Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Η φρυδάτη γυναίκα. Και δεν αναφέρομαι στην ποσοτικά φρυδάτη γυναίκα (γιατί τότε θα ήταν Καραμανλής ή Τερζής -και άλλες δασύτριχες φυσιογνωμίες), αλλά στην ποιοτικά φρυδάτη, με τα ηνωμένα φρύδια που σχηματίζουν ευθεία γραμμή.

Σε τέτοια περίπτωση μπορεί να της αποδοθεί ο χαρακτηρισμός Φρύδα Κάλο, που προκύπτει από την ομοιότητα με την γνωστή σμιχτοφρύδα καλλιτέχνιδα Φρίντα Κάλο, που καλλιεργούσε τα φρύδια της για να τα κάνει σετ με το μουστάκι, τις φαβορίτες και τις μασχαλότριχές της- όπως μαρτυρά το σχετικό μήδι.

Κάτω από βίντεο του Τούση στο youtube:
-+1 αν πιστεύετε οτι αυτός ο Ταλιμπάν θέλει αποτρίχωση στα φρύδια. Φρύδα Κάλο είναι ο τύπος...

Τρίχες... (από malakia, 12/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπογραφή, Ψευδώνυμο καλλιτέχνη Τοίχου.

Το γκράφιτι δεν είναι μόνο χρώμα, είναι λόγος και στάση ζωής. Είναι κι αυτή μία μορφή τέχνης, η οποία λειτουργεί και ως φορέας κοινωνικοποίησης. Τα γκράφιτι είναι μία προσπάθεια επικοινωνίας και έκφρασης των σκέψεων και των αισθημάτων των γκραφιτάδων. Όταν βάφεις έναν γκρίζο τοίχο, κάνεις μια δήλωση. Ο τοίχος είναι εκείνος ο ανοιχτός χώρος όπου μπορείς ελεύθερα να επικοινωνήσεις και να εκφραστείς.

Ο καθένας writer προσπαθεί να συνθέσει το δικό του στυλ, χρησιμοποιώντας όχι μόνο την φαντασία του και την ικανότητα στους συνδυασμούς χρωμάτων, ή την τοποθέτηση των γραμμάτων με τη χρήση του κατάλληλου φόντου, αλλά και κάποια στοιχεία που πιθανόν έχουν συμβολικό χαρακτήρα.

Η ταγκιά ειναι κάτι που μπορεί να κάνει ο καθένας, απλά χρησιμοποιείται για να δείχνει πόση μαγκιά έχει ο writer, ανάλογα με το πού την βάρεσε! Τα tags χρησιμεύουν στο να οριοθετήσουν τον χώρο τους και όχι τόσο για την αυτοπροβολή τους.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μισός άνθρωπος και μισός θέατρο. Πώς λέμε λυκάνθρωπος, βατραχάνθρωπος κλπ;

Τιμητικός τίτλος για ηθοποιό απο τους ομοίους του, είναι ένα σκαλοπάτι πριν αναγορευθεί «Ιερό Τέρας» (μαλαματοκαπνισμένη εικόνα του Αη-Γκοτζίλλα απονέμεται μετά θάνατον).


Πρόκειται για γαλλισμό (τί άλλο;) εκ του homme de théâtre = θεατρικός συγγραφέας ή ηθοποιός που άφησε το στίγμα (και σίγουρα το σμήγμα) του, απά στο σανιδένιο πάνθεον του Θέσπι.

Οι νεοέλληνες όμως, πάσχουν από στραβισμό εννοιών: κλασσικός ή απλώς παλιός; Διαχρονικός ή παρωχημένος; Αντίκα ή παλιατσαρία; Πρέπει στο λεωφορείο να σηκωθεί με το στανιό ένας κατάκοπος μαθητής που τρέχει από φροντιστήριο σε φροντιστήριο, από σεβασμό προς έναν κοτσονάτο κωλόγερα;

Τα συνώνυμα και τα επίθετα δεν υπάρχουν για μόστρα.

Ακόμα και στον στρατό, η ιδιότητα του παλιού έχει μόνον ονομαστική αξία (βλ. εδώ). Αλλά, ο στρατός έχει συγκεκριμένο αντικείμενο (προετοιμασία για πόλεμο), ενώ στην Τέχνη ο καθένας μπορεί να πει την παρόλα του, ιδίως άμα περάσουνε τα χρόνια. Έπειτα, ο θεσμός της παραγραφής (καλλιτεχνικών και μη) ατοπημάτων, πολύ μας έχει ταλαιπωρήσει...

Άλλωστε, το γεγονός ότι οι περισσότεροι Έλληνες ηθοποιοί είναι γνωστοί όχι απ’ το θέατρο αλλά από την ελληνική τηλεόρα που ανακυκλώνει μια στιμμένη λεμονόκουπα επί 5 δεκαετίες τώρα (τις ίδιες και τις ίδιες ταινίες, δηλ. ένα 2 % του κινηματογραφικού πλούτου), δεν σημαίνει ότι ήταν και τίποτις της προκοπής, ούτε καν ως cult ή έστω kitsch value. Τί να πει το Μπόλιγουντ δηλαδή;

Είτε μοσκομούνα/ -ης που, ενώ ματοκυλιόταν η Ελλάδα, έτρωγε πάστα στου Ζωναρά, γεγονός για το οποίον κοκκορεύεται κι αποπάνω αναδρομικά, μιας και σήμερα έχουν πέραση οι «γόνοι» (και νεωστί δεν εννοείται μόνον το καλαμαράκι) ένεκα τσουρογκλαμουριάς, είτε ανανήψας φτωχο-μπουλουκτσής, που γυρεύει να εξαργυρώσει τα οδοιπορικά του για τις ατέλειωτες πεζοπορίες από και προς εξαθλιωμένα χωριά, χιλιόμετρο το χιλιόμετρο, ο τίτλος αποδίδεται έτσι κι αλλιώς, με βάση μόνο τις «ώρες πτήσης», όπως παλιά το χρυσό ρολόι στις αγγλοσαξονικές επιχειρήσεις, ως δώρο για το long service

Σήμερα, οι ηθοποιοί γίνονται γνωστοί από διαφημίσεις και τηλεοπτικές προχειράντζες. Όταν θα τους έχουμε φάει στη μάπα καμιά 50αριά χρόνια, δεν θα εκπλαγεί κανείς αν αρχίσουν κι αυτοί με την σειρά τους τις «αναδρομές», με υγρά μάτια...

Πάντως, αν ο χαρακτηρισμός αποδίδεται όταν ο καλλιτέχνης βλέπει τα ραδίκια ανάποδα, τότε τον καλύπτει το εξαγνιστικό πέπλο της παροιμίας, οπότε άμε βγάλε άκρη τί κουμάσι ήτανε ο λεγάμενος, ενώ αν πρόκειται για το ωραίον (τέως ασθενές) φύλον, υπάγεται στην υποκατηγορία Μεγάλη Κυρία («του Θεάτρου» –η άλλη υποκατηγορία είναι «του Πενταγράμμου»), μιας και στην γλώσσα μας ο άνθρωπος δεν έχει δυο γένη (η θεατράνθρωπος;), ούτε και θα ήταν εύηχο το «θεατρανθρωπίνα»...

Κι αυτός ο χαρακτηρισμός συνήθως έρχεται μετά τον Χάροντα από συναδέλφους, που ευελπιστούν να χρισθούν κι αυτοί με την σειρά τους θεατράνθρωποι-Ιερά Τέρατα-Μεγάλες Κυρίες κλπ, είτε από τους επιζώντες, είτε από τους νεότερους συναδέλφους τους. Έτσι είναι. Αν δεν πας στις κηδείες των άλλων, δεν θα ’ρθουν κι αυτοί στην δική σου...

Όμως, δεδομένου ότι τελευταία οι άνθρωποι του θεάτρου βιάζονται κομμάτι ν’ αποδώσουν αλλήλοις τον τίτλο τιμής εν ζωή, το είδος του ζώντος θεατρανθρώπου συγκεντρώνει εν πολλοίς κάποια δομικά χαρακτηριστικά.

Ιδού λοιπόν, ο θεατράνθρωπος:

• Είναι πάλιουρας και το επικαλείται πομπωδώς σε κάθε ευκαιρία (και τί να μας πείτε τώρα εσείς οι νέοπες, όπως επετέθη μουσικά υπέρβαρος νοσταλγός της Επιθεώρησης σε αδερφίστικο «Ποια παίζει τώρα-τί να παίξει τώρα»).
• Συνήθως είναι από τους ελάχιστους επιζώντες της γενιάς του, οπότε λέει ό,τι του κατέβει.
• Αν είναι από γνωστή οικογένεια (θεατρική ή μη), το λιβανίζει μέχρι να του βγει η ψυχή (κι οι γλείφτες οι δημοσιογράφοι δεν παραλείπουν να φτυαρίσουν κώκ στο καμίνι της ματαιοδοξίας).
«Κόλλησε το μικρόβιο του θεάτρου» από μικρός (στάνταρ).
• Παραθέτει ένα σωρό άχρηστες πληροφορίες για την Παλαιά Αθήνα (κι ας μην μεγάλωσε εκεί), αλλά θυμάται «με συγκίνηση» και κάθε άλλη πόλη, όπου «τον λάτρεψε το κοινό» (κι ας μην ήταν καν πρωταγωνιστής).
Βγάζει στο σφυρί απομνημονεύματα της οιασδήποτε καριέρας του, σε ημι-καταποντισμένους εκδοτικούς οίκους (τζίρος να γίνεται).
• Θεωρεί εαυτόν Τάλω της Τέχνης (του;), μη και την κλέψει ή την μάθει ή καταλάβει κανας άλλος. Και την φυλάει καλά.
• Συχνά μπαίνει στο τηγάνι και σπάει τ’ αυγά, χωρίς να δίδει εξηγήσεις.
• Διατυμπανίζει ότι βοηθά νέους-φερέλπιδες καλλιτέχνες, που οφείλουν να τσαμπουνάνε μ’ ευγνωμοσύνη τ’ όνομά του, όπου σταθούν κι όπου βρεθούν.
• Καμιά φορά του δίνουν εκεί καμιάν εκπομπή (σε πεθαμένη τηλεοπτική ζώνη) ή καμιά ψωρο-στήλη σ’ εφημερίδα, να μην τους πρήζει τ’ αρχίδια.
• Περιφέρει το σαρκίο του σε τηλετραπεζώματα, όπου κουτσοπίνει, ψευτοχορεύει και φωτογραφίζεται με χωροφυλακίστικα χαμόγελα. • Σιχαίνεται και φθονεί τους συναδέλφους του, πετώντας πού και πού καμιά σπόντα «χαριτολογώντας».
• Αναφέρεται στην «καινούρια του δουλειά» (ίσαμε πεντακόσιες φορές).
«Πάει πολύ καλά και φέτος». • «Κάνει» θέατρο. • «Κάνει» είσπραξη.
«Καταθέτει την ψυχούλα του» (όπως παπαγαλίζουν κι οι μελάτοι παραγωγοί των ερτζιανών).
• Επιμένει ν’ ανεβαίνει στο σανίδι μέχρι να τα κορδώσει (πράγμα που δεν συμμερίζονται οι νεώτεροί του).
• Έχει (ή το μαράζι του είναι να) παίξει στην Επίδαυρο.
Κλαψουρίζει που δεν τονε παίρνουνε οι νέοι παραγωγοί, να παίξει (και να «διδαχθούν» απ’ αυτόν!), μετά από «τόσα που έχει προσφέρει» στην Τέχνη.
• Δίνει συμβουλές στου νέους, που υποχρεούνται να τον ατενίζουν με δέος από κάτω προς τα πάνω, σαν σε τσόντα πριν την Μετάληψη. • Δηλώνει δίκην επαΐοντος ότι «ο κόσμος έχει ξυπνήσει και ζητάει το ποιοτικό» (δηλ. το δικό του έργο) ή γκρινιάζει που «στην Ελλάδα ο κόσμος είναι απαίδευτος και δεν πολυπάει θέατρο» (στο δικό του).
• Ευχαριστεί για τα καλά λόγια. Είναι η αγάπη του κόσμου που του δίνει δύναμη να συνεχίσει. Είναι αυτός και οι φίλοι του, ο τάδε, ο δείνα κλπ και πολλά άλλα νέα, ταλαντούχα παιδιά (πού να τα θυμάται τώρα όλα). • «Γίνεται πολύ κέφι στα καμαρίνια» και • «Το εισπράττει αυτό ο κόσμος». • Οι θύμησές του πάντα εμπεριέχουν Κατοχή ή/και Χούντα, γαρνιρισμένες με κακουχίες (βεριτάμπλ ή τραβηγμένες απ’ τα μαλλιά), φροντίζοντας καλού-κακού να μην παρίσταται συνομήλικός του.
• Προσκαλεί τον τηλε-οικοδεσπότη, με επιτόπου προφορική πρόσκληση, να πά’ να τον δει στο θέατρο (και ο τελευταίος ορκίζεται στην ψυχή του Κωσταντάρα ότι θα το πράξει σύντομα = παπάρια).
• Αναδίδει μιαν εσάνς «παλιοπαρέας», ανατρέχοντας σε ανεκδοτολογικά happenings του απώτατου παρελθόντος (πάει μισός αιώνας τουλάχιστον), που υποτίθεται ότι συνέβησαν με εγχώριες και αλλοδαπές διασημότητες (έστω και αν τις γνώρισε ως κομπάρσος).
• Καταχράται το διπλό άρθρο οικειότητας, εκμαιεύοντας κολλητηλίκι με πεθαμένους π.χ. ο Τάκης ο Χορν, ο Πήτερ ο Τουλ, με τον Μάνο τον Χατζιδάκι γνωριστήκαμε... κλπ.
• Κάποιος Μεγάλος τον «ανακάλυψε», είχε τρακ, αλλά τον διαβεβαίωσε ότι «έχει ταλέντο» –άλλοι να φοβούνται (που δεν έχουν).
• Διατυπώνει με στόμφο «σεβασμό για τους Δασκάλους του» (που εννοείται ότι δεν ζουν να μας τα πουν απ’ την καλή –κι ας τον είχαν κλασμένο, κι ας του’ χαν βγάλει το Χριστό ανάποδα εν ζωή) κλπ.
• Παρουσιάζει το πρότυπο του θεατρανθρώπου, ως συνάρτηση της παραξενιάς του (προφ για να δικαιολογήσει και δικές του κακοτροπιές), π.χ. Όσο πιο στριμμένος, αυταρχικός και κακορίζικος ο Μύστης, τόσο πιο Ιερή η Τερατοσύνη του.
• Αναπολεί μεθ’ ύφους «τα παλιά καλά χρόνια», που υπήρχε και ταλέντο και ήθος (ενώ τώρα δεν υπάρχει τίποτε) και οικτίρει τους νέους, «που έχουν να συναντήσουν ένα σωρό δυσκολίες» ή τους ψέγει ότι «έχουν όλες τις ανέσεις».
• Ενθυμείται με ζωηρές λεπτομέρειες παλιές δόξες (συγκλονιστικές ερμηνείες, κατάμεστες αίθουσες, πηχυαίους τίτλους, διθυραμβικές κριτικές, Χορούς ανακτόρων κλπ).
• Συνήθως, αν είναι Δεξιός είναι και βασιλόφρων, ή αν είναι Αριστερός, εμφανίζει την έπαρση των παλαιών αντιστασιακών (κατά πάσης στάσης), που θεωρούν ότι έκαμαν το χρέος τους προ 50ετίας και ακόμα στενάζουν οι αμφίβολες δάφνες, κάτω απ’ το βάρος της κωλάρας τους.
• Καταριέται την Πολιτεία (απ’ την οποία έχει κονομήσει της Παναγιάς τα μάτια επί προσφάτων αλλά και παλαιοτέρων -προβληματικής συνταγματικότητας- καθεστώτων), ότι ολιγωρεί περί την Τέχνη.
• Υπονοεί ότι έχει Χρέος η Πολιτεία να του κόψει μια παχυλή σύνταξη ή έστω να του απονείμει ένα μετάλλιο (βρε αδερφέ) για τις πολύτιμες υπηρεσίες του στο Έθνος.
• Κάνει επιτηδευμένη αυτοκριτική, τονίζοντας ότι «έχει ένα ελάττωμα. Δεν μπορεί να πει ψέματα» (κατά το οξύμωρο «είμαι ο πιο μετριόφρων άνθρωπος στον κόσμο»).
• Βλέπει κακία παντού σήμερα και αναρωτιέται πού θα πάει ο κόσμος.
• Κοπανάει βαρύγδουπα «αποφθέγματα» όπως ο Καραμαλής στα στερνά του, τα οποία δέον να εκλαμβάνονται ως βαθυστόχαστα.
• Μιλά με υπονοούμενα (ή χωρίς να λέει τίποτα ουσιαστικό), όπως οι πολιτικοί.
• Συστέλλει τα ματόφυλλά του, ώστε να μην διακρίνονται οι κόρες των ματιών και να καθίστανται απροσπέλαστες οι σκέψεις του, όπως οι επιχειρηματίες.
Μυξοκλαίει όταν τον αναφέρει «με αγάπη» συνάδελφος του, σε βιντεοσκοπημένη συνέντευξη.
• Όταν ακούει εγκώμια από συναδέλφους, γέρνει πίσω στο κάθισμα σαν ετοιμόγεννη και αφήνει τους άλλους να μιλούν γι’ αυτόν, διακόπτοντας πού-και-πού για να διορθώσει καμιάν ημερομηνία. • Τρέμει όταν κάποιος συνομήλικός του, θυμηθεί impromptu καμιά παλιά ιστορία-καλαμπούρι, μην αναφερθεί τίποτα αρνητικό γι’ αυτόν που θα του χαλάσει τη μανέστρα-υστεροφημία (αν και σπανίως γίνεται -συνήθως αλληλοκαλύπτονται σαν μασόνοι) και κοντανασαίνει μέχρι ν’ ακούσει το (θετικό) punchline.
• Δεν πεθαίνει με καμία Παναγία, όσων χρονών κι αν φθάσει (κορακοζώητος και κομοδινίκωμος).
• Αν πάσχει από χρονία νόσο, σεργιανάει στα μήντια με «καρτερικό» χαμόγελο, ενώ όλοι σπεύδουν να υπερθεματίσουν το «κουράγιο» και την «δύναμη ψυχής» που επιδεικνύει σ’ αυτήν την «δοκιμασία» (βλ. παρόμοια αγγλοσαξωνική παπαρδέλλα «ordeal»).
• Πριν ψοφήσει, φροντίζει ν’ αγοράσει μόνος του κιλίβαντα από σκραπ και προπληρώνει πεντ-έξι αρκουδόμαγκες να ντυθούν τσολιαδάκια στην κηδεία του, η οποία δέον να γίνει δημοσία δαπάνη και η ταφή σ’ ένα στριμοκωλιασμένο (πια) από ήρωες νεκροταφείο της Πρωτεύουσας, αλλιώς απειλεί ότι θα βρικολακιάσει.
• Όταν μπει σε νοσοκομείο, ο συνήθης λόγος είναι «μια απλή ενόχληση», η συνήθης πάθηση είναι «πνευμονικό οίδημα», εκδίδεται πάντα επίσημο ιατρικό ανακοινωθέν προς το Πανελλήνιο, η συνήθης διάγνωση είναι «τίποτα το ανησυχητικό», κατόπιν συνήθως «επιδεινώνεται αιφνιδίως η κατάσταση της υγείας του» και μετά ο συνήθης Διευθυντής της κλινικής με προπονημένη φάτσα Όλιβερ Τουίστ ανακοινώνει τελετουργικά καφέδες & κονιάκ στο κυλικείο.
• Τα ΜΜΕ κάνουν ένα σύντομο αφιέρωμα, αναφερόμενοι στην «μεγάλη απώλεια» για τη ντόπια τρικούδουνη Τέχνη, δείχνουν και κανα αμοντάριστο πλάνο, επιμένοντας στο who is who των παρισταμένων που «τον συνοδεύουν στο τελευταίο ταξίδι» (όλο και πλακώνουν τίποτα νομάρχες, παπάδες, καραβανάδες κ.α.) και ακολουθούν αθλητικά.

Αυτά.

- Πείτε μας, πώς αποφασίσατε να γίνετε ηθοποιός;
- Εμένα μ’ έβγαλε στο θέατρο ο μεγάλος ο Μάκης ο Απιθανόπουλος, που ήταν θιασάρχης στο Κεκροπέ και μεσουρανούσε εκείνην την εποχή, με τις ντάμες του, με τα φλερτ του, ήτανε τότε στα φόρτε κι οι Τζιτζιφιές με τα μαγαζιά, αξέχαστα χρόνια...
- Μεγάλη φυσιογνωμία του Ελληνικού Θεάτρου...
- Βέεεεεβαια. Ένας σωστός θεατράνθρωπος. Ήμουνα-δεν ήμουνα τότε 14 χρονών, αλλά είχα πείσμα και θέληση. Γιατί θέλει πείσμα το θέατρο, όχι σαν σήμερα, που τα έχουν όλα εύκολα οι νεότεροι. Τελοσπάντων λοιπόν, με βλέπει ο Απιθανόπουλος και μου λέει «εσύ θα παίξεις Γενοβέφα»! Εγώ τα’ χασα! Πού να το φανταστώ εγώ, ότι θα ’παιζα εγώ το νιάνιαρο, μέσα σε τόσα ονόματα, την Πατίνα την Κραξινού, τον Κίτσο τον Εμιράτ, πού να στα λέω! Και μου λέει ο Απιθανόπουλος – να, σαν τώρα το θυμάμαι – «μην τους φοβάσαι όλους αυτούς. Εσύ θα φτάσεις ψηλά, γιατί έχεις ψυχή μέσα σου!» Μάκη μου, όπου και να’ σαι, να’ σαι πάντα καλά με το χαμόγελό σου...

(δάκρυ και fade out)

Στο 1.27: τον φίλο μου τον Γιώργο ΤΟΝ Κατσιφάρα (από Khan, 10/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το γυάλινο-τζαμένιο άγαλμα με το όνομα «Δρομέας», που βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας έξω από το Hilton. Λέγεται έτσι εξαιτίας της βρώμας που συγκεντρώνει και της ουσιαστικής αδυναμίας καθαρισμού του, λόγω της μορφολογίας του (χιλιάδες πτυχώσεις).

Κανονικά το άγαλμα δεν θα έπρεπε να λέγεται «Δρομέας», αλλά «Βρωμέας»!

Το εν λόγω άγαλμα. (από terry, 22/01/11)(από terry, 22/01/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ο κόλακας, αυτός που γλείφει, που κωλογλείφει δηλαδή.

  2. Το ψάρι πλεκόστομος, το οποίο περνά τη μέρα του γλείφοντας και καθαρίζοντας το ενυδρείο... Το κάνει αυτό βεντουζώνοντας το στόμα του στις επιφάνειες και πιπιλώντας τες. Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: στα ελληνικά λέγεται κατά λάθος και πλακόστομος, προφ συνδυασμός σύγχυσης με το κανονικό θέμα πλεκ-, επειδή το στόμα του όταν βεντουζώνει γίνεται πλακουτσωτό. Ταιριάζει πάντως. Στα αγγλικά λέγεται παρομοίως suckermouth.

  3. Ειρωνικά (μπαμπαδισμός), ο γλύπτης.

Περί δια την ορθογραφία: παρά το ορθόν γλείφτης, το συλλογικά ασυνείδητο επιτάσσει το γλύφτης, είναι πιο γλύφτικο έτσι, θα συμφωνήξω.

  1. - Βρεβρεβρε τον Αντωνάκηηηηη... Κοίτα να δεις, μας έγινε και δημοτικός σύμβουλος...
    - Εεεμ! Από μικρός φαινόταν ότι θα μεγαλώσει, μια ζωή γλείφτης...

  2. Προσφατα αγορασα γλυφτη Leopard..
    Ειναι καλος για 60 λιτρα ενυδρειο η τσαμπα τον πηρα;
    Ευχαριστω για το χρονο σας.
    δεν κανει για τα λιτρα σου....οχι οτι δεν κανει «δουλεια»....δε χωραει εννοω...γινεται πολυ μεγαλος... σε 60 λιτρα....καλυτερα να μη βαλεις κανενα ειδος «γλυφτη» (από εδώ)

  3. - Τι σπουδάζει τώρα ο γιος σου;
    - Γλύφτης.

το ψάρι (από ironick, 17/11/10) Και έγλυψε μια πούτσα ο πούστης ο Michelangelo! (από Khan, 17/11/10)

Δες και κωλογλείφτης.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η χρονική περίοδος στην ζωή ενός ανθρώπου με ιδιαίτερη, χαρακτηριστική φαινομενολογία στον τρόπο έκφρασης και τις επιλογές του.

Καθώς ο όρος περικλείει την έννοια της αναπόφευκτης παροδικότητας (αφού η περίοδος, εξ ορισμού, κάποτε θα ολοκληρωθεί), λέγεται κυρίως από τους τρίτους, τους αντικειμενικούς παρατηρητές. Ο ίδιος ο άνθρωπος που τη βιώνει, δύσκολα θα αρθεί στο αυτογνωστικό ύψος που απαιτείται για να παραδεχθεί ότι περνά μια φάση. Αντιθέτως, μπορεί να έχει την βέβαιη πεποίθηση ότι πρόκειται για μια ριζική και μόνιμη αλλαγή στον τρόπο που αντιλαμβάνεται πλέον τον κόσμο και προτίθεται να τον διαχειριστεί. Μόνο αργότερα, όταν θα έχει βγει από αυτήν, θα μπορέσει να της δώσει την αναλυόμενη ή οποιαδήποτε άλλη ετικέτα.

Από την προαναφερθείσα έννοια της φάσης αλλά και του μοντ, η μπλε περίοδος διαφέρει πρώτιστα στην χρονική διάρκεια, η οποία εδώ είναι οπωσδήποτε μεγαλύτερη. Εκτός αυτού, όμως, αφορά εκτροπές της ψυχολογίας, της κοσμοθεώρησης και, τελικά, της συμπεριφοράς μας που επισυμβαίνουν ύστερα από την βίαιη παρέμβαση συνταρακτικών και επίπονων γεγονότων: ενός χωρισμού, μιας επαγγελματικής κλπ απογοήτευσης, ενός θανάτου δικού μας ανθρώπου.

Η έκφραση, βέβαια, στην καθημερινή χρήση της, φέρει πάντα ένα χαμόγελο, έστω ειρωνικό, έστω αμφίσημο: αισιόδοξο ή απαισιόδοξο.

Προέρχεται, προφανέστατα, από την μπλε περίοδο του Πάμπλο Πικάσσο: Ευρέως αναγνωρίσιμη, εύκολα διακριτή από άλλα έργα του ιδίου, με αρχή και τέλος και την δική της αύρα, οπωσδήποτε ψυχρή, ενίοτε ζοφερή και απέλπιδα (για αρχή βλ. εδώ).

Πρόκειται για έκφραση της λεγόμενης ποπ κουλτούρας. Σίγουρα της λείπει η βρωμιά και η ανατρεπτικότητα ενώ, ταυτόχρονα, απαιτεί την προΰπαρξη, στον χρήστη και στον αποδέκτη, ελάχιστων εγκυκλοπαιδικών ερεθισμάτων περί της σύγχρονης τέχνης, ώστε να γίνει κατανοητή. Όταν όμως αυτό συμβεί, περνά το νόημά της αρκετά αποτελεσματικά.

Αατα.

  1. - Μ’ έχει σκίσει κολλητέ, από τη στιγμή που βρήκε εκείνο το σουτιέν στο αμάξι, με χορεύει στο ταψί. Τέλειωσε, το πάνω χέρι το ‘χασα οριστικά. Απορώ γιατί δεν με χωρίζει στην τελική.
    - Για να σε δει να υποφέρεις ρε φίλε. Και για να προλάβει να σε κερατώσει κι αυτή.
    - Χθες ξαφνικά, εκεί που έκοβε ψωμί, σταμάτησε κι άρχισε να χαζεύει τη λάμα του μαχαιριού. Τα χρειάστηκα.
    - Τι της είπες;
    - Τίποτα. Αυτή μου είπε: «Η σχέση μας, μωρό, έχει μπει στην μπλε περίοδό της».
    - Και; Καλό είναι αυτό;
    - Πάλι καλά φίλε. Πάλι καλά που δεν έπιασε Βαν Γκογκ, εκεί κοβόντουσαν και αυτιά…

  2. - Πού είσαι ρε καρντασάκι! Τι κάνεις γαμώ το φελέκι μου, χρόνια και ζαμάνια!
    - Αρραβωνιάστηκα φίλε, γάμος τον Δεκέμβριο, κανόνισε!
    - Εσύ ρε; Που μού 'λεγες «όλες πουτάνες είναι» και τέτοια;
    - Νταξ μωρέ, ήταν η μπλε περίοδός μου τότε, είχα φάει την πίκρα από τον μεγάλο έρωτα της ζωής μου, σκατά στα μούτρα μου…

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παραλλαγή του άσματος «ηθοποιός σημαίνει φως» του Δημήτρη Χορν, προκειμένου για τους πολιτικούς. Το εκτέλεσε ο Χάρρυ Κλυνν.

-Και τα δύο κόμματα μπλεγμένα στην Miesens!
- Τι το ψάχνεις; Πολιτικός σημαίνει τρως, πού 'λεγε κι ο Χορν...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κίνημα για την ανάπτυξη του σουρεαλιστικού χιούμορ και των σουρεαλιστικών λεξιπλασιών. Αποτελούν μία φράξια του slang.gr. Από τον «σουρεαλισμό» και το γλυκό «τιραμισού». Η σχέση μεταξύ των δύο κατά τους τιραμισουρεαλιστές είναι προφανής και ριζωμένη στο υποσυνείδητό μας. Όπως και με τον Τιραμόλα.

Κόπι-ράιτ: Ιησούς.

Το καλύτερο παράδειγμα τιραμισουρεαλισμού είναι η ίδια η λέξη «τιραμισουρεαλισμός». Επίσης, η λέξη κιθαρίτσαρντς.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ευχαριστώ κατ' αρχήν το Χαλικούτη γι' αυτό το swinging από λήμματα που κάναμε (αντιδάνειο βέβαια το δικό μου προτεινόμενο). Ευχαριστώ και τον Ιησού, ο λόγος του οποίου γίνεται πάντα προσεκτός από τους έχοντες ώτα, όπως και τα θαύματα - λήμματά του.

Λοιπόν, το «κουλτούρα να φύγουμε» είναι ατάκα του Χάρρυ Κλυνν από τον δίσκο «Έθνος Ανάδελφον» το 1985. Ανήκε σε μια σειρά από νούμερα που σατίριζε την (κατά την γνώμη μου αξιόθαυμαστη) προσπάθεια της αείμνηστης Μελίνας Μερκούρη να αναβαθμίσει την πολιτιστική ζωή της Αθήνας. Πλην ο Χάρρυ Κλυνν σατίρισε ένα σχετικό σύνδρομο υπερκουλτουρίασης που κατείχε τους Έλληνες. Και τις τραγελαφικές καταστάσεις που δημιουργήθηκαν. Λ.χ. η «κυρία»-γκόμενα (στον δίσκο) πάει τον Βασίλη (κύριο χαρρυκλυννικό ήρωα) στο Ηρώδειο, κι αυτός νομίζει πως βρίσκεται σε κέντρο με την Ρίτα (Σακελλαρίου) και τον Γιαννάκη (Πάριο). Ή ο γιος πάει την ηλικιωμένη μάνα του στο Ηρώδειο, κι αυτή κάνει πολύ αστείες ερωτήσεις.

Θα αρχίσω κατ΄ανάγκη απ' το τέλος. Το «κουλτούρα να φύγουμε» είναι το άσμα που κλείνει όλο αυτό το αφιέρωμα στην Μελίνα. Προφανώς, το λογοπαίγνιο είναι ανάμεσα στο «κουλτούρα» και το «κατούρα». Αυτό φαίνεται από το σύνολο τετράστιχο, που είναι ως εξής:

«Κουλτούρα να φύγουμε, κουλτούρα να φύγουμε,
και τίναξέ την να πέσει, και η τελευταία σταγών,
κουλτούρα να φύγουμε, κουλτούρα να φύγουμε,
με Μπρεχτ και τσιφτετέλια, θα δικαιωθεί ο αγών!».

Εννοείται ο αγών της Μελίνας Μερκούρη και των Ελλήνων που συντονίστηκαν με το όραμά της. Οπότε την έκφραση την λέμε, όταν δεν έχουμε καταφέρει να αντέξουμε ένα υπερκουλτουριάρικο έργο, όσα αντισώματα υπερκουλτουρίασης κι αν διαθέτουμε. Λ.χ. βλέπεις τον «Αντρέι Ρουμπλιόφ» του Ταρκόφσκι στην ορίτζιναλ βερσιόν των 4,5 ωρών. Ε, κάποτε μετά την τρίτη ώρα, δεν θα πεις το «κουλτούρα να φύγουμε» και θα σηκωθείς να φύγεις; Η παρομοίωση είναι με το ότι κατουράς πριν κάνεις κάποιο εγχείρημα, ας πούμε κατουράς πριν μπεις στο αυτοκίνητο για να πας κάπου, μια εκδρομή, κτλ.

Στο παράρτημα οι υπόλοιπες λεπτομέρειες.

Με πήγε η Μαριλού να δούμε την τελευταία ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Ε, λοιπόν, ρε πούστη μου, όση ώρα ήθελε ένας αντάρτης να κατέβει από το βουνό στην πραγματικότητα, άλλο τόσο ήθελε και στην ταινία! Τέσσερις ώρες θες να κατέβεις απ' τα Καλάβρυτα; Τόσο έκανε κι ο αντάρτης στην ταινία! Της το πα και της Μαριλούς και τι μου απαντά! «Όχι κάνεις λάθος, στην ταινία θέλει περισσότερο. Είναι η τεχνική της επιβράδυνσης. Αυτό είναι το μεγάλο μυστικό του Αγγελόπουλου που κάνει τις ταινίες του μοναδικές!». Ε, τέλος πάντων, κάπου στην τέταρτη ώρα είπα στην Μαριλού «κουλτούρα να φύγουμε» και την κάναμε για μπουζούκια!

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΧΑΡΡΥΚΛΥΝΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

Το τραγούδι έχει ως εξής:

(Πρώτη στροφή ποπ)

Στο Σχιστό, στο Κερατσίνι,
διευθύνει ο Μαντσίνι,
κι η Γλυφάδα ξεφαντώνει
με Μπεζάρ και Κηλαηδόνη.

(μετά λαϊκά)

Στα Νταμάρια, στην Πεντέλη,
Ντάριο Φο και τσιφτετέλι,
και στο Ρέμα Χαλανδρίου,
οι γυμνόστηθες του Ρίου.

Εσκιμώοι, Εσκιμώοι και Κινέζοι,
Λάπωνες, Λάπωνες και Γιαπωνέζοι.
μωρ' και στου Βά- και στου Βάρβουλα τον λάκκο,
παίζουν Μπρεχτ, παίζουν Μπρεχτ και Μπακαλάκο.

Στο πρώτο μισό δείχνει την παρεξήγηση του Βασίλη με την γκόμενά του. Αυτή του λέει «πάμε να δούμε την »Κάρμεν« (του Μπιζέ), θα είναι και η Μελίνα». Κι αυτός σκέφτεται «δεν μπορεί δυο τραγουδιάρες, Κάρμεν-Μελίνα, καλό μαγαζάκι θα είναι!». Και ρωτάει «έχει η Κάρμεν κανά τραγουδάκι δικό της ή λέει της Ρίτας και του Γιαννάκη κι αυτή;». Μόλις φτάνουν, το Ηρώδειο αρέσει στον Βασίλη και λέει «ωραίο, ρουστίκ με τα κολωνάκια του!». Κι όταν βγάζει την φωνάρα η σοπράνο, λέει ο Βασίλης «Πω πω φωνάρα, κοίτα να δεις, ταλεντάρες και να τραγουδάνε στα νταμάρια! Χαθήκανε ρε παιδί μου τα καλά τα μαγαζά;».

Μετά η σκηνή πάει σε γιο και μάνα του, με την περίφημη ατάκα του την έδοκε του Ορέστη. Και «πω πω τις κάλτσες του έπαιξε ο άνθρωπος. Όταν βγαίνει η πρωταγωνίστρια, η μάνα λέει »πάμε να φύγουμε παιδάκι μου, θα μας φάει η μαϊμού!«. Ο γιος στην αρχή διαμαρτύρεται: »Ποια μαϊμού ρε μάνα, η πρωταγωνίστρια είναι!«. Αλλά μετά συναινεί με το »'ντάξει ρε μάνα, κουλτούρα να φύγουμε, άμα λάχει ναούμ« μετά το οποίο αρχίζει το ομώνυμο άσμα, όπερ παραπάνω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παρωδία του ψευδώνυμου «Κώστας Μύρης» του κριτικού τέχνης Κώστα Γεωργουσόπουλου. Το «Μύρης» προέρχεται από ομώνυμο ποίημα του Καβάφη για έφηβο μυρωμένο με μύρα, το οποίο έχει πολλούς συμβολισμούς. Πάντως το ψευδώνυμο του γνωστού θεατροκριτικού παραφράζεται σλανγκικώς σε «καλομύρη» ή «κακομύρη», ανάλογα με τα γούστα του καθενός, αν του αρέσει η όχι το ιδιάζον ύφος του εν λόγω κριτικού.

Το σλανγκικό ενδιαφέρον του όρου είναι ότι με αφορμή τον Μύρη, ο όρος κακομύρης κατέληξε να χαρακτηρίζει όλους τους κριτικούς σινεμά και θεάτρου και γενικά δημοσιογράφους, οι οποίοι κακομυ(οι)ριάζουν, από την υπερβολική κουλτούρα τους μιζερεύουν και θάβουν ανελέητα και υπερβολικά τα έργα που μας αρέσουν, ενώ χρησιμοποιούν την εξεζητημένη εκφραστική τους δεινότητα για να επιτίθενται ανελέητα σε πρόσωπα και πράγματα. Δηλαδή για έναν γνωστό τύπο κριτικού που συνηθίζεται στην Ελλάδα. Μπορεί βέβαια να χρησιμοποιηθεί και για κάθε κριτικό του κώλου.

Ο όρος «καλομύρης» τώρα. Τακτική του Μύρη ήταν ότι, αφού καθιερώθηκε γράφοντας πολύ δριμείες και αυστηρές κριτικές, στην ωριμότητά του άρχισε τα γλυκόλογα και τις γεροντοκαψούρες. Και ιδίως προς θεατρικά έργα συγκεκριμένων σκηνοθετών (λ.χ. για τον Ευαγγελάτο τον έχουν χτυπήσει πολύ). Οπότε ο όρος «καλομύρης», με αφορμή μόνο τον Μύρη, αναφέρεται σε κριτικούς που επαινούν υπερβολικά. Μια ιδιαίτερη εκδοχή είναι οι κουλτουριάρηδες κριτικοί που επαινούν και έργα της ποπ κουλτούρας για να το παίξουν υπεράνω και άνετοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν οι έπαινοι ορισμένων κριτικών για την ερμηνεία της Καλομοίρας στο Ηρώδειο, όπου προσκλήθηκε από τον φίλο του Μύρη, Διονύση Σαββόπουλο. Οπότε ο όρος «καλομύρης» ήρθε κι έδεσε με την Καλομοίρα. Προς τιμήν πάντως του Σαββόπουλου, είπε μια υπέροχη ατάκα: «Είδατε; Εμένα μου πήρε σαράντα χρόνια να με δεχτούν στο Ηρώδειο, ενώ της Καλομοίρας της πήρε λίγους μήνες»...

- Πάμε να δούμε το «Ο Χάρρυ Πόττερυ και το πήλινο δοχείο νυκτός»;
- Α πα πα! Τό 'θαψε ο κριτικός του Βήματος!
- Άσε μας μωρέ με τον Κακομύρη! Για να τό 'θαψε αυτός, πάει να πει πως είναι καλή η ταινία!

Ο Κώστας Μύρης, "καλομύρης" ή "κακομύρης", ανάλογα με τα γούστα σας... (από Hank, 10/01/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία