Η βροχάρα, ή η χοντρή βροχοσταλίδα που σκάει κατάχαμα σαν ροχάλα.

  1. Σαν πω για να έρθω, χιόνια και βροχάλες. Σαν πω να γυρίσω, ήλιος καλοκαίρι (εδώ)

  2. Διάβασα στις ειδήσεις για τις βροχάλες στα μέρη σας. Στα δικά μας, ο ήλιος καίει ακόμη πέτρες (εκεί)

  3. Εχτές επαιδευόμουνα να φκιάξω μια χαρχάλα κι όπως στα τζάμια χτύπαγεν αγέρας και βροχάλα σκεφτόμουνα: «Ρε Άντριου, τι έκανες ρε βλάκα; Ξέχασες τα καρύδια σου που λιάζονταν στην πλάκα!!» (παραπέρα)

Παίζει κι ως φτηνό λολοπαίγνιο εκ της βρόχας και τση ροχάλας.

La brochâle

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λολοπαίγνιο που φορέθηκε ιδίως αυτόν τον χειμώνα 2012-2013, λόγω του ακριβού πετρελαίου θέρμανσης και της προσπάθειας να βρεθούν εναλλακτικοί τρόποι να ζεσταθεί ο κοσμάκης, ο πλέον κλασσικός από τους οποίους είναι ασφάλουσλυ το σεχ. Κάνει κρύο, καιρός για τρίο άλλωστε, η ομοιοπαθητική καυλοριφέρ βέρσους πουτσόκρυο είναι η πιο ενδεδειγμένη.

  1. Επειδη καλοριφερ δε βλεπω να αναβουμε ουτε εμεις, εχω βαλει το καΥλοριφερ στο φουλ, μηπως πιασει θερμοκρασια και ζεσταθούμε με την κυρά (Εδώ).

  2. Θερμαντικο σώμα που σου προκαλεί σεξουαλικο ερεθισμο. Καυλοριφερ. (Εδώ).

(από Khan, 31/01/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μέρος όπου κάνει πολύ κρύο, με εσάνς μεξικανικού / τεξανικού τοπωνυμίου.

Πηγή: The inq.

Μην μας πας πάλι στο Λος Ψόφος για χριστουγεννιάτικες διακοπές, θα γίνουμε αρχαίοι!

(από polemarxos90, 29/11/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία