1. Επίρρημα: α. Στην έκφραση «παίζω μονότερμα»: σε παιχνίδι με μπάλλα (πχ ποδόσφαιρο) η αντίπαλη ομάδα ήταν καθόλη τη διάρκεια του αγώνα στην περιοχή της δικής μας, κοντά στο δικό μας τέρμα δηλαδή, άσχετα αν έβαλε δεν έβαλε γκολ τελικά. Ήμασταν δηλαδή διαρκώς στην άμυνα και ποτέ στην επίθεση και όλο το παιχνίδι παίχτηκε δίπλα σε ένα μόνο τέρμα.

β. Στην έκφραση «παίρνω κάποιον μονότερμα», η οποία προέκυψε από την παραπάνω: μιλάω ακατάπαυστα και δεν αφήνω τον συνομιλητή μου να αρθρώσει κουβέντα, κοινώς του τα πρήζω.

  1. Ουσιαστικό:
    α. η πίεση που ασκεί η μία πλευρά πριν καλά-καλά προλάβει η άλλη να αντιδράσει.

β. στο σεξ: η συνεύρεση με έναν μόνο παρτενέρ, δηλ το σεξ για δύο και όχι παρτούζα. Επίσης: το μονοπώλιο στην απόλαυση, πχ μόνο τσιμπούκι ή μόνο γλειφομούνι.

1.α.
Τι να πρωτοθυμηθούμε; Το συγκλονιστικό μονότερμα απέναντι στη Λα Κορούνια στη Καλογρέζα επί Κυράστα (το Νοέμβρη του 1999) που δεν επιβραβεύτηκε ούτε καν με νίκη, μιας και μας ισοφάρισε ο Μακάι στο τέλος (1-1) στη μοναδική επίθεση της πιο φορμαρισμένης ευρωπαϊκής ομάδας, εκείνη την εποχή; (από ιστιοσελίδα)

1.β.
Και εμεις εχουμε δικαιωματα φιλε...αλλα δεν παιρνουμε συνεχεια μονοτερμα τους moderators...αμα δεν μας αρεσει κατι, απλα σηκωνομαστε και φευγουμε.
(από φόρουμ)

2.α.
Τουρκικό μονότερμα στο Αιγαίο με παραβιάσεις
Στο γήπεδο ισοπαλία, στο Αιγαίο, Ελλάδα-Τουρκία 0-35. Η «μάχη» συνεχίζεται σχεδόν καθημερινά την τελευταία εβδομάδα και αφού αποχώρησαν από τον ελληνικό εναέριο χώρο τα ΝΑΤΟϊκά ιπτάμενα ραντάρ που περιπολούσαν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. («Ελευθεροτυπία»)

2.β.
Μονο Για Σεχ Απο Θεσσαλονικη Για Μονοτερμα Η Διπλο
επικοινωνήστε με τον καταχωρητή
ΚΟΡΙΤΣΙΑ, ΚΟΠΕΛΕΣ ΚΥΡΙΕΣ.ΜΟΝΕΣ ΤΟΥΣ Η ΜΕ ΠΑΡΕΑ.ΜΟΝΟ ΕΜΦΑΝΙΣΙΜΕΣ ΚΑΙ ΚΟΥΚΛΑΡΕΣ.
(από το διαδίχτυ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βασικά καλοκαιρινή έκφραση.

Προέλευση: εκ του γνωστού πατσά / της γνωστής πατσάς = σούπα από (αρνίσιο συνήθως) στομάχι, χοντρή κοιλιά κλπ, βλ. και πατσοκοιλαράς (<τουρκ. paça = ποδαράκι, ενώ iskembe = κοιλιά).

Χρήση: επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου.

Απαξιωτική παιδική έκφραση, που σημαίνει ότι κάποιος πέφτει βουτιά με την κοιλιά («πέφτει πατσά» όπως λέγεται) και όχι με το κεφάλι (ή «κεφαλιά»), δεδομένου ότι το τελευταίο όσο να’ ναι θέλει τεχνική, είναι πιο στυλάτο και πιο τολμηρό (π.χ. αν δεν έχεις επαρκή χώρο για φόρα, αν πέσεις στραβά ή από πολύ ψηλά, αν έχει βράχια, στα αβαθή, αν έχει άμπωτη κλπ μπορεί να μείνεις σέκος ή φυτό βλ. ταινία Mar Adentro), χώρια που απαιτεί εκμάθηση σε κολυμβητήριο ή σε εξέδρες / βάρκες / αραγμένα πλοία, κατά τους θερινούς μήνες.

Ιδιαίτερα εντυπωσιακή (αλλά κι επικίνδυνη!) είναι η «ανάποδη κεφαλιά», δηλ. όταν ο βουτηχτής γυρίζει την πλάτη του στο νερό, υπολογίζει την απόσταση, ανοίγει τα χέρια σαν τον Χριστό στο σταυρό, δίνει ένα άλμα και πέφτει ανάποδα με άψογα ευθυγραμμισμένο το κορμί και τα χέρια σε έκταση, κάθετα στο νερό και ιδίως αν σηκώσει ελάχιστο νερό, δηλ. όσο μια αναποφάσιστη κουράδα μετά από ταλάντωση, σε βινιέτα του Εντίκα: Κλόφτ!
(Πάντως, όποιος κολυμβηταράς την κάνει, συνήθως χτυπάει τις πιο πολλές γκόμενες)...

Συναφείς, είναι και η βουτιά μπόμπα (οκλαδόν) από μεγαλύτερο ύψος, που σηκώνει πολύ νερό και η βουτιά καικαλά «Ο.Υ.Κ.-άδικη», δηλ. όρθιος και εντελώς κάθετη πτώση με το ένα χέρι γροθιά ψηλά και το άλλο να πιάνεις τ’ αμελέτητα, η οποία αν δεν είναι εφετζήδικη είναι απαραίτητη αν πέσεις από τρελό ύψος για να μην τσακιστείς (π.χ. από το δεύτερο ή τρίτο κατάστρωμα πλοίου), όπου πέφτοντας το μαλακιστήρι ακούει τα γαμώσταυρα από τους ναυτικούς, που το κυνηγούν μη σπάσει κανα παΐδι και βρουν το μπελά τους...

Πολλές φορές, η πατσά αποτελεί μιαν αποτυχημένη κεφαλιά και συνοδεύεται από χάχανα και γιούχα των παρισταμένων τσογλάνων, η χρονική διάρκεια και η ένταση των οποίων είναι ευθέως ανάλογες της πόζας που πήρε ο κολυμβητής, πριν πέσει.

Όμως και η πατσά δεν στερείται επικινδυνότητας ή επίδειξης ρίσκου. Πρώτα απ’ όλα πονάει ή τσούζει πολύ κι έτσι βλέπεις τον πατσατζή να βγαίνει απ’ το νερό κατακόκκινος (κυρίως στο στήθος και στην κοιλιά), άσε που μπορεί και να στραπατσάρεις κανα μύδι απ’ την πτώση.

Ούτω πως, μεταξύ αρρένων (αλλ’ εισέτι ανιούλων) συγκολυμβητών λέγονταν συχνά η προτροπή γενναιότητος «όποιος δεν πέσει πατσά της μάνας του ή «κωλώνεις να πέσεις πατσά στα ρηχά!», οπότε έσπευδαν οι καλούμενοι να επιδείξουν ανδρεία και να πέσουν όπως-όπως στο νερό και μάλιστα σούμπιτο, γιατί γίνονταν παγίως δεκτό από τη νομολογία των εκτάκτων Βουτοδικείων Ανηλίκων (θερινά τμήματα διακοπών) ότι «ο τελευταίος, της μάνας του»...

Εκτός βέβαια, από διάφορες κασκαρίκες που σκαρφίζονταν οι κωλοπαιδίσκοι εις βάρος του πιο μπουλούκου, π.χ. έλεγαν συνεννοημένοι «πέφτουμε όλοι πατσά ένα-δυο-τρία» και την τελευταία στιγμή συγκρατούνταν, οπότε έπεφτε μόνον o μαλάκας της παρέας.

Φυσικά, σε όλες τις ανωτέρω κλαπαρχιδιές, καίτοι η επίκληση του ονόματος της μητέρας ήταν πλέον προσφιλής, η ίδια συνήθως δεν παρακολουθούσε τα τεκταινόμενα (δεν παρίστατο ή χαζολογούσε αλλαχού), διαφορετικά το ισχαιμικό επεισόδιο θα ήταν αναπόφευκτο (όπως κι οι βατραχοπεδιλιές ύστερα).

Σήμερα, στα περισσότερα ξενοδοχεία της Δύσεως απαγορεύονται οι βουτιές στις πισίνες (για να μην μουσκεύονται οι λοιποί λουόμενοι, μη χτυπήσει κανας χριστιανός κλπ) και στα πολύ σπέσιαλ για την χρήση της υπογράφεις μέχρι και disclaimer (!), ενώ στο Ελλάντα δεν παίζει με την καμία να μαντρώσεις τα αχαλίνωτα νεοελληνάκια (χεχε)!

Τα κοριτσάκια, συνήθως, δεν αρέσκονταν σε τέτοιες δραστηριότητες – επιδείξεις (αφού τις γυναίκες δεν τις απασχολούν κάτι τέτοια θέματα) και προτιμούσαν είτε να χαριεντίζονται ασταμάτητα καθισμένες στην πετσέτα τους σε στάση παραλίας, είτε να πλατσουρίζουν στα ρηχά σαν φώκιες σε κύκλο ή δίπλα στη μαμά τους με την περικεφαλαία.

Η Βουγιούκλω, η Καρέζη κ.α. «ingenues» του νεοελληνικού σινεμά, νόμιζαν ότι έπεφταν με χάρη σε πισίνες και τα τοιαύτα, όταν τραβούσαν κάτι ξεγυρισμένους καραπατσάδες (με λυγισμένα γόνατα, ανοιχτές τις αγριομπουτάρες τους, με τον κώλο έξω, τα χέρια όπου να’ ναι κλπ), που σήκωναν τόσο νερό που θα ξεδιψούσε όλη η Μπιάφρα.

Ας είναι. Η θεματολογία των ταινιών που έπαιζαν, γαλούχησε ουκ ολίγες γενιές πεινασμένων νεοελλήνων...

(Τελετουργική λήψις στάσεως καταδύσεως):

- Πέσε ρε μαλάκα, μια ώρα!
- Κοίτα τον, το φιγουρατζή!
- Άντε ντε! Κρυώσαμε!
- Πλάαααααααααααφφφφφφφφφφφφφφφ!!!
- Ωωωωχαααα!
- Ουουουουου!
- Σιγά ρε μαλάκα, μας γιόμισες! Τί πατσά ήταν αυτή!
- Ποιος είσαι ρε, ο Λουγκάνης;
- Αφού με σπρώξατε ρε κωλόπαιδα!

(από allivegp, 14/10/10)(από Khan, 21/10/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επίρρημα συγγενές του ρήματος χλατσώνω. Έχει μια ποικιλία σημασιών, που μπορεί να προέρχονται από την μπασκετική σημασία του χλατσώνω, ήτοι «βάζω καλάθι χωρίς η μπάλα να ακουμπήσει στεφάνι, παρά μόνο διχτάκι», αλλά μπορεί απλώς να προέρχονται από τον ήχο χλατς, τον οποίο με λίγη φαντασία ακούμε σε πληθώρα περιστάσεων, λ.χ. κατά την σεξουαλική διείσδυση, όταν χτυπάνε διάφορα μπλιμπλίκια στον υπολογιστήρα, και αλλού.

Παρά την ποικιλία και απροσδιοριστία των χρήσεών του, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τις σημασίες του επίρρηματος χλατσωτά στο απολαυστικά, και εδώ η μπασκετική, όσο και η σεξουαλική σημασία του είναι σχετικές. Όπως ένα χλατσωτό καλάθι το απολαμβάνουμε εμείς και τσούζει τους αντιπάλους, έτσι το χλατσωτά δηλώνει μια ενέργεια που γίνεται χωρίς προσκόμματα, εμπόδια για τον δρώντα, αλλά με άνεση, ενώ μπορεί και να επιφέρει τσούξιμο σε παθόντα. Συναφώς μπορεί να σημαίνει «χωρίς δισταγμό».

Πάσα (Δ.Π.): Mr Cadmus.

  1. Η χυλοπιτα ειναι η αργη και βασανιστικη απολαυση που προσφερεις σε μια γυναικα οταν στη ριχνει χλατσωτα(οπως ο Πετζα στο Σεφ εκεινο το καταραμενο 1999) (Εδώ).

  2. υποστηριξα χλατσωτα τη νομιμοποιηση της φουντας (Εδώ).

7.55 (από Khan, 14/04/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία