Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Από το χώρο του ποδοσφαίρου, σημαίνει το να ντριμπλάρω κάποιον, να τον κάνω χαζό. Ο όρος καθιερώθηκε από τον Νίκο Αλέφαντο. Πράγματι, δεν είναι σπάνιες οι φορές που έχουμε ακούσει τον εν λόγω προπονητή να περιγράφει εξαιρετικά ντριμπλαρίσματα με τις φράσεις «τον ζωγράφισε», ή «τους ζωγράφισε όλους», ή «τον εζωγράφισε» κλπ.

Παρ όλ' αυτά ο όρος χρησιμοποιείται και για το κατσάδιασμα, η το μπινελίκωμα. Λέμε, π.χ. «άσε τον φώναξε ο γενικός και τον ζωγράφισε». Ουσιαστικά, όμως, πρόκειται για την ίδια λειτουργία, καθώς και στις δυο περιπτώσεις έχουμε επιβολή της υπεροχής με μη προσχηματικό, αλλά μάλλον με κραυγαλέο τρόπο.

  1. - Πω, ρε μαλάκα. Είδες πώς τους πέρασε όλους;
    -Τους ζωγράφισε.

  2. - Τι σου είπε η Μαίρη; Τσαντισμένη την άκουσα.
    - Άσε, με ζωγράφισε και είχε και δίκιο. Είχαμε ραντεβού χθες και την έστησα.

Νίκος Αλέφαντος (από panos1962, 12/11/09)Ο Πελέ "ζωγραφίζει" (από panos1962, 12/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι αυτός που τον έχει ακόμη μέσα του. Που τον φυσά μα δε κρυώνει, που τον ήπιε σε εμποροπανήγυρη, το κατα Rinus Michels «total poutsball», κ.τ.λ…

Σε αντιδιαστολή με ό,τι θεωρητικά πρεσβεύει το όνομα τούτο, δεν πρόκειται για οιοδήποτε πασαδόρο λέξεων ή καταστάσεων, μα για υπαρκτό πρόσωπο de nationalite argentine...

Πρόκειται για βαμμένο αντι-Μαραντόνα,αντι-Boca juniors δημοσιογράφο, κάτι σαν τον Γιώργο Μίνο της Avellaneda, o οποίος υπέστη γαμήσι και πρόστιμο στη πρόσφατη, καλύτερη ποτέ στη ιστορία συνέντευξη national coach σε ΜΜΕ.

Ως γνωστό, η εθνική ομάδα μπάλας της Argentina πάει σκατά και πρέπει να φερμάρει νίκη από τα σκληροτράχηλα ουρουγουάνια για να περάσει στο μουντιάλ της Ν. Αφρικης. Έτσι και πράττει. Στη μετα-ματς συνέντευξη τύπου, ο pibe d'oro τα κάνει πουτάνα, όπως διαπιστώνεται στο τιγαμισουρεαλιστικά βγώμικο απόσπασμα που ακολουθεί... πλέον ο κύριος Passman δεν έγκειται ως οντότις, μα ως ιστορικό επίθετο του κόμη Τονεπίνω...

Diegito - A los que me trataron como una basura... Qué la chupen! (Γι' αυτους που μου φέρθηκαν ωσάν να 'μαι σκουπίδι, ρουφήχτε τον!)

Δημοσιογραφοι - Α και ου...

Diegito - Qué la chupen! Y qué la sigan chupando! (ρουφήχτε τον! Και συνεχίστε να τον ρουφάτε!)

Passman - Μα τι 'ναι αυτά που λέτε! (ο οποίος την προηγούμενη μέρα έχει δηλώσει πως οι παίκτες γυμνάζονται βράδυ γιατί το χέρι του θεού έχει hangover μέχρι το μεσημερι...) ...ρωτάει μια μαλακία...

Diegito - (στο χαλαρό) Εσύ Passman, ναι, ειδικά ΕΣΥ, τον έχεις ακόμη μέσα σου!!! (...)
...KEEP ΡΟΥΦΙΝΓΚ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ειδικός ποδοσφαιρικός όρος, που υποδηλώνει το πολύ δυνατό σουτ, που μπορεί να τραυματίσει ή να σπάσει κανένα αμάξι άμα παίζεις στο δρόμο, ή να μετακινήσει τα δοκάρια. Γι' αυτό και απαγορεύεται δια ροπάλου στις μικρές ηλικίες.

Ρε μαλάκα, είπαμε όχι καραβολίδες! Τον πήρε η μπάλα στο στομάχι το Λευτεράκη και να δούμε τώρα τί θα πούμε στη φουκαριάρα τη μάνα του!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ευρύτερη έννοια του ξύλου, του ξυλοδαρμού, της σωματικής βίας, αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο στη γλώσσα μας. Υπάρχουν δεκάδες λέξεις και εκφράσεις που το περιγράφουν. Οι διαφορές μεταξύ τους εντοπίζονται είτε στην ειδικότερη τεχνοτροπία που περιγράφουν, π.χ. άλλο η καρπαζιά κι άλλο το χαστούκι, είτε στη συναισθηματική τους συνδήλωση και τα ψυχο-κοινωνικά συμφραζόμενα στα οποία χρησιμοποιείται η καθεμία, π.χ. άλλο το χαστούκι πάλι και άλλο ο κόλαφος, παρόλο που τεχνικά σημαίνουν το ίδιο.

Πώς εξηγείται το ότι ο Έλληνας έχει αφιερώσει τόσο μεράκι και ευρηματικότητα για να περιγράψει όλες αυτές τις λεπταίσθητες διαβαθμίσεις της ίδιας κατά βάσιν έννοιας;

ΑΠΑΝΤΗΣΗ 1η: Όπως για κάθε ερώτημα που αρχίζει με το «πώς εξηγείται το ότι ο Έλληνας...», έτσι κι εδώ, υπάρχει η θεωρία-παντοβότανο «400 χρόνια σκλαβιά» (αλήθεια, αυτή η φράση δε θα 'πρεπε να μπει στο λεξικό μας;). Ο τουρκοκρατούμενος ραγιάς Έλληνας υφίστατο κάθε λογής ταπεινώσεις και καταπατήσεις της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας του, έτρωγε πολύ «ξύλο» (συμβολικό, αλλά διόλου σπάνια και κανονικό), πράγμα που έφτασε να χαρακτηρίζει πλέον τη ζωή και τη σκέψη του, να γίνει μία βασική έννοια την οποία επεξεργάστηκε σε μεγάλο βάθος και έκταση.
Ντάξει, δε με πείθει και πολύ, αλλά μιας και την έχω ακούσει, την παραθέτω.

ΑΠΑΝΤΗΣΗ 2η: Ο Έλληνας είναι γενικά συναισθηματικός, εκρηκτικός, παρεξηγιάρης, και όλη την ώρα έτοιμος να αποδείξει «ποιος είν' αυτός». Αλλά στην πράξη δεν είναι και τόσο βίαιος. Πιο πολύ μιλάει για ξύλο, παρά δέρνει. Οπότε, έχει αναπτύξει και πλούσιο σχετικό λεξιλόγιο.

Ας δούμε μερικά δείγματα αυτού του λεξιλογίου. Είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν πάρα πολλά ακόμη, και σας καλώ να τα μαζέψουμε.

1. Ουσιαστικά: σφαλιάρα, καρπαζιά, κατραπακιά, γροθιά, μπουνιά, κλωτσιά, μάπα, φάπα, μπούφλα, χαστούκι, σκαμπίλι, ανάποδη, ράπισμα, κόλαφος, (ξ)ανάστροφη, μπουκέτο, μπουνίδια, κλωτσίδια, μαπίδια.

Όλα αυτά είναι τύποι χτυπημάτων. Το ράπισμα και ο κόλαφος είναι λόγιες λέξεις, και σήμερα χρησιμοποιούνται κυρίως μεταφορικά.

2. Ρήματα:

2.1. Δίνω, ρίχνω, χώνω / τρώω, αρπάζω, τσιμπάω, μαζεύω / μου 'ρχεται.

Συντασσόμενα με τα ως άνω ουσιαστικά, δηλώνουν τα μεν τρία πρώτα, δίπτωτα, τη δράση (ενεργητική διάθεση, π.χ. του 'χωσα κάτι μαπίδια), τα δε υπόλοιπα, μονόπτωτα, την αποδοχή της δράσης (παθητική διάθεση, π.χ. μάζεψε τις κλωτσιές του και ηρέμησε).

Κάπως πιο εξειδικευμένη είναι η χρήση του δίπτωτου ενεργητικής διαθέσεως σφίγγω: του 'σφιξα δυο σφαλιάρες / ανάστροφες (αλλά όχι μπουκέτα, κλωτσιές κλπ.)

Στην Κρήτη και άλλα νησιά, αντί του ρίχνω χρησιμοποιείται και το παίζω: του 'παιξα μερικές σφαλιάρες.

Το ρήμα παίρνω χρησιμοποιείται επίσης, κατά περίπτωση, με παθητική διάθεση, ως εξής: Με πήρε μια αδέσποτη, με πήραν μερικές.

2.2. Εκτός από τα ως άνω απολεξικοποιημένα ρήματα, υπάρχουν και άλλα που δηλώνουν πληρέστερα την πράξη: Δέρνω, χτυπάω, πλακώνω, χαστουκίζω, γρονθοκοπώ, κλοτσάω.

Όπως βλέπουμε, αυτά είναι λιγότερα και συναισθηματικώς πιο ουδέτερα. Για να χορτάσει ο στόμας σου θες περίφραση, δεν καλύπτεσαι από ένα μονολεκτικό ρήμα. Μόνο το πλακώνω είναι κάπως πιο εκφραστικό.

3. Περιφράσεις που δηλώνουν την κατά κράτος νίκη του δέρνοντος επί του δερομένου, χωρίς ιδιαίτερη έμφαση στην τεχνοτροπία:

3.1. θα σε γαμήσω στο ξύλο, πλακώσω..., ταράξω..., σαπίσω..., σακατέψω..., λιανίσω..., μαυρίσω..., θα σ' τις βρέξω

Το θα σ' τις βρέξω χρησιμοποιείται άνευ ετέρου προσδιορισμού. Δεν είναι καμιά πολύ βαριά απειλή, το λένε κυρίως γονείς προς μικρά παιδιά. Σε άλλα συμφραζόμενα γίνεται παιγνιώδες και χαδιάρικο, π.χ. Πάλι εσύ κέρασες; Θα σ' τις βρέξω!

Τα υπόλοιπα χρειάζονται ένα συμπλήρωμα, εμπρόθετο προσδιορισμό με το σε. Ο προσδ. στο ξύλο πάει με όλα, ενώ με τα περισσότερα πηγαίνουν και οι ειδικότεροι όροι στις σφαλιάρες, στα κλωτσίδια και κάθε άλλο παρεμφερές. Π.χ. Θα σε μαυρίσω / λιανίσω μόνο στο ξύλο, όχι *στα χαστούκια, αλλά θα σε πλακώσω / γαμήσω σε οτιδήποτε. Τα λιανίζω, πλακώνω και σακατεύω πάνε και σκέτα.

3.2. Θα σε κάνω μαύρο, τόπι, τουλούμι, σηκωτό. Και πάλι, μπορούν να συμπληρώνονται με τα εμπρόθετα στο ξύλο, στις μπουνιές κ.λπ. ή και να μπαίνουν σκέτα.

[Εγκυκλ.: το τόπι και το τουλούμι υπονοούν το πρήξιμο που θα πάθει ο δαρείς (και μετοχή παθητικού αορίστου βήτα έχω!) από το ξύλο που θα φάει. Τουλούμι είναι ο ασκός από δέρμα ζώου, που χρησιμοποιόταν παλιά για την αποθήκευση νερού, λαδιού, κρασιού κλπ., και που όταν ήταν γεμάτος και κλεισμένος φούσκωνε κι έδινε την εντύπωση πρηξίματος. Αλλά το τουλούμι χρησιμοποιείται επίσης για το παίξιμο της γκάιντας, όθεν και η πιο σπάνια έκφραση θα σε κάνω γκάιντα.

4. Περιφράσεις που περιγράφουν γενικά μία κατάσταση ξύλου, πιθανώς πολυπρόσωπη / πολυσυμμετοχική. Όλη η έμφαση δεν είναι ούτε στο ποιος ποιον, ούτε στο πώς ακριβώς, αλλά στο πόσο: πολύ!
Πέφτει ξύλο / ξυλίκι / μαπίδι / μπουκετίδι / πέφτουν μάπες / σφαλιάρες, γίνεται τσαμπουκάς, βρέχει σφαλιάρες

Προσοχή: το μαπίδι και το μπουκετίδι (και τα ευκαιριακά τύπου σφαλιαρίδι), εδώ είναι περιεκτικά: σημαίνουν «πολλές μάπες / μπουκέτα κλπ.». Αντίθετα, τα μαπίδια / κλωτσίδια / μπουνίδια του εδαφίου 1 είναι μεμονωμένοι, μετρήσιμοι χτύποι.

5. Ρήματα και περιφράσεις που δηλώνουν τη συμμετοχή κάποιου σε καταστάσεις ξύλου, χωρίς έμφαση ούτε στο πώς ούτε στο αν έριξε πιο πολλές ή έφαγε: Πλακώνομαι, παίζω ξύλο / μάπες / σφαλιάρες. Χρησιμοποιούνται κυρίως στον πληθυντικό, π.χ. πλακωθήκαμε [+/- στο ξύλο] με κάτι γαύρους.

Ειδικά το πλακώνομαι, χωρίς προσδιορισμό, μπορεί και να σημαίνει απλώς «τσακώνομαι», σε φραστικό επίπεδο: Άσε, πλακώθηκα πάλι με τους γέρους μου.

6. Εκφράσεις που δηλώνουν ότι κάποιος χτυπήθηκε από άλλους (μπορεί να έριξε κι αυτός μερικές, αλλά τελικά βγήκε ηττημένος): Τις έφαγα, τις μάζεψα.

Βλέπουμε ότι αυτές είναι πολύ λίγες. Άρα τελικά ενισχύεται η άποψη ότι όλο το θέμα δεν είναι να δέρνεις, αλλά να λες ότι έδειρες. Η περίπτωση να σε έδειραν καλόν είναι να αποσιωπάται όσο είναι δυνατόν.

7. Ανένταχτα ουσιαστικά:

κλωτσοπατινάδα: πολυπρόσωπος καβγάς, με πολύ ξύλο και χωρίς να είναι εύκολο να διακρίνεις ποιος δέρνει ποιον και ποιος κερδίζει. Απλώς αρπάζεις ένα ψάρι και κοπανάς τον πλησιέστερο συμπαίκτη σου.

δείρτης, ξυλοκόπος: αυτός που παίζει καλό ξύλο, και συχνά.

καρπαζοεισπράκτορας: θεωρητικά αυτός που τρώει πολλές καρπαζιές (η καρπαζιά είναι από τα πλέον υποτιμητικά είδη χτυπήματος). Στην πράξη όμως το λέμε για το αιώνιο θύμα, τον υπερβολικά υποχωρητικό, που ποτέ δεν ορθώνει το ανάστημά του και όλοι του τη φοράνε.

Βρεμένη σανίδα, βούρδουλας, μαστίγιο: τεχνικά υποβοηθήματα για το ξύλο. Συνήθως σε φράσεις όπως Α ρε βρεμένη σανίδα που σας χρειάζεται (= είστε αδιόρθωτοι, απαράδεκτοι, τι θέλετε πια για να συνετιστείτε;)

Πού να βάλω παραδείγματα για όλα αυτά! Ιδού μερικά εντελώς ενδεικτικά, αντλημένα από την παγκόσμια ποίηση της ρομαντικής κυρίως περιόδου:

  1. Την πρώτη σού τη χάρισα. Τη δεύτερη, κυρά μου,
    θα σε τρελάνω στις κλωτσιές κι ας εύρω τον μπελά μου.

Την τρίτη και την τέταρτη, κυρά μου, βράσε ρύζι:
πάλι τις μάπες σου θα φας, κι ο κόσμος ας με βρίζει.

(Μ. Βαμβακάρης)

  1. Μπουνιές, κλωτσιές, να το ξέρεις θα σου ρίξω πολλές,
    μπουνιές, κλωτσιές, να το ξέρεις θα σου ρίξω πολλές, γιατί,
    εγώ είμαι άγιος, εγώ είμαι άγιος, μα όμως άμα με τσαντίσουν γίνομαι άγριος.

(Ν. Καρβέλας)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τζι έιτς είναι η Αυξητική Ορμόνη (Growth Hormone) στη συνθηματική γλώσσα των μπίλντερς, αλλά και των άλλων αθλητών, των λεγόμενων «ευγενών» αθλημάτων.

Η τζι έιτς δεν συγκαταλέγεται στα steroids, είναι μια κατηγορία μόνη της. Αυξάνει όχι μόνο τη μυική μάζα αλλά και τα οστά, ενώ μετριέται σε μονάδες. Ιδιαίτερα αγαπητή στους κολυμβητές, καθώς μεγαλώνει τα άκρα (μεγαλακρία) και τα κάνει σαν βατραχοπέδιλα, μονίμως ενσωματωμένα. Λέγεται π.χ. ότι αυτός που πήρε σβάρνα τα παγκόσμια ρεκόρ κολύμβησης στην τελευταία ολυμπιάδα (δε θυμάμαι τώρα πως τον λένε) πρέπει να χτυπάει ίσαμε 12 μονάδες αυξητική ημερησίως.

G.H. is magic. Ογκώνει, γραμμώνει, ξανανιώνει, 3 σε 1 κι όλα αυτά συγχρόνως, χωρίς να χρειάζεται να μπεις στη διαδικασία «παίρνω όγκο σαβουριάζοντας και μετά κάνω γράμμωση αυξάνοντας τις πρωτεΐνες και κόβοντας τα υπόλοιπα». Δεν έχει παρενέργειες όπως τα steroids (που αν δεν ξέρεις να τα κουμαντάρεις, παίζει να σου πέσει και το πουλί και να χρειάζεσαι γερανό για να το σηκώσεις).

Η τζι έιτς είναι φρούτο της δεκαετίας του ’80. Σήμερα παρασκευάζεται χημικά, στην αρχή όμως την έπαιρναν από νεκρά έμβρυα (πιο δραστική αλλά και πιο επικίνδυνη λέγεται). Τέτοια έπαιρνε κι ο Αντρέας ο Παπαντρέας κάποτες και γαμούσε κι έδερνε. Ήδη στο Αμέρικα είναι κοινή πρακτική για όσα γερόντια επιθυμούν να παραμείνουν κοτσονάτα.

Γενικά παίδες έχετε υπόψη πως ο άνθρωπος όπως τον ξέραμε αλλάζει. Τα όρια ανάμεσα στο «φυσικό» και το «τεχνητό» γίνονται όλο και πιο ρευστά (τα γράφω αυτά και σαν ένα είδος hommage στον γίγαντα Jean Baudrillard).

- Φίλε παίζει να έχω κάνει και 40 κύκλους φαρμάκι συνολικά, τζι έιτς όμως δεν έχω βάλει. Παίζει κι ένα ιστορικό ζάχαρου στην οικογένεια και το ψιλοφοβάμαι.
- Στ’αρχίδια σου, έτσι κι αλλιώς γράμματα είσαι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο άτεχνος ποδοσφαιριστής, ο αδέξιος, ο άμπαλος. Πολύ συχνός χαρακτηρισμός της κερκίδας για παίκτες που στερούνται κάθε φινέτσας και στηρίζονται αποκλειστικά στη δύναμη.

Συνήθως αναφέρεται σε αμυντικό κριάρι, αλλά ξυλοκόπος μπορεί να είναι και κάποιος ανασταλτικός μέσος ή το βαρύ σέντερ φορ με το κλασικό Βρετανικό στυλ. Συχνά, αλλά όχι απαραίτητα, ο ξυλοκόπος είναι και αντιαθλητικά σκληρός, το γνωστό δρεπανηφόρο άρμα.

Ως ξυλοκόποι, στον πληθυντικό, μπορεί να χαρακτηρισθεί και μια ολόκληρη ομάδα που έχει μεν πάθος και δύναμη αλλά που συλλογικά και από παράδοση ταλαιπωρεί το τόπι - σε επίπεδο εθνικών ομάδων π.χ. Σκανδιναβοί, Βρετανοί κ.ο.κ.

Και γιατί ξυλοκόποι; Ασαφές, αλλά ίσως διότι οι παίκτες αυτού του στυλ μεταχειρίζονται τη μπάλα με την ίδια χάρη που ο γνήσιος ξυλοκόπος πελεκάει το κούτσουρο ...

  1. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλος ο κόσμος θέλει να βλέπει Μέσι και Ρονάλντο στα γήπεδα, αλλά αφ'ενός είναι λίγοι αυτής της ποιότητας οι ποδοσφαιριστές και αφ'ετέρου τους τίτλους τους δίνουν οι νίκες και όχι οι περίτεχνες ενέργειες. Και δυστυχώς το σύγχρονο ποδόσφαιρο, με το πολύ πρέσιγκ, την δύναμη και την ταχύτητα ευνοεί τους ξυλοκόπους παρά τους τεχνίτες. (από το http://www.bluefans.info/)

  2. Δεν μπορώ να παραδεχθώ ότι η Σουηδία είναι κλάσεις ανώτερη από εμάς. Τρεις παικταράδες έχει και τίποτα παραπάνω. Οι υπόλοιποι είναι ξυλοκόποι που χρειάζονται πέντε κοντρόλ για να κατεβάσουν την μπάλα. (από το http://blogs.contra.gr, πίκρα μετά τον αποκλεισμό της Εθνικής από τη Σουηδία στο Euro 08)

  3. O Irwin έπαιζε τόσα χρόνια μπάλα και δε θυμάμαι να έχει χτυπήσει άλλον παίκτη... μια άτυχη στιγμή δε νομίζω να στιγματίζει ως ξυλοκόπο τον φιλότιμο Ιρλανδό μπακ... (από το http://www.fmgreece.gr)

  4. Οι ηρωϊκοί πλην ξυλοκόποι σκωτσέζοι το πάλεψαν όσο μπορούσαν αλλά είναι πολύ μονοδιάστατοι ... ((από το http://www.bluefans.info/, σχόλιο για τον τελικό του κυπέλου ΟΥΕΦΑ Ζενίτ-Ρέιντζερς)

  5. - Κάτσε ρε, πού να τρέχουμε ... έχει και ματς στη δορυφορική ... Φινλανδία - Ελβετία ...
    - Ωραίο ματς ... Ξυλοκόποι εναντίον αγελαδοτρόφων ... ψηφίζω μπυρίτσουαλς

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέμε ότι κάποιος είναι φέτες όταν έχει πολύ γραμμωμένο κορμί.

Χρησιμοποιείται κυριώς για τους κοιλιακούς μυς οι οποίοι όταν είναι γυμνασμένοι και δεν καλύπτονται από στρώμα λίπους, σχηματίζουν έξι ξεχωριστές φέτες (αγγλιστί: six-pack)

- Πω πω, κοίτα ένα μποντέο! Ρε συ, αυτός είναι φέτες!

(από Vrastaman, 20/11/09)και ιδρωμενοσ...χοτ θα ελεγα (από mariahomorfi, 24/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην μπασκετική ιδιόλεκτο, είναι ένα στυλ παιχνιδιού, όπου η μπάλα δεν ακουμπά καθόλου (δηλ. κατά το δυνατόν λιγότερο, για να το θέσουμε ρεαλιστικά) στο παρκέ, όπως δηλαδή προβλέπουν οι κανονισμοί του βόλεϊ. Το στυλ αυτό παιχνιδιού προϋποθέτει εκρηκτική ταχύτητα, αστραπιαίες πάσες και πουτάνα point guard. Επιτυγχάνεται βέβαια σε λίγες επιθέσεις, και δη αιφνιδιασμούς, ενώ το επικαλούνται θριαμβολογώντας οι οπαδοί της ομάδας στο στυλ «καλά την παίξαμε βόλεϊ την Πρόκομ» κ.ο.κ. ή αστεϊσμών «πάμε να δούμε βόλεϊ» κ.ο.κ. Από τους καλύτερους βολεϊμπολίστες είναι/ ήταν ο Sarunas Jasikevicius.

Τα λεφτά μας πίσω! Πήγαμε να δούμε μπάσκετ με τον γαύρο, και τελικά είδαμε βόλεϊ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εναλλακτικά: στέλνω για τσάι, κερνάω τσάι.

Όρος του ευγενούς μηχανοκίνητου αθλητισμού και δη των αυτοσχέδιων αγώνων (τις λένε και κόντρες). Το θέμα είναι απλό: αυτός που τσαγιάζει είναι ο νικητής. Ο άλλος, που το ήπιε, καλά θα κάνει ν' αράξει και να απολαύσει το τσαγάκι στο του σπιτάκι του, σε κανά ΚΑΠΗ, ή (αλίμονο!) σε κανά Ίδρυμα Αποκατάστασης Αναπήρων (έτσι κουλάδι που είναι).

Τσάγια σερβίρονται παντού και πάντα, εκεί που δε το περιμένεις. Μια λοξή ματιά σ' ένα φανάρι αρκεί ενίοτε για να στηθεί μια κοντρίτσα ως το επόμενο. Αν είσαι καυλόγκαζος φίλε μου, θα το ρουφήξεις το αφέψημα κάποια στιγμή. Δε το γλιτώνεις ούτε με σφαίρες. Όπως δεν υπάρχει δίκυκλο που να μην έχει φάει σαβούρα, έτσι δεν υπάρχει και οδηγός που να μη τον έχουν τσαγιάσει.

  1. ΣΕΡΒΙΡΩ ΖΕΣΤΟ ΤΣΑΓΑΚΙ (αυτοκόλλητο στο πίσω τζάμι πειραγμένου τουμπανιάρικου αμαξίου)

  2. - ... κι εκεί που γκαζώνει που λες ο χοντάκιας και κωλοχαίρεται, του πατάω ένα κατεβασματάκι κι έφαγε τη σκόνη μου... Ο μαλάκας ο γιάπωνας με τον καρνάβαλο!
    - Σα να λέμε ρε φίλε τον τσάγιασες κανονικά!...
    - Σερβιτόρος καριέρας, αγορίνα μου... Έχω κεράσει εγώ γενιές και γενιές!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο=Ορίστε
Σ=Στραγάλια
Φ=Φιστίκι
Π=Παστατέμπο

οσφπ 0-5 ΑΕΚ (Αποτέλεσμα τελικού κυπέλου)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία