμένοντας μάταια το κοράκι να σφυρίξει. Δεν δίνουν πάσα ούτε από το δεξί πόδι στο αριστερό. Τα βάζουν με τον κακό προπονητή που δεν τους εμπιστεύεται και οι περισσότεροι λένε για αυτούς «Αν είχε μυαλό αυτός θα έκανε καριέρα».

- Έμαθες τον καινούριο Βραζιλιάνο εξτρέμ που πήρε η ομαδάρα;
- Ναι μωρέ, σιγά τα λάχανα. Άλλος ένας τσαχπίνιο που θα μας ζαλίσει τα ούμπαλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία