"Λιμανιώτικος" όρος για το "άραξε", "κάνε κράτει".

"Κάνε άπωσον ρε μαγκίτη" δηλ. φίλος άσε τους τσαμπουκάδες, κάτσε καλά...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Γαλατσίοτικος νεολογισμός με σημασία η οποία καλεί τον ομιλητή σε αφασία,κυρίως νοητική αλλά και εικονική,χρήσιμο όταν ο δέκτης χρειάζεται εντυπωσιασμό μέσω τη συζήτησης Ηχητικά παρατηρείται να σβήνει η λέξη ''μύθος'' προς το τέλος της φράσης ''Εαγα μυθθθ....''

1 -Μιλάμε περνάει το μωρό από μπροστά μου -Και,και...; -Τι και ρε;Έφαγα μύθο...

2 -Πέρασε σήμερα ένας παππούς ένα Στοπ..Έφαγα μύθο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Τα χρήματα στην διαδικτυακή στοιχηματική αργκό. Ακολουθείται συνήθως από το "έχω". Είναι συν-αναφορά στη φράση "Πυροβολάω" ένα σημείο. Ενίοτε έρχεται και σαν ερώτηση "Έχεις σφαίρες;"

Σήμερα παίζει ο ΠΑΟΚ, έχεις σφαίρες να το πυροβολήσουμε; Θα το φόρτωνα ένα κατοστάρικο στο Χ αλλά δεν έχω σφαίρες

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Έκφραση που απαντάται σε χρήση παραπλήσια με την κυριολεκτική της σημασία αλλά και μεταφορικά όταν κάποιος δυσμενώς,είτε χειρίζεται καταστάσεις είτε ενεργεί, χωρίς να επιδεικνύει την επιβεβλημένη διάκριση μεταξύ εμφανώς διαφοροποιημένων καταστάσεων.

Η σβάρνα, ως γνωστόν, είναι βαρύ μεταλλικό γεωργικό εργαλείο ισοπέδωσης χωραφιών και διάλυσης σβόλων γης, καθιστώντας τα πιο εύφορα, με σκοπό την ευχερέστερη και βελτιωμένη καλλιέργεια αγροτικών προϊόντων.

Ότι παρασύρει λοιπόν μια σβάρνα στο πέρασμά της, καταστρέφεται, διαλύεται, σκορπάει ισοπεδώνεται.

  1. -Προχθές στην εθνική οδό μια νταλίκα χωρίς φρένα πήρε σβάρνα όλα τα αυτοκίνητα που συνάντησε στο πέρασμά της

  2. -Αυτός είναι να μην ανοίξει το στόμα του στη Βουλή. Θα τους πάρει όλους σβάρνα.

  3. πούστης τον πούστη αγαπά, πουτάνα την πουτάνα, κι ο Μήτσος ο κολομπαράς τους παίρνει όλους σβάρνα

παρόμοιες εκφράσεις: μικρό μεγάλο παστρεύει, όλα στο ίδιο τσουβάλι, ισοπεδώνω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ατελές - συνθηματικό γλωσσικό ιδίωμα, Πελοποννησίων που ασκούσαν την τέχνη του κατασκευαστή και επισκευαστή χτενιών στην Κρήτη. Ήδη πριν από τον 19ο αι. συντεχνίες τους απαντήχνανε στη Μεγαλόνησο και φιλοξενούνταν στο χωριό Ξιδά της επαρχίας Πεδιάδος, όπου έγιναν επιγαμίες και απορροφήθηκαν από τους ντόπιους, αλλάζοντας και τα επώνυμα τους σε κρητικά και ιδίως στο δεικτικό του επαγγέλματός τους, όπως Χτενιαδάκης.
Το γλωσσάρι αυτό εξυπηρέτησε 3ων αιώνων και βάλε σινάφια συντέχνων χτενιαδιτών, κατά τις περιπλανήσεις τους και υπήρξε το μόνο καταφύγιο από τους κινδύνους της προκατάληψης των ντόπιων και ιδίως των Τούρκων, αλλά και για λόγους προσωπικούς: να επικοινωνούν ντέρτια και καημούς σε ιδίωμα που δεν καταλάβαινε κανείς, αλλά και να ανταλλάζουν πληροφορίες για την πέραση του επαγγέλματός τους και τις τύχες των συναδέλφων τους.
Πλάστηκε από την Πελοπόννησο και συνεχίστηκε να πλάθεται στην Κρήτη. Είναι νεκρό ιδίωμα ήδη πριν την Κατοχή, διότι το σινάφι έπαψε να είναι αποκλεισμένο κοινωνικά, καθότι προσαρμόστηκε στην ντόπια κοινωνία κι έτσι εξέλειψαν κι συνθήκες που το γέννησαν. Ως φαινόμενο απαντά σε διάφορα επαγγέλματα συντεχνιών κατά τόπους, και αναλόγως την ανθηρότητα του σιναφιού και την αυτοπεποίθησή του ως προς τη θέση του στην τοπική κοινωνία είναι πιο εξελιγμένο ή πιο πρωτόγονο. Το γλωσσάρι των χτενιαδιτών είναι μάλλον πρωτόγονο και περιορισμένο και περιγράφει μια πολύ ορισμένη γκάμα καταστάσεων και πραγμάτων, όπως απλή και περιορισμένη ήταν κι η ζωή τους η ίδια.


1."Να στείλουμε πελεκούδες στο σανασακέο, να ξέπομε φλαουνιάρι, ή φιόρο, ή φιορεφτάρα".
Μτφρ.: Να πούμε του καφετζή να μας φέρει καφέ, ρακή ή κρασί.
2."Να στειλίσουμε φιόρο"
Μτφρ.: Να πιούμε κρασί.
3."Κουργιά, στείλε πελεκούδες στην κότενα, να στειλίσει μπερδένι για να στειλίσουμε το κοπανάρι".
Μτφρ.: Μάστορα, πες της γυναίκας να μασε δώσει μπαμπάκι για να φτιάξουμε το χτένι.
4."Ο κουργιάς φαγγρίζει τη σαΐτα"
Μτφρ.: Ο μάστορας ή ο άντρας γελά στην κοπελλιά
5. "Η σαΐτα φαγγρίζει"
Μτφρ. Η κοπελλιά γελά.
6. "Βροντομάγια το βασίλη"
Μτφρ.: Βάλε λάδι στο λύχνο
Αυτή η έκφραση ακουγόταν τάχατες για νυχτέρι. Όσο περισσότερο κρατούσε το λάδι, τόσο περισσότερο βαστούσε και το ξενύχτι. Στην πραγματικότητα όμως το έκαναν για εξοικονόμηση λαδιού καθώς λόγω κούρασης οι χτενιαδίτες σπάνια ξενυχτούσαν κι έτσι είχαν πάντα εύκαιρο απόθεμα τις νύχτες που ήθελαν να κάψουν λίγο παραπάνω για διάφορους λόγους (π.χ.:ξαγρύπνισμα για τον άρρωστο, υπερένταση και αϋπνίες, συμπληρωματική εργασία κ.λπ.).
7. "Να στειλίσομε λόντζα"
Μτφρ.: Να φάμε ψωμί

Από αυτές τις φράσεις, προκύπτει το εξής γλωσσάρι:
κουργιάς = άντρας ή μάστορας
στέλνω πελεκούδες = λέω ή δίνω παραγγελιά
σανασακέος = καφεντζής φλαουνιάρι = καφές
φιόρο = κρασί
φιορεφτάρα ή φιορίνα (αλλού) = τσικουδιά
κότενα = κυρά, γυναίκα
μπερδένι = μπαμπάκι
κοπανάρι = χτένι
σαΐτα ή σαϊτούρα (αλλού) = κοπελλιά
βασίλης = λύχνος
Πρόσθετα (εκτός παραδειγμάτων):
κουμουχιώτικα = σταφύλλια
τραϊφόρο = τυρί
λεφόχιο = ο παπάς
Ρήματα:
Βρονταμαγ(ι)ώ = βάζω λάδι
στειλίζω = αναλόγως το αντικείμενο μπορεί να σημαίνει "δίνω", "στέλνω" ή "φτιάχνω", ακόμα και "πίνω" ή "τρώω". Είναι κάτι σαν το "αβέλω" των καλιαρντών. Ρήμα πασπαρτού. Έτσι προκύπτει το παράδειγμα 2, 3 και 7.
Πρόκειται για ιδίωμα εύπλαστης σημασιολογίας καθώς εξαρτάται από τη σύνδεση ρήματος - αντικειμένου και έτσι αναλόγως το αντικείμενο μετατρέπεται το νόημα του ρήματος για να δηλώνει κάθε φορά και άλλο υπονοούμενο.

Πέραν αυτών, υπήρχε και η επαγγελματική ορολογία που περιλάμβανε λέξεις όπως:
στύλοι = Τέσσερις στύλοι φτιάχνανε το "κάδρο", το πλαίσιο όπου στηρίζονταν στο εσωτερικό τα υπόλοιπα στοιχεία της χτένας
θύρες = Καλάμια που τοποθετούνταν οριζόντια ανάμεσα στους στύλους
λιγαδούρα = Άθροισμα 50 θυρών
βαγί = Πλέξιμο θυρών ανάμεσα στους στύλους
γιακαλίζω = Κόβω τις άκρες των θυρών που εξέχουν από τους στύλους
χαντρώνω = Χαράζω την οριζόντια πλευρά των θυρών στα δύο άκρα και μετά διορθώνω με το μαχαίρι τις θύρες να γίνουν ίσιες
στραβομαχαιρίζω = Εξωμαλύνω την επιφάνεια πλέξης ώσπου να τη λειάνω με πλάγιες κινήσεις και με στραβομάχαιρο, φαλτσέτα
γλυκοθυρίζω = Καθαρίζω το χτένι με ειδικό εργαλείο, το ξυστρί
Από έρευνα και καταγραφή του Γιώργη Θεοδοσάκη, όπως παρουσιάστηκε στην εγκυκλοπαίδεια "Κρήτη, το αφιέρωμα" σειρά Α, τόμος 16ος Λαογραφία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λεξιπλασία του Ηλία Πετρόπουλου για την σύγχρονη αργκό της νεολέρας. Το 1998 ο Πετρόπουλος προανήγγειλε την συγγραφή σχετικού λεξικού:

«Τώρα ετοιμάζω τα «φλοράδικα» από τη γλώσσα των νέων. «Φλόρος» είναι μια παλιά μάγκικη λέξη που σημαίνει μαμμόθρεφτο. Ήταν εκείνα τα παιδιά που είχαν πάντα χαρτζιλίκι και ξηγιόνταν χωροφυλακίστικα. Τώρα είναι αυτοί που λένε «μη μου τη λες» (μη μου τη βγαίνεις) ή «έγινε της Πόπης», ή «αχταρμάς» ­ λέξη που προέρχεται από μέθοδο ειδικής κλοπής στα πεζοδρόμια, κ.λπ.»

Τι γνωρίζουμε για τα φλοράδικα; Δυστυχώς ελάστιχα, καθώς το γλωσσάρι παραμένει εισέτι αδημοσίευτο:

  • Σε αντίθεση με τις κλασσικές μορφές αργκό που πραγματεύτηκε ο Πετρόπουλος (ρεμπέτικα, καλιαρντά, κ.ά.), τα φλοράδικα δεν προήλθαν από κλειστές υποκουλτούρες του κοινωνικού υπογαστρίου αλλά από τις πλατιές και ετερόκλιτες μάζες τση νεολαίας. Όπως διατύπωσε το 1993, «Oι φλόροι και οι φαντάροι, οι μηχανόβιοι και τα πρεζόνια, οι γκομενάκηδες και οι μπαρόβιοι (αρκεί να ’ναι νεαροί)». Το φαινόμουνο αυτό απεικόνισε στα χειρόγραφά του (βλ. πρώτο μύδι), γράφοντας ότι «λειτουργεί όχι κάθετα αλλά άνω κάτω, σ’ όλο το κοινωνικό εύρος και προπάντων σποραδικά».
  • Σε αντίθεση με την αργκό του υποκόσμου και τα καλιαρντά, οι φλοράδικες γλωσσοπλασίες δεν είναι κρυπτικές αλλά καγκουροειδώς επιδειξιομανείς· εκφέρονται «όχι για να αποκρύψουν, αλλά, κυρίως, για να κάνουν φιγούρα».
  • Το γλωσσάρι περιλαμβάνει περίπου 6.300 λήμματα, από το αγαθοπουρό έως το στρατόκαυλο ώρα των τρελών. Τα λήμματα, σύμφωνα με το συγγραφέα, «πατάνε σταθερά πάνω στην παράδοση της λαϊκής γλώσσας, της εκφραστικής του δρόμου, της αργκοτικής ανέλιξης» και είναι συχνά μπολιασμένα συχνά με αγγλικές λέξεις και εκφράσεις.
  • Ενδεικτικά, περιλαμβάνονται νεολογισμοί τ. τα παίρνω στο κρανίο, ανακυκλωμένες σλανγκιές και γαμοσλανγκοδομές του πάλαι ποτέ υποκόσμου που παρείσφρησαν στην νεολαία (π.χ. ποδανά) αλλά και μη αργκοτικοί νεολογισμοί (π.χ. βιντεάδικο, δημοσιοσχεσίτης, χάκερ).

Ζώντας στο Παρίσι, ο Πετρόπουλος αναγνώριζε ακομπλεξάριστα ότι δεν είχε βιωματική επαφή με τα φλοράδικα. Ωσεκτουτού στηριζόταν σε δευτερογενείς πηγές με ιδιαίτερη προτίμηση σε δημοσιογραφικές τρασιές. Όπως έγραφε, «καλύτερα μαθαίνω τη ρέουσα γλώσσα από το Αθηνόραμα παρά από την Καθημερινή». Πολλοί σλάνγκοι του σλανγκρρρ θα τον τζινάβουν. Άλλοι πάλι, όχι.

Δέκα χρόνια αφότου η στάχτη του Πετρόπουλου σκορπίστηκε στους υπονόμους του Παρισιού, το «Φλοράδικα» παραμένει αδημοσίευτο. Ίσως επειδή τα χειρόγραφα επιμελούνται ακαδημαϊκοί, με την οκνηρία οποίων συχνάκις εσυφιλιάσθη (βλ. παράδειγμα 4). Στους ακαδημαϊκούς αυτούς ωστόσο οφείλουμε το σύνολο σχεδόν των πληροφοριών του ανά οθόνης λήμματος.

Βλ. επίσης: αργκό, σλανγκ, σλανγκιά, καλιαρντά, μαλλιαρή, ιδίωμα της πιάτσας.

1.
Αθελά μου χρησιμοποιώ ένα ευρύ λεξιλόγιο, που αρχίζει από το δεινό Ομηρο και φτάνει ώς τα φλοράδικα. Οταν γράφω οι λέξεις κυλάνε μ' έναν αυτοματισμό. Διορθώνω ελάχιστα τα γραπτά μου. Ο, τι μ' ενδιαφέρει είναι η ακρίβεια του περιεχομένου μιας λέξης, σε συνδυασμό με το αισθητικό χρώμα της.

2.
O Τέος Ρόμβος παρουσιάστηκε σαν η συνέχεια του Εμπειρίκου, αλλά δεν έχει καμιά λογοτεχνική σχέση με τον Εμπειρίκο. O Εμπειρίκος χρησιμοποιεί, εντέχνως, την καθαρεύουσα, ενώ ο Ρόμβος γράφει στην τρέχουσα δήθεν - δημοτική, και, ενίοτε, καταφεύγει στα φλοράδικα της σύγχρονης νεολαίας.

  1. Η πιο εύφωνη γλώσσα, η ομορφότερη, είναι η μάγκικη (π.χ. φέρτον/ε) που τη μιλούσαν ωραία οι Αρβανίτες. Τα πιο γλυκά ελληνικά τα μιλούσαν οι Σμυρνιοί, μ' αυτό π.χ. το διπλό «λάμδα» τους. Η πιο κλειστή γλώσσα είναι η γλώσσα των πρεζάκηδων, πιο κλειστή και από τα καλλιαρντά, που κατέγραψα 3.300 λέξεις. Τώρα ετοιμάζω τα «φλοράδικα» από τη γλώσσα των νέων. «Φλόρος» είναι μια παλιά μάγκικη λέξη που σημαίνει μαμμόθρεφτο. Ήταν εκείνα τα παιδιά που είχαν πάντα χαρτζιλίκι και ξηγιόνταν χωροφυλακίστικα. Τώρα είναι αυτοί που λένε «μη μου τη λες» (μη μου τη βγαίνεις) ή «έγινε της Πόπης», ή «αχταρμάς» ­ λέξη που προέρχεται από μέθοδο ειδικής κλοπής στα πεζοδρόμια, κ.λπ. (Ηλίας Πετρόπουλος, ΤΑ ΝΕΑ, 26/01/1998)

4.
Είναι αυτονόητο πως οι λεξικογράφοι που εδημοσίευσαν λίστες με φλοράδικες λέξεις, απέφυγαν επιμελώς τις αθυροστομίες. Η λέξη κουραδοκόφτης τυπώνεται εδώ για πρώτη φορά. Συνεπώς σύμφωνα με το νόμο, έχω τις σχετικές ποινικές ευθύνες, καθότι τυγχάνω πλέον ιδιοκτήτης της λέξης. Οι μικρές λίστες που προανέφερα περιέχουν μόνο 40 μέχρι 150 λέξεις, όπερ αποδεικνύει την οκνηρία των δαιμόνιων λεξικογράφων μας. Οι ίδιοι λεξικογράφοι ισχυρίζονται ότι τα Φλοράδικα βασίζονται κυρίως στα αγγλικά. Αυτό το λένε επειδή ο ασήμαντος αριθμός των λέξεων που κατέγραψαν δεν τους επιτρέπει να προβούν σε σοβαρές στατιστικές. Έχω συγκεντρώσει ως τώρα κάπου 7000 λέξεις της Γλώσσας των Νέων. Και έχω διαπιστώσει μέσα στα Φλοράδικα, μιαν ισχυρότατη παρουσία της κλασικής μας αργκό που οι ερασιτέχνες λεξικογράφοι αγνοούν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπουτ σημαίνει πολύ στα καλιαρντά.

Αλλά, μπουτ σημαίνει πολύ και στα ρομανί - πιο γνωστά ως τσιγγάνικα και γύφτικα. Είναι μια από τις πολλές λέξεις που μοιράζονται οι δυο γλώσσες.

Τα καλιαρντά είναι ένα πολυσυλλεκτικό ιδίωμα. Έχουν πάρει λέξεις από τα ελληνικά, τα ιταλικά, τα γαλλικά, τα αγγλικά και τα τούρκικα, τις έχουν μεταμορφώσει και έχουν παράγει μια εκφραστικότατη σύνθεση. Τολμώ, ωστόσο να πω, ότι οι λέξεις που πήραν από τα ρομανί είναι οι πιο καίριες, αυτές που δίνουν στα καλιαρντά μέγα μέρος της ιδιαιτερότητάς τους. Το λέω αυτό για δυο κυρίως λόγους:

  1. Γιατί από τα ρομανί πήραν τα καλιαρντά λέξεις-κλειδιά - κλειδιά και για τη σύνταξη της γλώσσας, με προφανέστερο παράδειγμα το ρήμα-πασπαρτού αβέλω, και για την σύνθεση νέων λέξεων, π.χ. το λατσός, λατσό που είναι το πρώτο συνθετικό σε πάνω από 30 λέξεις της καλιαρντής που κατέγραψε ο Ηλίας Πετρόπουλος στο γνωστό λεξικό του.

  2. Και, γιατί από τα ρομανί πήραν τα καλιαρντά πολλές από τις μικρές, απλές λέξεις που είναι ο συνεκτικός ιστός κάθε γλώσσας π.χ. μολ (=νερό), μαντό (=ψωμί) αλλά και πολλές λέξεις ιδιαίτερα χρηστικές για το περιβάλλον τους, π.χ. πούλη, μουτζό, λουμπίνα, κουραβέλτα. Η ίδια η λέξη καλιαρντά, πιστεύω βάσιμα, προέρχεται από τη ρομανί λέξη kaljardo - βλ. τα παραδείγματα.

Η έκταση των επιρροών της ρομανί στα καλιαρντά επιτρέπει να υποθέσουμε ότι οι κοινότητες των κιναίδων και των Ρομ βρισκόταν σε στενή επαφή - και είναι λογικό ότι κάπου και θα τέμνονταν. Πέραν τούτου, προτιμώ να αποφύγω τις εικασίες για το είδος των σχέσεων που υπήρχαν - ότι και οι δυο κοινότητες ήταν περιθωριακές με κάποιο τρόπο, από μόνο του δε λέει τίποτε. Μου έχει κάνει εντύπωση, ωστόσο, ότι η σχετικά γνωστή λέξη μπαλαμό που στα ρομανί παραπέμπει στο αφεντικό, τον ξένο, τον λευκό, στα καλιαρντά σημαίνει τον μεσόκοπο παιδεραστή που πληρώνει για να γαμήσει ή να τον γαμήσουν. Ο Ισπανός ελληνιστής César Montoliu που έχει γράψει για την σχέση ανάμεσα στα καλιαρντά και την ρομανί εικάζει ότι τα καλιαρντά πρωτοεμφανίσθηκαν σε περιβάλλον χρηστών της ρομανί συνδεδεμένων με την ανδρική πορνεία.

Τις επιρροές που είχαν τα καλιαρντά από τα ρομανί ο Πετρόπουλος στην αρχή δεν τις είδε. Στην πρώτη έκδοση του λεξικού του, το 1971, τις περισσότερες λέξεις που προέρχονται από τα ρομανί ή τις ετυμολογεί λάθος ή τις χαρακτηρίζει αγνώστου ετύμου. Το πρόβλημα αυτό το παραδέχεται στα σχόλια του που περιλαμβάνονται στην επανέκδοση του 1983 - διάφοροι φιλόλογοι από το εξωτερικό του είχαν εντωμεταξύ επιστήσει την προσοχή - και για καμιά δεκαριά λέξεις αναθεωρεί την αρχική του ετυμολογία· σε άλλες, όμως, συνεχίζει να μην κάνει την συσχέτιση.

Πέραν του César Montoliu (μια περίληψη του σχετικού άρθρου του υπάρχει εδώ), την σχέση ανάμεσα στη ρομανί και τα καλιαρντά έχει επισημάνει και ο καθηγητής του Α.Π.Θ. Σωφρόνης Χατζησαββίδης ο οποίος λέει εδώ ότι περίπου 15% των καταγραμμένων λέξεων και φράσεων των καλιαρντών προέρχονται από τη ρομανί.


Τα Καλιαρντά (1971) του Πετρόπουλου παραμένουν η βασική πηγή προσέγγισης της γλώσσας για τους αμύητους στο ζωντανό ιδίωμα όπως εγώ. Συμβουλεύθηκα την επανέκδοση του 1983 από τις εκδόσεις Νεφέλη - περιέχει και τα καίρια συμπληρωματικά σχόλια που έγραψε ο Πετρόπουλος στο Παρίσι το 1980. Πολύ χρήσιμα είναι και τα όσα λέει ο φίλος aias.ath στο λήμμα καλιαρντά.

Η βασική πηγή που βρήκα για τα ρομανί είναι η λεξικογραφική βάση δεδομένων ROMLEX, προϊόν συνεργασίας των πανεπιστημίων του Graz και του Manchester. Περιέχει 126.000 λήμματα από 27 διαλέκτους. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη σύγκριση με τα καλιαρντά έχουν οι διάλεκτοι των Νότιων Βαλκανίων. Χρήσιμο είναι και το Λεξικό της Ρομανί γλώσσας του Ι. Αλεξίου.

Ένα ενδιαφέρον κείμενο στα ελληνικά για τη ρομανί γενικά είναι αυτό. Το σάιτ gypsytown.com είναι μια καλή εισαγωγή για την ιστορία κλπ των Ρομ από την δική τους σκοπιά.

Αντιπαραβάλλω εδώ κάποιες σημαντικές λέξεις των καλιαρντών με τις λέξεις της ρομανί απ' όπου προέρχονται. Δίνω πρώτα το λήμμα από το λεξικό του Πετρόπουλου με τον ορισμό σχεδόν αυτούσιο και με την ένδειξη (Η.Π. 1971). Μετά, όπου υπάρχουν, δίνω τα ετυμολογικά σχόλια που συμπλήρωσε ο Πετρόπουλος το 1980 με την ένδειξη (Η.Π. 1980). Τέλος, δίνω τη σχετική ρομανί λέξη με έναν συνοπτικό ορισμό.

  • αβέλω = δίνω, παίρνω, κάνω, βάζω, βγάζω, επιθυμώ, έχω, θέλω· ρήμα-κλειδί, που πάντα συσχετίζεται με τα συμφραζόμενα, και που πιθανότατα έλκει την καταγωγή του από το κοινό ρήμα θέλω. (Η.Π. 1971) < avel, avela, avol = είμαι, γίνομαι, έρχομαι, φτάνω
  • δικέλω = βλέπω, κοιτάζω· αγνώστου ετύμου. (Η.Π. 1971) ντικ· η λέξη, και τα παράγωγά της, από το τσιγκάνικο dik (=κοίτα), σύμφωνα με υπόδειξη του Steve A. Demakopoulos. (Η.Π. 1980) < dikhel = βλέπω, κοιτάζω, επιθεωρώ
  • ηρακλιά, η = γυναίκα· από το Ηρακλής (με αρκετήν ειρωνία) αλλά και φοβία και ηράκλω, η = γυναικάρα, νταρντανογυναίκα· από το ηρακλιά (βλ. λήμμα). (Η.Π. 1971) < rakli, rakhli = κοπέλα, κορίτσι, κόρη – ξένη, όχι Ρομ στην καταγωγή· η Ρομ κοπέλα είναι čhaj
  • κάκνα, κακνή, η = κότα· ίσως ηχομιμητικής προελεύσεως· δεν φαίνεται να σχετίζεται με το ιταλικό cagna (=σκύλα)· πάντως, η λέξη κακνή χρησιμοποιείται στη Μυτιλήνη με την ίδια σημασία (Η.Π. 1971) < khajni = κότα, προφέρεται κχαϊνί
  • καλιαρντά, τα = η γλώσσα των κιναίδων, από το καλιαρντός, επίθετο = άσχημος, κακός, περίεργος· μάλλον από το γαλλικό gaillard (=εύθυμος, τολμηρός, αναιδής, παλικαράς). (Η.Π. 1971) < kaľardο, kaljardo = μαύρος, νέγρος, Αφρικανός, αμαυρωμένος, ατιμασμένος, από το kalo (=μαύρο), από όπου ίσως και η θεά Κάλι και ο Κάλιμπαν στην Τρικυμία του Σαίξπηρ
  • κατές = αντωνυμία, αυτός αγνώστου ετύμου· κατέ = αυτή, αυτό άκλιτο (Η.Π. 1971) < kate, kathe = εδώ
  • κουλό, το = σκατό· ίσως από το γνωστό κουλές (τουρκικά kule = πύργος)· ενθυμού τα ταυτόσημα πουλοπυργί της καλιαρντής και κουραδοθημωνιά των ρεμπέτηδων· δεν αποκλείεται όμως η καταγωγή από το ιταλικό culo (=πάτος, πρωκτός). (Η.Π. 1971) < khul = σκατό, κουράδα
  • κουραβέλτα, η = συνουσία· αγνώστου ετύμου και κουραβέλω = συνουσιάζομαι (ενεργητικώς), αγνώστου ετύμου (Η.Π. 1971) < σύνθετο από το θέμα kur- και το ρήμα avel, kuřipe = συνουσία, kurela = συνουσιάζομαι
  • λατσός, επίθετο = ωραίος, καλός· μάλλον πρόκειται περί γύφτικης λέξεως. (Η.Π. 1971) λατσός· ο Gordon M. Messing (σ.σ. διαπρεπής φιλόλογος) επιβεβαιώνει την δειλή μου ετυμολογία. (Η.Π. 1980) < lačho = καλός, όμορφος
  • λουμπίνα, η = κίναιδος· δεν είναι απίθανο να κατάγεται από το κολομπίνα (καρναβάλια, γαϊτανάκι της παλιάς Αθήνας, όπου, ως γνωστόν, τον πρώτο λόγο τον είχανε οι κίναιδοι). (Η.Π. 1971) < lubni, lumni, lumli = πουτάνα, παλιογυναίκα
  • μαντό, το = ψωμί· αγνώστου ετύμου. (Η.Π. 1971) < manro, mandro = ψωμί
  • μολ, το = νερό, υγρό· από τα ιταλικά molle (=υγρό όπου ρίχνεις κάτι για να μαλακώσει) και mollo (=μουσκεμένος). (Η.Π. 1971) μολ· υπενθυμίζω την άποψη της Helene Ioannidi ότι είναι τσιγκάνικης αρχής, αλλά διστάζω να το αποδεχθώ· η λέξη mol στη ρουμάνικη αργκό σημαίνει κρασί. (Η.Π. 1980) < mol = κρασί
  • μουτζό, το = γυναικείον αιδοίον· μάλλον πρόκειται περί λέξεως-ύβρεως (ή εξορκισμού), προερχομένης από την γνωστή μούτζα. (Η.Π. 1971) < mindž = κόλπος, αιδοίο, χυδαία λέξη για το κορίτσι, τη φιλενάδα η λέξη υπάρχει με την ίδια σημασία και στην αγγλική αργκό ως minge
  • μπαλαμό, το = μεσόκοπος παιδεραστής που αμείβει τον κίναιδο· αγνώστου ετύμου. (Η.Π. 1971) < balamo, balamno = αφέντης, δικαστής· σε διαλέκτους της ΠΓΔΜ και του Κοσσυφοπεδίου είναι ο Σέρβος, στη διάλεκτο Σεπετζί του Βόλου είναι ο Έλληνας· χρησιμοποιείται και για να δηλώσει τον ξένο, τον λευκό, τον μη Ρομ
  • μπαρός, επίθετο = χοντρός. (Η.Π. 1971) μπαλός/μπαρός· μάλλον από το τσιγκάνικο baro (=μεγάλος)· η λέξη μπαρός στα κουδαρίτικά σημαίνει: νοικοκύρης· βλέπε και τις ρουμάνικες αργκοτικές λέξεις baroi (=ψηλός, τσιγκάνος), baron (=πέος) και barosan (=βαρής, μεγάλος, πλούσιος). (Η.Π. 1980) < baro = μεγάλος, ψηλός αλλά και αφέντης, νοικοκύρης
  • μπουτ, επίρρημα = πολύ· αγνώστου ετύμου· πάντως στην αγγλική butt σημαίνει ακτή, τέρμα και το τουρκικό buut σημαίνει απόσταση < but = πολύ, πολλά
  • πελέ, το = όρχις, νεότερος παραπλανητικός τύπος του μπελέ. (Η.Π. 1971) πελέ· μάλλον από το τσιγκάνικο pelo (=όρχις). (Η.Π. 1980) < pelo = αρχίδι, pele = αρχίδια (πληθ.)
  • πούλη, η = πρωκτός· αγνώστου ετύμου, δίχως να αποκλείεται σχέση με το κοινό πουλί>πουλάκι (=αιδοίον). (Η.Π. 1971) πούλη· πιθανότατα από το τσιγκάνικο bul (=πίσω, πισινός, αιδοίον)• στην ρουμάνικη αργκό συναντάμε μια σειρά λέξεων που προήλθαν επίσης από το τσιγκάνικο bul και που αναφέρονται κυρίως στους παιδεραστές. (Η.Π. 1980) < bul = κώλος
  • πουρός, επίθετο = γέρος, ηλικιωμένος, παρήλιξ· μάλλον από το γνωστό πουρί. (Η.Π. 1971) πουρός· στη ρουμάνικη αργκό υπάρχουν οι λέξεις puriu (=πατέρας) και purie (=μητέρα) που αποδίδονται αντιστοίχως στα τσιγκάνικα puro/puri. (Η.Π. 1980) < phuro = γέρος, παππούς
  • ρέλο, το = πορδή, αγνώστου ετύμου. (Η.Π. 1971) ρέλο· μάλλον από τα ταυτόσημα τσιγκάνικα ril/rila, οπόθεν και τα ρουμανικά αργκοτικά ril (=πορδή) και rila (=πέος). (Η.Π. 1980) < ril = πορδή (στη διάλεκτο Σεπετζί του Βόλου)
  • τεκνό, το = αγόρι, νεαρός, μικρό· από το κοινό τέκνο· πάντως η λέξη είναι παρμένη από το τεκνό που έχει ο κάθε γέροντας καλόγερος. (Η.Π. 1971) < tikno = μικρό, μικροκαμωμένο
  • τιραχό, το = παπούτσι· συνήθως απαντάται στον πληθυντικό· αγνώστου ετύμου. (Η.Π. 1971) < tirax = παπούτσι (στη διάλεκτο Σεπετζί του Βόλου)
  • τζάζω = διώχνω, φεύγω, πετώ. (Η.Π. 1971) < džal, džala, džal-tar = φεύγω, αναχωρώ, απομακρύνομαι, πηγαίνω
  • τσουρνό, το = κλέψιμο· ειδικώτερον, κλοπή του πορτοφολιού παιδεραστού, κατά τη διάρκεια της συνουσίας, από το φίλο του κίναιδου, που είναι κρυμμένος κάτω από το κρεβάτι· αγνώστου ετύμου. (Η.Π. 1971) τσουρνεύω· τσιγκάνικης αρχής (tsor-). (Η.Π. 1980) < čor ( προφέρεται τσορ) = κλέφτης, ληστής
  • χάλω = τρώω, αγνώστου ετύμου. (Η.Π. 1971) χαλ/χάλω· αυτές οι δυο λέξεις καθώς και τα παράγωγα, τσιγκάνικης αρχής. (Η.Π. 1980) < xal, hal = τρώω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εξειδικευμένη αλλά υπαρκτή αργκό. Γεννήθηκε και αναπτύσσεται σε σκακιστικά καφενεία, ομίλους και πάρκα (υπάρχουν γεροντάκια που παίζουν καθημερινά στο Πεδίο του Άρεως). Το σκάκι δεν έχει μπει στην κουλτούρα μας όπως το τάβλι, αλλά έχει και αυτό τους φανατικούς θιασώτες του. Η αργκό των σκακιστών έχει ζωντάνια, φαντασία και δύναμη. Ειδικά τα σκακιστικά καφενεία έχουν την δική τους ατμόσφαιρα και κανόνες.

Ποια είναι επιτέλους αυτή η αργκό ;;. Αυτή.

Όσοι έχουν παίξει σκάκι θα το βρουν εξαιρετικό, οι υπόλοιποι τουλάχιστον ενδιαφέρον.

Ο γράφων είναι κλασσικός μαζέτας ή παπί. Επίσης είναι και τρελός στήτης.

Σκακιστική αργκό στο σλανγκ: ταβλιτζής.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα κομμέ είναι μια διάλεκτος παρόμοια με τα ποδανά σε ό,τι αφορά τη χρήση της. H ίδια η λέξη είναι η κομμέ version της λέξης «κομμένα».

Και εδώ τα χρησιμοποιούμε για να μη μας πάρουν χαμπάρι, αλλά το θέμα παίζει αλλιώς εδώ. Παίρνουμε τη λέξη που θέλουμε και την κόβουμε στην πρώτη συλλαβή συνήθως, ή όπου αλλού βολεύει προς αποφυγή μπερδέματος. Άμα τα συνδυάσουμε με τα ποδανά στον προφορικό λόγο, τότε το αποτέλεσμα είναι απλά ούμπερ!

  1. Ο Τα(κης) είπε ότι θα φέρει το κο(κό –κόκα δηλαδή) το βρά(δυ) για να γίνει σκηνικό...

  2. — Παίζει ο σφαγμέ(νος) ο ά(σσος);;
    — Μόνο ο διπλός ο νόζις.

  3. Και μου λε(ει) η μεναγκό δε γουστά(ρω) και τέτοια... Ε, α γαμή και λε πουλέ της λέω. Λασκύ...

Βλ. και εφτά νομά σ’ ένα δωμά, πώς να μπορέ να κλείσω μά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ὁ ὁρισμὸς τῶν καλιαρντῶν δὲν μπορεῖ παρὰ ν' ἀρχίζῃ μὲ τὰ λόγια τοῦ ἀειμνήστου Πετροπούλου, ὁ ὁποῖος τὸν ἀνέσυρε ἀπὸ τὸ ἡμίφως τῆς κοινωνικῆς ὑποκρισίας καὶ τοῦ στρουθοκαμηλισμοῦ, εἰς τὴν πλήρη δημοσιότητα:

Καλιαρντά, ἤτοι τὸ γλωσσικὸν ἰδίωμα τῶν κιναίδων, ὅπερ παρ' αὐτοῖς εἶναι γνωστὸν καὶ ὡς καλιαρντὴ ἢ καλιάρντω, καὶ ὡς τζιναβωτά, καὶ ὡς λιάρντω ἢ ντούρα λιάρντα, καὶ ὡς λατινικὰ ἢ βαθιὰ λατινικά, ἤ, ἁπλῶς, ἐτροῦσκα, καὶ ὡς λουμπινίστικα ἢ φραγκολουμπινίστικα.

Καλιαρντός σημαίνει κατὰ κυριολεξίαν κακός, ἄσχημος. Σὲ διασταλτικὴ ἑρμηνεία σημαίνει κίναιδος. Καλιαρντὰ (μπενάματα [παραλείπεται ὡς ἐννοούμενον]) σημαίνει κατὰ κυριολεξίαν κακὰ λόγια.

Ὁ Πετρόπουλος προτείνει ὡς πιθανὸν ἔτυμον τὸ γαλλικὸν gaillard, ποὺ σημαίνει εὔθυμος καὶ φαιδρὸς (προσέξτε τὴν ἀγγλικὴ ἐκδοχὴ τῶν λέξεων αὐτῶν: gay!!!), καὶ διάφορα ἄλλα, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἀναιδής, παλληκαρᾶς. Ἡ πιθανὴ σειρὰ εἶναι εἴτε gaillard > γκαγιάρντ (μὲ προφερόμενο τὸ d λόγῳ ἴσως ἀγνοίας) > καγιάρντ > καγιαρντός > καλ(λ)ιαρντός, εἴτε gaillard > γκαλ(λ)ιαρ(ντ) > γκαλ(λ)ιαρντός > καλ(λ)ιαρντός. Ὅποιος δέχεται τὴν ἐκδοχὴ αὐτή, πρέπει νὰ γράφῃ τὴ λέξι μὲ διπλὸ λ: Καλλιαρντά. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἡ ἐκδοχὴ εἶναι λογικοφανής, ὅμως τὸ ἐπικρατοῦν νόημα τοῦ gaillard εἶναι πλησιέστερο πρὸς τὸ παλληκαρᾶς, παρὰ πρὸς τὸ εὔθυμος --> gay. Ὑφίσταται καὶ ὁ τύπος καρλιαντά, καρλιαντὸς κλπ, μὲ ἀντιμετάθεσι τῶν δύο ὑγρῶν, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι εὔχρηστος. Ὑπάρχουν καὶ τύποι βραχυνθέντες δι’ ἐκπτώσεως τῆς ἀρκτικῆς συλλαβῆς: λιάρντα (ἡ, ἀλλὰ καὶ τά [ἡ οὐδετέρα ἐκδοχὴ ἀφορᾷ πάντοτε σὲ παρερμηνεία ὑπὸ ἀσχέτου]), λιάρντω κλπ. Πιστεύω ὅτι τέτοιοι τύποι ἐδημιουργοῦντο ἀενάως, κατὰ τὴν προσπάθειαν τῆς κοινότητος αὐτῆς νὰ ἐφεύρῃ παραπλανητικοὺς τύπους, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἀδήριτον καὶ ἔμφυτον ἀνάγκην των διὰ «χαριτωμενοέπειαν» ἢ «τσαχπινοέπειαν» (εἶδος καλλιεπείας, τὸ ὁποῖον δὲν δημιουργεῖ ὀξύμωρον μὲ τὴν ἔννοιαν «καλιαρντός»). Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται εἰς τὰ καλιαρντὰ μὲ τήν, τρόπον τινά, τραγουδιστὴν ἐκφορὰν τοῦ λόγου, ὡς πεζοτράγουδου.

Κύρια παράγωγα εἶναι ἡ καλιαρντοσύνη = ἀσχήμια, κακία, προστυχιά, τὰ ρήματα καλιαρντεύω = ἀσχημονῶ (ἔργῳ ἢ λόγῳ) καὶ καλιαρντομπενάβω = βρίζω --> κακολογῶ (κύριο συνώνυμον τὸ μπενάβω ἀνθυγιεινά).

Ἐν συνθέσει ἡ λέξις παράγει διάφορα ὡραῖα κι ἐνδιαφέροντα, ὅπως τὰ μονολεκτικὰ καλιαρντόκαψα = λαγνεία, καλιαρντονίλα = δολιοφθορά, σκόπιμη ζημιὰ σὲ κάποιον, ἀπάτη κλπ, καλιαρντοαρτὶστ = κακότεχνος, καλιαρντοσκελοσάλιαγγας = κωλόγερος, καλιαρντοσάρμελοςκαλιαρντοσεμελιάρης (παραπέμπει ἄκοπα, ἀβάδιστα στὸ συφιλιάρης, ψωριάρης κλπ) = βρωμοψώλης, ἀσχημόπουτσος, καὶ τὶς περιφράσεις καλιαρντὰ χαλέματα = κωλόφαγα καὶ junk food (καλιαρντοχάλω τὸ ρῆμα), καλιαρντὸ μὸλ = νερό (περίπου δηλαδὴ μαλακία ὑγρό, σὲ ἀντίθεσι πχ μὲ τὰ οἰνοπνευματώδη, ποὺ εἶναι καλὰ ὑγρά), κλπ.

Ἡ γραμματικὴ καὶ ἡ σύνταξις τῆς καλιαρντῆς εἶναι ὅπως καὶ στὸν κορμὸ τῆς νεοελληνικῆς. Ἡ συνεχὴς παραγωγὴ νέων λέξεων ἐχαρακτήριζε τὴν καλιαρντὴ μέχρι τὴν ἀκμή της· γινόταν «στὸ φτερό», κυρίως μὲ τὴ σπονδυλωτὴ σύνδεσι λέξεων. Πολλὲς φορὲς κάποιες λέξεις μπορεῖ νὰ μᾶς φαίνονται ἀνοικονόμητες, οἱ κίναιδοι ὅμως συνήθως τὶς βολεύουν, ἀλλάζοντας τὶς καταλήξεις, κόβοντας ἢ διπλασιάζοντας συλλαβές, ὥστε νὰ ἐναρμονίζωνται χωρὶς χασμωδίες καὶ περιττοσυλλαβίες μέσα στὸν ρέοντα λόγο. Γιὰ τὸν ἀδαῆ, συνεπῶς, ἡ καλιαρντὴ μοιάζει μὲ κινούμενη ἄμμο, χωρὶς ὅμως καὶ νὰ εἶναι.

Ἐπειδὴ τὸ βιβλίο τοῦ Πετροπούλου ἐξεδόθη ἐπὶ δικτατορίας (1971, ἐκδόσεις Δίγαμμα), πολλοὶ ἐσχημάτισαν τὴν ἐντύπωσι ὅτι τὰ καλιαρντὰ ἐδημιουργήθησαν ἢ πάντως ἤκμασαν τότε, λόγῳ τῶν ἀπαγορεύσεων καὶ τῆς ἠθικολογικῆς κοινωνικῆς μουτσούνας, ποὺ εἶχε ἐπιβληθῆ (Πατρίς, ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ). Κάτι τέτοιο εἶναι ἀπολύτως ἀνακριβές: Διατίθεται πρὸς τεκμηρίωσιν ἡ μαρτυρία ἐμοῦ καὶ ἄλλων παλαιοτέρων, καθὼς καὶ ἡ αὐθεντικὴ καλιαρντὴ λέξις Βενιζελοδοσμένη = Κωνσταντινούπολις, ἡ ὁποία παραπέμπει στὰ γνωστὰ-ἄγνωστα γεγονότα τῆς ἐποχῆς τοῦ διχασμοῦ καὶ τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς, συνεπῶς δίνει ἕνα στοιχεῖο παρουσίας τοῦ ἰδιώματος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἴσως δὲ καὶ ἕνα στοιχεῖο γιὰ τὰ ἐπικρατοῦντα φρονήματα τῆς underground κοινότητος τῶν κιναίδων τότε: Ἴσως (μόνον) αὐτοὶ νὰ παρέμειναν ἀδίχαστοι, εἰς πεῖσμα τῶν Βενιζελόμουτρων (ὅρα καὶ σχόλια ὁρισμοῦ [2007] τοῦ συσλάγκου alliotikos)... Ἐπίσης τὸ ρῆμα μπαϊρακταρίζω, τὸ ψευδογαλλικὸ οὐσιαστικὸ μπαϊρακτέρ, καθὼς καὶ τὸ ποσοστιαίως μέγα πλῆθος τουρκογενῶν λέξεων, μᾶς ὠθοῦν εἰς τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ καλιαρντὴ ὑπῆρχε, ἔστω σὲ ἐμβρυϊκὴ κατάστασι, στὴν Ἀθῆνα τοῦ 19ου αἰῶνος, εἰς βίον παράλληλον μὲ τὴν κουτσαβακικήν.

Ἡ καλιαρντὴ εἶναι ἕνα ἀρκετὰ πλούσιο, πλὴν ἐλλειπὲς καὶ ἀποκλειστικῶς προφορικὸ underground γλωσσικὸ ἰδίωμα (μὲ τὴν ἔννοιαν ὅτι δὲν ὑπάρχει καλιαρντὴ γραμματεία), μὲ καθαρῶς ἀστικὰ (τῆς πόλεως) χαρακτηριστικά. Ποτὲ δὲν ἐλειτούργησε στὴν ὕπαιθρο, ὄχι φυσικὰ διότι ἐκεῖ δὲν εἶχε κιναίδους, ἀλλὰ διότι ὁ κίναιδος τῆς ὑπαίθρου δὲν εἶχε γενικῶς τὰ μέσα νὰ θεωρητικοποιήσῃ τὸ πάθος του καί, τέλος πάντων, νὰ τὸ ἰδῇ μὲ (ψευδο;)αὐταρέσκειαν· δὲν βοηθοῦσε καὶ ὁ βαθμὸς ἀραιώσεως, γιὰ τὴν εὐδοκίμησι ἰδιώματος. Δοθέντος ὅτι ὑπάρχουν λέξεις ποὺ λοιδωροῦν τοὺς ἐπαρχιῶτες κιναίδους, πχ βλαχοντάνα, γιδοτεκνοσυντήρητη, ὑψομετροῦ, θεωρῶ ὅτι ἂν εἴχαν εὐδοκιμήσει καλιαρντὰ στὴν ὕπαιθρο, τὸτε θὰ εἶχαν λοιδωρηθῆ ὑπὸ τῶν κιναίδων τῆς (συμ)πρωτευούσης ὡς βλαχολιάρντα ἢ κάτι ἀνάλογο, τοὐλάχιστον ὡς πρὸς τὸ σκέλος τῆς προφορᾶς. Εἶναι ἀδιανόητο νὰ μὴ λοιδωρηθῇ, κραχθῇ μᾶλλον, ἀπὸ τοὺς κιναίδους τῶν ἀστικῶν κέντρων, μὲ τὴν ξενομανία των καὶ τὴν ἀπέχθεια πρὸς ὁ,τιδήποτε «paysan», ὁ κίναιδος μὲ Λαρισσαϊκὸ ἢ Ἀνωγεινὸ accent, ἐφ' ὅσον ἐκράζετο πχ ἡ λεγομένη Λαρισσινὴ μερακλοπουτάνα, γιὰ πολὺ λιγότερο χτυπητὰ χαρακτηριστικά, ἀπ' ὅτι τὰ καλιαρντὰ μὲ Λαρισσαϊκὴ (ἢ ὅ,τι ἄλλο) προφορὰ καὶ προσῳδία.

Ἐπικρατεῖ ἡ ἄποψις ὅτι ἡ καλιαρντὴ γεννήθηκε σιγὰ-σιγά, μετὰ τὴν μεταφορὰ τῆς πρωτευούσης στὴν Ἀθῆνα καὶ τὴ μεγέθυνσι τῆς πόλεως. Στὴν ἐποχὴ τῶν κουτσαβάκηδων καὶ τοῦ Μπαϊρακτάρη ἄνθισε περισσότερο, προφανῶς γιὰ προστασία τοῦ «ἀπορρήτου τῶν ἐπικοινωνιῶν» στοὺς δημοσίους χώρους, πχ Ζάππειο, πλατεία Ψυρρῆ κλπ, ὅπου συνέρρεαν ὅλοι γιὰ «καλντερίμι τῆς χαρᾶς» (ψωνιστῆρι). Ἡ ἐξέλιξις τῆς καλιαρντῆς καὶ ἡ ἀπαρτίωσις τῆς κιναιδοκοινότητος εἰς κάσταν εἶναι ὄψεις τοῦ ἰδίου κοινωνικοῦ φαινομένου. Ἐνόσῳ ὑπῆρχαν λόγοι δημιουργίας κάστας, τὸ ἰδίωμα ἐξειλίσσετο, καὶ ἐπέτεινε τὴν περιχαράκωσι· ἡ ζωντάνια τοῦ φαινομένου ἔκανε ὥστε νὰ δημιουργοῦνται νέες λέξεις. Μετὰ τὴ μεταπολίτευσι τὸ ἰδίωμα σβήνει μὲ ταχὺν ρυθμόν, διότι δὲν ὑπάρχει πλέον λόγος γλωσσικοῦ ἀφορισμοῦ καὶ αὐτοπροστασίας τῶν κιναίδων. Ἀντιθέτως μάλιστα, ἀφοῦ πλέον οἱ straight ἔχουν ἀρχίσει νὰ αἰσθάνωνται ἀπειλουμένη μειονότης.

Τὰ καλιαρντὰ ἔχουν ἰδιάζουσα προφορά, ὀρθοφωνία καὶ ὗφος. Ὁ λόγος εἶναι ἡδυσμένος καὶ ἐπιτηδευμένος, συνοδεύεται δὲ ἀπὸ διάφορες γυναικωτὲς κινήσεις, στάσεις, πόζες καὶ τζιλβέδες, ὅλα ὅμως αὐτὰ σχετίζονται μὲ τὴν ἰδιαιτέρα κουλτοῦρα τοῦ κιναίδου. Ὑπάρχουν καὶ ἐξαιρέσεις: Ὁ πουστόμαγκας δὲν ἀκκίζεται. Πετάει τὰ καλιαρντά του στρίβοντας τὴ μουστάκα του. Ἡ ἐκφορὰ τοῦ λόγου εἶναι ταχυτάτη: Ὁ ἄσχετος δὲν ἔχει καμμία τύχη. Οἱ πλεῖστοι χρῆσται εἶναι βεβαίως τόσο ἄξεστοι, ὅσο καὶ ὁ λοιπὸς ἀστικὸς μέσος ὅρος. Οἱ προχωρημένοι ἔχουν τὴν πλήρη ἐποπτεία, οἱ ἀποδέλοιποι βολεύονται μὲ καμμιὰ διακοσαριὰ λέξεις. Ἐδῶ ἐντάσσεται καὶ ἡ διάκρισις λιάρντας καὶ ντούρας λιάρντας (λατινικῶν καὶ βαθέων λατινικῶν): Χωρὶς νὰ εἶναι λόγιο κομμάτι τοῦ ἰδιώματος, εἶναι πιό παραπλανητικό, πιό εὑρηματικό, πιό εὐφυές, πιό ψαγμένο. Εἶναι ἐσωτερικό.

Λογία καλιαρντὴ δὲν ὑπάρχει. Δὲν ὑπάρχει πεζογραφία καὶ ποίησις γραμμένη ἀποκλειστικῶς στὴν καλιαρντή. Ὑπάρχουν παρὰ ταῦτα τραγούδια, κυρίως παραφθορὲς τραγουδιῶν τοῦ συρμοῦ μὲ ἄλλα ἢ μερικῶς ἀλλαγμένα λόγια, τὰ ὁποῖα τραγουδοῦσαν οἱ κίναιδοι, κυρίως στὶς ταβέρνες τους (δὲν ὑπῆρχαν τότε πουστομπάρ κττ).

Μία ἀπὸ τὶς χρήσεις τῆς καλιαρντῆς εἶναι καὶ ἡ ὑποβοήθησις τῆς ἄγρας ἐπιβήτορος. Αὐτὸ ἐπιτυγχάνεται μὲ τὴν πρόκλησι τοῦ γέλωτος εἰς τὸν ἀγρευόμενον, εἴτε ἐκ τῶν λόγων τῆς προηγουμένης παραγράφου, εἴτε ἀκόμη καὶ τῆς ἀμηχανίας εἰς τὴν ὁποίαν περιέρχεται, μὴ ἀντιλαμβανόμενος τί τοῦ μπενάβει ἡ κροτάλω.

Στὴ δεκαετία τοῦ '50 ἄρχισε ἡ καλιαρντὴ νὰ γίνεται μόδα, ἀρχῆς γενομένης ἀπὸ τοὺς λεγομένους καλλιτεχνικοὺς κύκλους. Ἐπειδὴ ὁ μικροαστὸς τείνει νὰ χώνῃ τὴ μουσοῦδα του παντοῦ, δὲν γλίτωσαν οὔτε τὰ καλιαρντά, οὔτε τὰ κουτσαβάκικα, οὔτε τὰ ρεμπέτικα, οὔτε τίποτε. Μέχρι καὶ γκομινάκια ψέλιζαν καλιαρντολεξοῦλες μὲ προκλητικοεπιδεικτικὸ τρόπο στὰ '70ζ-'80ζ, συντελεσάσης καὶ τῆς ἐκδόσεως τοῦ Πετροπούλου. Ἡ καταγραφὴ σημαίνει διάσωσι, ἀλλὰ καὶ διάδοσι καὶ φθορά, καὶ παρακμή. Οὐδὲν καλὸν ἀμιγὲς κακοῦ (καὶ τοὔμπαλιν). Ἡ φθοροποιὸς ἐπίδρασις τῶν μικροαστῶν ἔγκειται εἰς τὸ ὅτι δὲν γεννοῦν τίποτε. Ἁπλῶς καταναλίσκουν. Ὅ,τι πιάνουν γίνεται στάχτη καὶ μπούρμπουλη (ἐκ παραφθορᾶς τοῦ λατινικοῦ pulver=σκόνη), ἀκριβῶς διότι ὅ,τι δὲν (ἀνα)γεννᾶται, θνήσκει. Ἀνακατεύτηκε ἡ κοινωνία, ἐδόθησαν «τὰ ἅγια τοῖς κυσί», φάνηκε καὶ τὸ AIDS, ἀπενοχοποιήθηκε ἡ πουστία, χάθηκαν τὰ καλιαρντά. Τὰ σήμερα λεγόμενα καλιαρντὰ τοῦ Ψινάκη κλπ (δὲν ἔχω τπτ μὲ τὸν ἄνθρωπο, σοβαρὸς ἐπαγγελματίας εἶναι, μέχρι καὶ ὁ Καρατζαφέρης τὸ λέει) δὲν μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μὲ τὰ veritable: Εἶναι ξεπεσμένα, λεξιπενικὰ καὶ ψευτισμένα, ὅπως καὶ ὅλα τὰ ἄλλα τοῦ τέλους ἐποχῆς (ὅρα καὶ ὁρισμὸ [2008] τοῦ συσλάγκου Papara). Δὲν διασώζουν τίποτε ἄλλο, παρὰ τὸ ὗφος καὶ τὴν τσαχπινιὰ τῶν καλιαρντῶν, μεταφυτευμένα βεβαίως στὸ σύγχρονο πλαίσιο τῆς ὑστέρας ἐποχῆς.

Ἔγραφον κατὰ παραγγελίαν καὶ ἐνθάρρυνσιν Vrastaman.

.

Χάρρυ Κλυνν, Ένας πούστης να μιλήσει. (από patsis, 10/04/11)

Δες και μπουτ - ή, οι επιρροές της ρομανί στα καλιαρντά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία