Κάτι που, σε σύγκριση με κάτι άλλο, είναι ή δείχνει μηδαμινό, ανάξιο λόγου.

Προέρχεται από κάποια διαφήμιση των τότε μοναδικών ανταγωνιστών Κολυνός / Kolynos και Colgate. Μία από τις δυο είχε βάλει φθόριο και ήταν ... Fluoride, ενώ όλες οι άλλες ήσαν απλώς οδοντόκρεμες.

Η έκφραση γενικεύθηκε με λίγο σκωπτική απόχρωση και ακούγεται ακόμα από κάτι γέρους σαν τον Hodjas για παράδειγμα.

  1. Μπροστά στη Μύκονο, όλα τα άλλα νησιά είναι απλώς οδοντόκρεμες.

  2. Μπροστά στη ρακή των Εξαρχείων (όταν την πίνεις παρέα με το Hodjas) όλες οι άλλες ρακές είναι απλώς οδοντόκρεμες.

  3. Μπροστά στον ΧΧΧΧΧ όλοι οι άλλοι χρήστες είμαστε απλώς οδοντόκρεμες.

  4. Μπροστά στο slang.gr όλοι οι άλλοι ιστότοποι είναι απλώς οδοντόκρεμες.

κ.ο.κ. ad infinitum

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιστορική αναδρομή.
Κολυνός (Kolynos) ήταν η μάρκα της πρώτης οδοντόκρεμας που κυκλοφόρησε ευρέως στην ελληνική αγορά, και επίσης του πρώτου προϊόντος σε συσκευασία σωληνάριου που κυκλοφόρησε ευρέως στην χώρα μας.

Φαινόμενο κολυνός.
Η κολυνός ήταν το πρώτο generic προϊόν στην ελληνική αγορά. Δλδ, ένα προϊόν που ουσιαστικά ορίζει μια κατηγορία προϊόντων. Για παράδειγμα σκεφτείτε την κόκα κόλα (παραγγέλετε κοκα κόλα, αλλά μπορεί να έλθει pepsi ή sinalco cola), ή τον νες (τον ζεστό στιγμιαίο καφέ, για τον οποίο κανένας δεν εγγυάται ότι δεν φτιάχτηκε με jacobs), ή τα προϊόντα της bic, που όλα δημιούργησαν οικογένειες προϊόντων (πλην του καλτσόν) κ.λ.π. Στην περίπτωση της κολυνός βέβαια, έχουμε το εξής μοναδικό φαινόμενο: όχι μόνο η συγκεκριμένη μάρκα έφτασε να σημαίνει όλες τις οδοντόκρεμες, αλλά και οτιδήποτε πουλιόταν σε σωληνάριο.

Κολυνός και σλανγκ.
Αυτό ακριβώς το φαινόμενο (το οποίο βέβαια πέθανε στις αρχές της δεκαετίας του '80), παρουσιάζει ένα έντονο σλανγκ ενδιαφέρον.

Οπότε, όταν η γιαγιά σας, ή ο παππούς σας λέει, δώσε μου τον κολυνό, εννοεί σίγουρα κάτι που είναι σε σωληνάριο. Τώρα για το τι είναι αυτό θα σας γελάσω. Μπορεί να είναι:
- η οδοντόκρεμα (που σίγουρα δεν είναι μάρκας κολυνός), η κρέμα ξυρίσματος του παππού σας (πιθανόν να είναι και μάρκας κολυνός, γιατί κυκλοφορεί ακόμα)
-η κρέμα της μάνας σας
-τσιμεντόστοκος σε σωληνάριο.

Αξιοσημείωτο επίσης είναι ότι η κολυνός είναι ερμαφρόδιτη όσον αφορά το γένος, αφού πλειστάκις (χρόνια ήθελα να χρησιμοποιήσω αυτό το επίρρημα και δεν κόλλαγε) χρησιμοποιείται και το αρσενικό «ο κολυνός», «τον κολυνό».

από το διαδίκτυο:

... Φαντασθείτε τι ισχυρό μπραντνέϊμ ήταν, αφού όταν έπεσε το 60 στην αγορά και η Κολγκέιτ, ο κόσμος την ζήταγε στα περίπτερα «Μια κολυνός« ...

...καλα δε ξερεις τη Κολυνος που ειχαν οι παππουδες μας κ φτιαχνανε σαπουναδα στο...

...Και η γιαγιά μας η μακαρίτισσα μάς έλεγε «πήγαινε, χαρά μου, να μου πάρεις μία Κολυνός απ’ το μπακάλη» και με τον όρο «Κολυνός» (Kolynos) εννοούσε μία οποιαδήποτε οδοντόκρεμα, όχι απαραίτητα τη συγκεκριμένη μάρκα...

(από GATZMAN, 02/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από παλιά δυσφήμηση.

Αλλά έχει κολλήσει και στην καθημερινότητά μας.

Λέγεται όταν είμαστε αρκετά σίγουροι (όχι απόλυτοι) για κάτι που γνωρίζουμε ότι συγκριτικά με άλλα ομοειδή είναι πολύ ανώτερο.

Είμαστε τόσο σίγουροι που λαμβάνει χώρα αυτό το κάτι που όλα τα άλλα είναι απλές οδοντόκρεμες (δηλαδή αυτή η οδοντόκρεμα, «το κάτι», είναι καλύτερο από τις άλλες οδοντόκρεμες).

Όπως και η έκφραση ανώτερο και από τους κεφτέδες

Και είχα μια τρελή νύχτα με την Μαίρη - ξυλάγγουρο, ξεξυλάγγουρο ήταν ανώτερη και από τους κεφτέδες. Όλες οι άλλες είναι απλές οδοντόκρεμες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από διαφήμιση των 80ς με τον Παπαναστασίου: Ο Παπαναστασίου εμφανίζεται ως ο απόλυτα τρέντι της τότε εποχής, κι αρχίζει να απαριθμεί ένα ένα τα ρούχα του με δομή πρότασης: «-άκι; Εισαγόμενο!». Λ.χ. «Μπλουζάκι; Εισαγόμενο!». (Εννοείται «εισαγόμενο απ' το εξωτερικό»). Καμαρώνοντας. Στο τέλος η διαφήμιση τον δείχνει να πηγαίνει (αν θυμάμαι καλά) ή σε Υπηρεσία για Απόρους ή σε Ταμείο Ανεργίας. Το κοινωνικό μήνυμα της διαφήμισης ήταν ότι αν λόγω τρεντοσύνης δεν στηρίξουμε τα εγχώρια προϊόντα θα καταλήξουμε άποροι κι άνεργοι. Αντιθέτως, ο επιμένων ΕλληΝΙΚΑ!

Αλλά έμεινε ο Παπαναστασίου να λέγεται «ο εισαγόμενος». Κι επειδή ήταν μια προδρομική μορφή τρέντουλου έμεινε η φράση: «Μα ποιος είσαι; Ο εισαγόμενος;». Πρβλ.το «Μα ποιος είσαι; Ο Μερεντόνας;» της ίδιας εποχής.

Συνώνυμα: μεγάλος, τεράστιος, ανοξείδωτος, τρισδιάστατος, ευρυζωνικός, ασύρματος.

Σλάνγκος 1: Κι άλλη αγγλιά λημματογράφησες; Μα ποιος είσαι; Ο εισαγόμενος; Στηρίζουμε τις ελληνικές σλανγκιές ρεεεεεεεε!
Σλάνγκος 2: Καλά ρε φιλάρα, αλλά αν εσένα η γκόμενά σου, αρχίζει να σου λέει έρχομαι, έρχομαι, να μην σου έχει μάθει το slang.gr τι σημαίνει;
Σ.1: Θα της απαντήσω γκελ μπουρντά, που είναι και ελληνικό!

Μήδι; Εισαγόμενο απ\' το συσιφόνι! (από Dirty Talking, 18/05/09)Από την ταινία "Λαλάκης ο Εισαγόμενος" με τον ομώνυμο ήρωα. (από the_inq, 18/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από διαφήμιση των αθάνατων έιτιζ, βεβαίως βεβαίως. Διαφημιστικό σλόγκαν του πρακτορείου ταξιδίων Μάνος (πάει, έκλεισε να πάρει!). Το βαθύ νόημα της έκφρασης είναι το εξής: προτιμάτε να ταξιδεύετε μόνος ή με το πρακτορείο Μάνος; Φοβερό το δίλημμα. Να σε φάει η μαύρη μονάξια στα εξωτερικά, να ξοδέψεις μια περιουσία και να κινδυνεύεις να πάθεις κάτι κακό (ή έστω να γίνεις / νιώθεις ρεντίκολο), ή μήπως να το ξανασκεφτείς και να χωθείς σε κάποια από τα απεχθή αυτά μπουλούκια που ταξιδεύουν φτηνιάρικα και κοπαδηδόν και δεν βλέπουν τίποτα από τα μέρη όπου τους πηγαίνουν;

Η έκφραση χρησιμοποιούνταν μεταφορικά και πάντως τώρα πια πρέπει να έχει ξεχαστεί. Ανέκαθεν ήταν λίγο ώς πολύ ξενέρωτη.

Συνάντηση δύο φίλων που έχουν καιρό να τα πουν.
- Επ, τι έγινε ρε μεγάλε;
- Βρε βρε βρεεεεε!
- Τι κάνεις; Πώς είσαι;
- Μια χαρά, εσύ;
- Νταξει, καλά. Τι άλλα; Μόνος ή Μάνος;
- Μόνος, μόνος! Ζω το εργένικο όνειρο.

Και μόνος (πολιτικά) και Μάνος (από GATZMAN, 18/10/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία