Ο πάρα πολύ όμορφος στα καλιαρντά, εκ του α΄ συστατικού θεο- και του λατσός (<lačho = καλός, όμορφος στη ρομανί).

  1. ΕΝΑΣ ΘΕΟΛΑΤΣΟΣ ΚΕΡΑΜΙΔΟΓΑΤΟΣ ΚΑΝΕΙ ΣΑΝ ΤΖΑΣΛΟΣ ΓΙΑ ΜΠΑΡΕΣ ΝΙΑΟΥΡΙΖΟΝΤΑΣ ΣΤΟ web. ΕΧΕΙ ΝΤΕΖΙ. (Από σάιτ για ενήλικες).

  2. ΕΜΕΝΑ ΜΕ ΠΟΝΑ ΚΑΙ Ο ΠΟΥΛΗΣ ΜΟΥ ΑΛΛΑ ΠΕΡΑΣΑ ΦΙΝΑ ΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ. ΗΤΑΝ ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΕΝΑ ΓΑΡΓΑΡΟΤΕΚΝΟ ΠΟΥ ΠΗΡΕ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑΥΣΤΑΘΜΟ ΣΤΗ ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΙΔΑ ΣΤΟ FERRY ΒΟΑΤ. ΜΠΗΚΕ ΣΤΑ ΠΑΛΟΥΚΙΑ ΚΑΙ ΒΓΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΑΜΑ Ο ΘΕΟΛΑΤΣΟΣ. (Αποκατέ).

  3. Εισαι θεολατσος και μπεναβεις μεσικ. Τζασε την καθε καλιαρντω, λουγκρα, και ανεμιαρα και αβελε αποκατε να αβελουμε κοντροσολ. (Από το Νέτι)

(από Khan, 20/05/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε