-Σε χάλασαν και σένα τα χτεσινά σουβλάκια;
-Άστα. Τσόρλουκα με πήγε όλο το βράδυ!

Έχω διάρροια (από τον Κροάτη ποδοσφαιριστή Τσόρλουκα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτή η έκφραση χρησιμοποιείται για να περιγράψει το μαρτύριο που τραβάμε όλοι μας σχεδόν κάθε Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Πάσχα. Η κατάσταση που είσαι όταν έχεις φάει τα πάντα, θέλεις να χωνέψεις, έχεις στουμπώσει για τα καλά και πας στην τουαλέτα νομίζοντας ότι θα ξαλαφρώσεις και τελικά βγάζεις ένα μικροσκοπικό κουραδάκι, περιγράφεται ως μαρτύριο της κουράδας..

- Ωχχχχ Παναγία μου! Τι την ήθελα τόση γαλοπούλα! Πάω στην τουαλέτα!
- Τι έγινε ρε αδερφέ; Έβγαλες τίποτα;
- Μπα... Πήγα, κάθισα και εκεί που νόμιζα ότι θα αδειάσω εντελώς έβγαλα ένα κατσικοκούραδο..
- Πω ρε φίλε ...Το μαρτύριο της κουράδας ε;
- Ναι άστα να πάνε....

(από Ladysapia, 26/12/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη που κάνει τα παιδιά να γελάνε πολύ (γενικά τα παιδιά γελάνε πολύ με ό,τι έχει να κάνει με τα σκατά).

Πολτοποιημένα σκατά, για όποιον λόγο (χρόνος, βιολογικός καθαρισμός, λίπασμα, ό,τι). Που θυμίζουν σούπα, πχ φασολάδα.

Ενδέχεται όμως και να μην κυριολεκτεί η έκφραση, αλλά να περιγράφει κάτι αρκούντως σιχαμερό που θα μπορούσε να παρομοιαστεί με τα παραπάνω.

Πάσα: 'Ολιβ, η οποία ανάθεμα κι αν θα γράψει ποτέ κάτι...

- Καθαρά τα νερά στην παραλία;
- Μπα, σκατουλάδα...

(σημ: εδώ δεν ξέρουμε και ούτε θέμε να μάθουμε αν ο ομιλητής αναφέρεται σε κυριολεκτική ή μεταφορική σκατουλάδα).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη που ναι μεν δεν απαντάται στον γούγλη αλλά λέγεται αρκετά. Περιγράφει ένα ακαθόριστο χρώμα που θυμίζει μουστάρδα με στοιχεία κουτσουλιάς περιστεριού. Δεν αναφέρεται δηλαδή σε ωραίο, ούτε καν σε πλακάτο χρώμα.

Πάλι θα φορέσεις αυτό το μουσταρδοκοτσιλί σακκάκι; Έλεορ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η μακριά, χοντρή και κυλινδρικής διατομής κουράδα, από την ομοιότητά της με το λουκάνικο (χωριάτικο, κατά προτίμηση). Παράγεται συνήθως λόγω παρατεταμένης κατανάλωσης κρεατικών. Σφηνώνει άσκημα στη λεκάνη, και άντε ύστερα να βρεις ποπέρα να την ξεβουλώσεις...

Σύνθετο: λουκανοπαραγωγός.

- Βρήκα μια λουκάνα σαν υπερωκεάνιο μες στη λεκάνη!
- Θα έχεσε πάλι ο Βασίλης...

Ο παλαίμαχος άσος του ΠΑΟ Τάκης Λουκανίδης (από allivegp, 29/03/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται ως απάντηση στην επιφώνηση «σκατά!» η οποία χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει σκατοκατάσταση.

Η ατάκα πρέπει να είναι άμεση και ευγενική· αν δεν προλάβετε να απαντήσετε άμεσα, μην το επιχειρείτε καθόλου, θα γελάσουν όλοι μαζί σας. Αφήστε το να περάσει και την επόμενη φορά να έχετε το νου σας!

  1. - Όχι, ρε πούστη μου, τρία λιμά σπαθιά σήκωσα. Σκατά!
    - Καλή όρεξη...

  2. - Πήγα να καθαρίσω το registry και μπερδεύτηκαν τα σώβρακα με τις φανέλες. Τα 'κανα σκατά!
    - Καλή όρεξη!

Καλή όρεξη! (από panos1962, 03/11/09)Γερμανικό λουκάνικο με αφρικανικό τυρί. (από panos1962, 21/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφέρεται και κομμάτι κουράδας που «ξέφυγε» από λάθος εκτίμηση κλανιάς ή από ανάγκη.

  1. Ω, ρε μαλάκα, πήγα να κλάσω και νομίζω μου 'φυγε κοψίδι. Γαμώ τα σπανάκια μου!

  2. Δεν αντέχω άλλο, θα μου φύγει κανα κοψίδι!

Μάκης Κοψίδης (από allivegp, 30/10/09)Ράλλης Κοψίδης, ζωγράφος και αγιογράφος που μαθήτευσε στον Κόντογλου. Ο Khan λογικά θα τον ξέρει... (από johnblack, 31/10/09)

Β. επίσης εχεκλάνω, χέκλασα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η τροφή που σπάει την δυσκοιλιότητα και φέρνει το καλό, το ωραίο, το πολυπόθητο χέσιμο.

- Τι έπαθε πάλι η μικρή;
- Τα ίδια. Πέντε μέρες έχει να πάει και έχει πρηστεί, δε βλέπεις;
- Δώσ' της σύκα να φάει, είναι χεστικά. Και κανα κολοκύθι...
- Της έδωσα λίγο ρύζι, δεν κάνει; Φυτό είναι κι αυτό.

(από nick, 16/09/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία