Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Τουρκογενές επιφώνημα κυρίως προτρεπτικό κινήσεως, με θετικό ή αρνητικό περιεχόμενο. Προέρχεται από το τούρκικο Ya Allah (παλιότερα στρατιωτικό πρόσταγμα εφόδου στο όνομα του Μεγαλοδύναμου, όπως γιουρούσι-γιούρου-γιάγμα κ.λπ. και νεωστί: Για τ’ όνομα του Θεού, άντε στην ευχή του Θεού κ.α. αντίστοιχα στα εγκλέζικα Jesus Christ, by Jove, Godspeed, κέλτικα Begorrah, ιταλικά Dio Santo, ισπανικά por Dios, γερμανικά zum Donnawetter/um Gotteswillen κ.λπ.). Οι Τούρκοι σταμπουλούδες ταρίφες (που οδηγούσαν τα Μουράτ=Φίατ ταξί αυτοκίνητα), το χρησιμοποιούν κατά κόρον, εν είδει «άιντε, κουνήσου μαλάκα ξημερώσαμε!» (δηλ. ντούρ!/γκίτ!).

Όπως και με πολλές άλλες τούρκικες λέξεις, συμβαίνει να συμφύρεται η έννοια της με αντίστοιχη εν μέρει ομόηχη ελληνική δηλ. γιάλα - για έλα < έρχομαι (όπως π.χ. μέραμπα - καλημέρα, μπρε - μωρέ / βρε / ρε / ορέ Ρούμελη-Μοριάς / βορέ Κεφαλλονιά κ.λπ)., ώστε συχνά να αλλοιώνεται τεχνηέντως η ετυμολογία τους. Ομοίως, οι απόψεις για την προέλευση του προτρεπτικού μορίου ά(ι)ντε διίστανται: Προέρχεται από το ιταλο-ισπανικό andar(e) (προστακτική: anda!=περπάτα, προχώρα) ή από το τούρκικο hayti = άντε / μπρος (π.χ. hayti bacalum = άντε να δούμε); Μάλλον το δεύτερο.

Στην Ελλάδα σχετίζεται περισσότερο με τα τσακίσματα του ρεμπέτικου, δηλαδή είτε ως επιφώνημα επιδοκιμασίας για τις τσαλκάντζες του τραγουδιάρη (π.χ. Έλα, άντε, δώσ' του, αμάν-αμάν τα βεραμάν, ωχαμάνα άλα της, ολούρμι, γιαχαμπίμπι, έτσι, γκιουζελίμ, αυτά είναι, ώπα, γειά σου, ντιριντάχτα, να μου ζήσεις, μπιραλλάχ, σσσσσ... κ.λπ.), είτε ως προτροπή προς χορευτή, να φέρει τις βόλτες του με όμορφες (αλλά απέριττες) φιγούρες. Αξιοσημείωτο είναι, ότι παλιότερα σφύριζαν χαρούμενα οι θαμώνες των καφωδείων κι ακόμη παλιότερα έριχναν και πιστολιές στον αέρα (ή στο ταβάνι), σαν την Άγρια Δύση!

Εκτός της συνηθισμένης χρήσης του, το νατουραλιζέ ελληνικό πλέον «γιάλα» (εκ του υποτιθέμενου «έλα»), συνέχισε και μετά το ’50 να προσφωνεί ειρωνικά τους βλαχόμαγκες, που σηκώνονταν να τσουρο-χορέψουν (βλ. γιέλλλα!). Συγκεκριμένα, ο Τσιτσάνης το’ λεγε συχνά είτε κοροϊδευτικά, είτε γιατί έτσι του 'βγαινε αφού ήταν από τα Τρίκαλα κι οι Πειραιώτες ρεμπέτες τον αποκαλούσαν υποτιμητικά «Βλάχο» ή «Πονηρό» ή «Τσίλα» (=Βασίλης στα βλάχικα), καθώς έσκωπταν όσους έμπαιναν στο ταράφι και δεν προέρχονταν από 3-4 πόλεις (λιμάνια) που διέθεταν βιομηχανικό υποπρολεταριάτο.

Τέλος, σημειωτέον ότι υφίσταται και νεο-κουτούκι με τη λογοπαιγνιώδη επωνυμία «Πάμε γι’ άλλα», στα Εξάρχεια.

- Μαέστρο παίξε ένα απ’ τα δικά μου!
- Έγινε Γιώργο μου! (Ακολουθεί ταξίμι)
- Γιάλααααααα! Αυτός είσαι!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ειρωνική Σκαρίμπεια έκφραση (κλασσική πλέον), που αναφέρεται στους κουραδόμαγκες και στους βλάχους, που μόλις πιούνε κανα ποτήρι παραπάνω, σερνικώνουνε ευθύς και απαιτούν να χορέψουν ζεϊμπέκικο (δικής τους χορευτικής εμπνεύσεως), χαζοπηδώντας σα να πατάνε σταφύλια, παρά τα θυμηδή χαμόγελα των μουσικών.

Είπαμε. Η κοινωνική αναμόχλευση στην Ελλάδα (ιδίως μετά τη Χούντα), απέβη μοιραία για την ορατότητα των κοινωνικών τάξεων. Αυτά τα «εργάτες-αγρότες-φοιτητές», μας αποτέλειωσαν. Ο Κοεμτζής μπορεί να καθάρισε καμπόσους για μια παραγγελιά (λέει), αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Η αρετή μπορεί να είναι διδακτή, μπορεί και όχι. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον χορό.

Οι περισσότεροι σημερινοί άνδρες θεωρούν καθήκον των να παραλληλισθούν προς τους ασίκηδες ανατολίταις (κι ας φοράνε εβροπαηκό κουστούμι κι ας πιθηκίζουνε τα θέσφατα του Ζαμπούνη), όμοια όπως οι περισσότερες γυναίκες παρασταίνουν το εντεψίζικο νταρντανοθήλυκο της παλιάς (σκατά!) γειτονιάς, λικνιζόμενες σε μελάτα νησιωτο-τσιφτετέλια, χωρίς να τα γνωρίζουν -ενώ πληρώνουν αδρά για μαθήματα ταγκό (sic)- (κι ας φοράνε Ντιορ κι ας έχουν διδακτορικό φιλοσοφίας).

Για την ιστορία, τα κατά τόπους ζεϊμπέκικα, ούτε αποκλειστικά κατά μόνας χορεύονται (βλ. το χορικό στον «Δράκο» του Ν. Κούνδουρου), ούτε ανδρικό προνόμιο είναι (π.χ. Στο τούρκικο ζεϊμπέκικο χορεύει κι η γυναίκα, που όμως κάνει διαφορετικές κινήσεις π.χ. σαν να φέρνει νερό με τη στάμνα κλπ).

Δυστυχώς, ο παραδοσιακός χορός κι η μουσική στην (όποια) Ελλάδα, έχουν κακοποιηθεί βάναυσα και οποιαδήποτε ρετροβασία (κατά το κτηνοβασία) αποβαίνει άκαρπη.

Υφίσταται μια μυθολογία (και παπαρα-φιλολογία) γύρω απ’ το τρίπτυχο ρεμπέτικο-μαγκιά-ζεϊμπέκικο, αλλά δεν προτίθεμαι να ρίξω το άπλυτο φως, γιατί θα σεντονιάσει ο ορισμός.

Άλλωστε, περί τα «βαριά πεπόνια» και τα σεντόνια, υπάρχει και το σκωπτικόν:
«Αντώνη-Αντώνη-μην τρώς πολύ πεπόνι-ο κώλος σου τεντώνει-θα χέσεις το σεντόνι».

- Πώ ρε σύ, κοίτα τί φιγούρες κάνει ο τύπος!
- Χαρά στον κύριο με μί κεφαλαίο! Σα να πατάει σταφύλια κάνει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φράση από τον καραγκιόζη. Την απευθύνει στο μαέστρο (διευθυντή της μπάντας), δίνοντας το έναυσμα για το τι θα ακολουθήσει. Συνήθως ένας καλαματιανός, και πολύ γλέντι.

Η φράση σημαίνει ακριβώς το ίδιο στα ιταλικά, κυριολεκτικά «εμπρός μαέστρο». Η λέξη «maestro» στα ιταλικά σημαίνει πρωταρχικά δάσκαλος, μετά διευθυντής ορχήστρας, και μετά άλλα 30 πράγματα. Είναι καθ' όλα δόκιμος όρος, και συνήθως χρησιμοποιούν μόνο το αβάντι σαν έναυσμα. Με λίγα λόγια, είναι πιο πολύ ελληνική έκφραση (sic) και μάλλον επτανησιακή, απ' όπου και ο καραγκιόζης την άδραξε (ψιλοεικασία), όπως μαεστρικά έκανε από όπου πέρναγε.

Στη σλανγκ εκδοχή της, η φράση σημαίνει ξεκινούν τα παρατράγουδα, το τζέρτζελο, τα πανηγύρια και, πάνω από όλα, τα καραγκιοζιλίκια. Πολλές φορές χρησιμοποιείται με την ίδια σημασία που έχει η φράση «άρχισαν τα όργανα!!!».

  1. η γκρίνια είναι στο αίμα μας... όπως και η μαλακία... όταν ο 'έλληνας' παραδεχτεί πόσο μαλάκας είναι, ίσως γίνει κάτι... μέχρι τότε... ΑΒΑΝΤΙ ΜΑΕΣΤΡΟ!!!
    (από FB)

  2. - Ξεκίνησαν οι από πάνω να μαλώνουν πάλι! Αβάντι μαέστρο! Μην αφήσετε τίποτα όρθιο!!!

(από electron, 18/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αργκό των μουσικών, για το (μουσικό) όργανό τους, είτε ως ειρωνικό σχόλιο (λόγω μακρόχρονης αχρησίας), όρος που χρησιμοποιείται ευρέως για πολλά αδρανή πράγματα- προσώπατα, είτε επαινετικά (π.χ. το εργαλείο) που προέρχεται απο το ξύλινο σκάφος τους (π.χ. μπουζούκι, κιθάρα, πιάνο κλπ), αλλά έχει επεκταθεί και σε άλλα διαφόρων υλικών κατασκευής (π.χ. τουμπερλέκι, σαξόφωνο κλπ).

  1. Αχρησία:

Εμφανίσθηκε κάποτε σε πίνακα αγγελιών, γνωστού κυψελιώτικου στούντιο μουσικής, αυτογνωσιακή αγγελία πώλησης κιθάρας λόγω ελλείψεως ταλέντου (!)

Ο Κώδικας του Χαμουραμπί, μεταξύ άλλων έγραφε ότι σε περίπτωση που ο ενήλικος υιός, που έχει συμπληρώσει το 20 έτος της ηλικίας του και επί 5 έτη από της συμπληρώσεως δεν εργάζεται, λογίζεται έπιπλο και δύναται να πωληθεί ως τέτοιο...

Οι λόγοι αχρησίας μουσικών οργάνων ποικίλουν: Π.χ. μπορεί να οφείλεται σε ανεπιθύμητο δώρο προς ανήλικο, στον οποίον έχουν επιβάλει στανικά τον όρο της εκμάθησής του οι γονείς του (διότι τα παιδιά των καλών οικογενειών παίζουν πιάνο κλπ-κλπ), διότι ο ανήλικος θέλησε ο μαύρος να μάθει, πλην υπέστη επανειλημμένως την τραυματική γονική παραγγελιά- χαρτούρα ενώπιον τρίτων «Κωστάκη παίξε μας κάτι στο φλάουτο» κλπ-κλπ και εγκατέλειψε, διότι δεν διάβαζε παρτιτούρες, προτιμώντας να παίζει «με το αυτί» και τόνε πόνεσε, διότι η δασκάλα είχε λάβει ύφος βικτωριανής νταντάς σε συνδυασμό με Μίστερ Μυγιάκι (βλ. σε χώνω για να μάθεις) και επέπληττε δριμύως το ανήλικο κάθε φορά που «κόμπιαζε» μουσικώς, χτυπώντας το στα δάχτυλα με αποικιακή βίτσα και τα μούτζωξε, διότι το σπίτι έμπαζε υγρασία και το όργανο σκέβρωσε, διότι έμαθε μεν το όργανον, πλην όμως η καθημερινόπιτα ισοπέδωσε κάθε αισθητική του αναζήτηση μετά την ενηλικίωση, διότι η γιαγιά που έπαιζε μαντολίνο απεβίωσε-ζήτω η γιαγιά (!)

Ειδικά οι παλιότερες γενιές (π.χ. μέχρι το 1920-1930), σκάμπαζαν ανεξαιρέτως από οιοδήποτε είδος μουσική (π.χ. δημοτικά με φλογέρα) κι είχαν πάντα μέσα σε κάθε σπίτι (φτωχό ή πλούσιο) τουλάχιστον ένα μουσικό όργανο, αφού δεν υπήρχε ραδιόφωνο (ή αποτελούσε πολυτέλεια) και τηλεόραση κι έτσι η αναγκαία μουσική υπόκρουση για την διασκέδαση κατά μόνας ή στις βεγγέρες, εξαρτώνταν από τον ίδιο τον αμφιτρύωνα ή κανα φίλο-συγγενή που ήξερε να παίζει. Αραιά και που, στα μεγάλα καζάντια ή σε εξαιρετικά γεγονότα (π.χ. γάμος κλπ), καλούσαν τα όργανα (επαγγελματίες), προκειμένου να παίζουν καλύτερα αλλά και για να μην ταλαιπωρούνται οι γλεντοκόποι (όποιος ερασιτέχνης έχει βγάλει ολονύχτιο πρόγραμμα έστω και με κιθάρα παραλίας θα καταλάβει)...

Οι νεοέλληνες τόσο μυαλό είχαν, που όχι μόνο δεν έμαθαν να παίζουν αλλά διέπραξαν το έγκλημα να πετάξουν ή να πουλήσουν στα γιουσουρούμια τα παλιά μουσικά όργανα των προγόνων τους, θεωρώντας τα προφανώς «έπιπλα», λες και τους ζητούσανε ψωμί. Χαρακτηριστικά, στην κατά τα λοιπά απολαυστική «Θεία απ’ το Σικάγο» (1957), μαζί με την μασίφ χειροποίητη σερβάντα που αντικαταστάθηκε από ένα νοβοπάν ψωρο-μπαράκι με τροχούς για το ιουίσκι (sic), πήρε εξόδου και το πιάνο με τα κηροπήγια (!) και στη θέση του βάλανε ένα αμερικάνικο ραδιόφωνο, δίκην εκμοντερνισμού...
(Σήμερα παίρνουμε ΙΚΕΑ να βολευτούμε όπως-όπως, αφού δε χωρούν τα παλιά ποιοτικά αλλά μονοκόμματα έπιπλα στα κονσερβοκούτια που χτίσαμε γκρεμίζοντας τα νεοκλασικά).

  1. Καμάρι

Η επαινετική χροιά της έκφρασης, ανάγεται στην ψυχική εγγύτητα που νιώθει ο μουσικός με το όργανό του. Το φροντίζει, το συντηρεί και το διακοσμεί (είναι πασίγνωστα π.χ. τα προσωπικά λαϊκά ξόμπλια των οργάνων των μπουζουκτσήδων, ακόμα κι οι λατέρνες που θεωρούνταν μουσικά όργανα σημαιοστολίζονταν).

Είναι η αχώριστη συντροφιά του (βλ. «Μπουζούκι μου διπλόχορδο» Μ. Βαμβακάρης), πάντα ταξιδεύει μαζί του (αν είναι φορητό) παίξει-δεν παίξει, το ψωμί του, το μεράκι του (βλ. «Μου σπάσανε το μπαγλαμά» Π. Γαβαλάς / «Ο κυρ-Θάνος πέθανε» Γ. Μπιθικώτσης κ.α.), η περηφάνια του (βλ. «Απόψε το μπουζούκι σου» Β. Τσιτσάνης), η μουνοπαγίδα του (βλ. αναγκαστική εκτέλεση «έντεχνου» προς άγραν γκομενίτσας κουλτουριάρας-αν και σπανίως γαμεί ο κατάκοπος οργανοπαίχτης αλλά μάλλον φτιάχνει την κατάσταση και δράττονται της ευκαιρίας οι λοιποί άρρενες-λύκοι να κάνουν παιχνίδι), η ερωμένη του (έλεγε ο B.B. King «μάθαινα κιθάρα να παίζω στα κορίτσια-όταν οι άλλοι χτυπούσαν γκόμενες εγώ έκανα πρακτική-κάποια στιγμή που έφτασα να παίζω καλά και να γουστάρω, είπα δεν ασχολούμαι με γκόμενες, έχω την κιθάρα μου»), εν τέλει η προέκταση του εαυτού του.

Για το λόγο αυτό, είναι τραγικό για έναν μουσικό (κουτσουρεύεται η προσωπικότητά του) να του αφαιρείται το όργανο στη φυλακή και να σαπίζει στην αποθήκη, αφού πειθαρχικά (αυτό τους μάρανε) δεν επιτρέπονται οι οργανοπαιξίες, που στο κάτω-κάτω αποβαίνουν ανακουφιστικές για τους κρατουμένους κι αποσοβούν την ένταση (εκνευρισμοί-μαχαιρώματα κλπ) της κλεισούρας.
Βέβαια, τα μαγκάκια προκειμένου να βγάλουνε το κασαβέτι τους, πάντα βρίσκανε έναν τρόπο να βάλουν ζούλα στη στενή ένα μικρό όργανο (π.χ. μπαγλαμαδάκι) ή αλλιώς το φτιάχνανε υποτυπωδώς μόνοι τους με ένα κούτσουρο που το σκάλιζαν εσωτερικά ή το έκαιγαν υπομονετικά με κάρβουνο.

Σημειωτέον, ό,τι έπιπλο (ή κουτί ή εργαλείο κλπ) καλείται και το τάβλι, ποτέ όμως ένεκα αχρησίας, αλλά πάλι λόγω του ξύλινου σκάφους του, το οποίον μπορεί να αποβεί φονικόν όπλον εις χείρας ασυνειδήτου παίκτου, είτε μεταφορικώς (ο νικητής φονεύει την αυτοπεποίθησιν και τον ναρκισσιμόν του ηττηθέντος) είτε κυριολεκτικώς (ο ηττηθείς του το σβουρίζει στο κεφάλι)...

- Ποιον παίρνεις;
- Τον Στέλιο, έχω να τον δω πολύ καιρό κι είπα να μαζευτούμε σπίτι το βράδυ όλοι μαζί. Είσαι;
- Αμέ! Ρε συ, δεν παίρνεις και το Μήτσο να φέρει το έπιπλο, να μας παίξει κανα ταξιμάκι να γουστάρουμε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιά έκφραση, της αλήστου μνήμης εποχής, όταν ζούσαν οικόσιτες υπηρέτριες στα σπίτια των αστών, που τραγουδούσανε άσθματα (sic) του συρμού, που τ' ακούγανε στο ραδιόφωνο καθώς κάνανε το νοικοκυριό.

Τα τραγούδια αυτά ήτανε γλυκερά «αρχοντορεμπέτικα», ακίνδυνα και εν τέλει ανούσια (π.χ. «άρχισαν τα όργανα»). Συνήθως περιείχαν μια χαμένη αγάπη, ένα όνειρο, τη μάνα κλπ ή ήταν χαζοχαρούμενα (π.χ. «σ' αγαπώ ελληνικά» κλπ).

Τα καημένα τα δουλικά (παστρικότατα, συνήθως εξ Αιγαιοπελαγίτικων νήσων ορμώμενα), ξεβρομίζοντας τους ρυπαρούς άρτι αστούς που τα εκμεταλλεύονταν παντοιοτρόπως, άκουγαν τα τσιχλοτραγουδάκια και περιορίζονταν στην ελπίδα ότι ο φαντάρος που τους κάνει τα γλυκά μάτια, θα τους βάλει την κουλούρα (βλ. το μισό ελληνικό κινηματογράφο π.χ. «Όταν λείπει η γάτα», «Ο Πειρασμός», «Όλοι οι άντρες είναι ίδιοι», «Ο Ηλίας του 16ου», «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», «Η σοφερίνα» κ.α.).

Την μαζική κατασκευή εν χορδαίς παπαριών, συνέχισε μετά ζήλου η Χούντα (π.χ. «Η κυρά Γιώργαινα» κ.α.) και την αποτέλειωσαν το στεγνό εμπνεύσεως Νέο Κύμα και τελικώς οι «έντεχνοι» με ασυναρτησίες δίκην υψηλής ποιήσεως. Υπ' όψιν, ότι τέτοια τραγούδια ουδέποτε έστω ψιθυρίσθηκαν από μάγκικα χείλη.

Δεν έχει εφαρμογή στις μέρες μας η έκφραση για πολλούς λόγους:

  • Oι παραδουλεύτρες (ακόμα και οι οικόσιτες) είναι αλλοδαπές και δε πολυσκαμπάζουν ελληνικά ή γουστάρουν τα δικά τους.
  • Tο ραδιόφωνο το έχει προ πολλού υποσκελίσει η τηλεόραση, που βάζουν οι νοικοκυρές στο σαλόνι (και στην κουζίνα).
  • Tις μουσικές αυτές (που είχαν έστω πλήρη ορχήστρα) έχουν εξαφανίσει μπιτάτα σκυλοτράγουδα, στα οποία αρέσκεται η λαϊκούρα (εγχώρια και μη).

- Μωρή Μαρίααααα! Σταμάτα πια αυτά τα τραγούδια της σκούπας, που' χεις πιάσει απ' το πρωί! Μου πήρες το κεφάλι!
- Μάλιστα κυρία!

Για τις μεγαλωμένες με γαλλικά και πιάνο (από Khan, 27/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προκύπτει από το ομώνυμο τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη σε εκτέλεση Κώστα Μακεδόνα, και αποτελεί έναν από τους κλασικότερους τιραμισουρεαλισμούς της εκφραστικής μας. Τι παίρνει η Λίζα; Μύγδαλα; Καρύδια; Φιστίκια; Το πτυχίο που δεν μπαίνει στο αρχείο; Ο στιχουργός δεν αναφέρει σε τι ακριβώς αναφέρεται το αντικείμενο «το» που παίρνει η Λίζα. Πάντως είναι πιθανόν κάτι που μπορεί να γίνει κορνίζα, αλλά και να μπει στην πρίζα. Κατά τον λημματονουνό Γκάτσμαν, επίσης, είναι κάτι που μπορεί «να το δώσει στην Νταίζη να έχει να παίζει». Δεδομένου πάντως του υπονοουμένου που υπάρχει στην έκφραση τον βάζει τον φορτιστή στην πρίζα, το οποίο αναλύεται περαιτέρω στο λήμμα AC/DC, πιθανόν αυτό που παίρνει η Λίζα να είναι ο μπαργαλάτσος.

Το θέμα δεν είναι βεβαίως να συλλάβουμε αυτό το σημαινόμενο, που συνεχώς θα μας ξεφεύγει, (ούτε καν να εξαπολύσουμε τον φαλλό ως «προνομιακό σημαίνον» κατά Λακάν) αλλά να δούμε σε ποιες συνταγματικές σχέσεις χρησιμοποιούμε την φράση. Πρόκειται για έναν άντρα που είναι βαριεστημένος στο μάξιμουμ και μπιφτεκωμένος από μια Λίζα ή Frau Lisa γερμανιστί, η οποία του φέρνει εξτρά τύπους στην παρέα, και μάλιστα κοντούς (με βιοτεχνία στη Νέα Ιωνία!) και από τα Φιλιατρά, που μιλάει αγγλικά αντί να μιλάει ελληνικά, και γενικά τον κουράζει και του καίει την μίζα. Οπότε η έκφραση λέγεται όταν πραγματικά έχουμε κουραστεί από μια γκόμενα, είτε Ελλεεινίδα είτε Αμερικλάνα, όπως η Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Κοντολίζα Ράις, για την οποία η έκφραση χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον, είτε Ιταλίδα, όπως η Μόνα Λίζα του Λεονάρντο ντα Βίντσι, είτε ό,τι. Όταν έχουμε κουραστεί από την γυναικεία έλλειψη ντεκλαροσύνης, απ' τα τσαλίμια, την ετερογλωσσία, απ' το να μας θεωρούν md σε sister operating system κ.τ.λ., και θέλαμε απλώς να της δώσουμε κάτι ό,τι να το κάνει κορνίζα, να το βάλει στην πρίζα και να μας αφήσει ήσυχους.

Ασίστ: GATZMAN από Δ.Π.

Τι παίρνει η Λίζα;

  1. Μπαργαλάτσο, όπως εδώ;
    Πάρτον Λίζα και κάντον κορνίζα
    “Καλύτερα μουνόδουλος και να κάνω δουλειά μου παρά να μένω με το πουλί στο χέρι λόγω κάλου στον εγκέφαλο…”

  2. Φλιτζάνι τσαγιού, όπως εδώ;

Πάρτο Λίζα και κάντο κορνίζα, φαίνεται να σκέφτηκε τουρίστρια με ψυχολογικά προβλήματα στο Λούβρο.
Συναγερμός στο μουσείο του Λούβρου. Αφορμή η εκτόξευση φλιτζανιού του τσαγιού (!) στη Mona Lisa. Ευτυχώς, που ο διάσημος πίνακας, φυλάσσεται σε βιτρίνα με αλεξίσφαιρο τζάμι και δεν υπέστη κάποια ζημιά. Δράστης της επίθεσης, μία Ρωσίδα τουρίστρια, η οποία συνελήφθη και παραπέμφθηκε για ψυχολογική γνωμάτευση, ενώ το μουσείο κατέθεσε μήνυση σε βάρος της

  1. Τηλέφωνο, όπως εδώ;

Πάρτην Κοντολίζα και κάντην κορνίζα!
Λογικά τώρα θα αναρωτηθείτε πώς μας ήρθε στα καλά καθούμενα και θυμηθήκαμε το ρόλο «ταχυδρόμου» και «μεσάζοντα» των ΗΠΑ που έπαιζε ο κ. Παπανδρέου όταν οι φίλοι του οι Αμερικάνοι βομβάρδιζαν τη Γιουγκοσλαβία. Η εξήγηση είναι απλή: «Θαυμάζουμε» τη ...συνέπεια του ανδρός. [...] Θέλετε απόδειξη; Ε, λοιπόν, ορίστε: Δεν πρόλαβε ο κ. Παπανδρέου να γυρίσει από την επίσκεψή του στη Συρία και στο Λίβανο και η πρώτη του δουλιά, προτού ακόμα ασχοληθεί με την εκλογή της κυρίας Μαριλίζας (Ξενογιαννακοπούλου), ποια λέτε ήτανε; Μα τι άλλο από το να πάρει αμέσως στο τηλέφωνο την πιο αγαπημένη του «Λίζα» στον κόσμο - όπως επισήμως, μάλιστα, μας ενημέρωσε το Γραφείο Τύπου του ΠΑΣΟΚ - την ...Κοντολίζα Ράις, την υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, για να την ...ενημερώσει για τα αποτελέσματα της επισκέψεώς του στην περιοχή...

  1. Πτυχίο, όπως εδώ;
    Πάρτο Λίζα και κάντο κορνίζα! Πήρα πτυχίο!Πήρα πτυχίο!
    Είναι μεγάλη χαρά και ανακούφιση...
    Αλλά από δω και εμπρός τί;;
    Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα...Με τρομάζει το άγνωστο στο οποίο θα βαδίζω απ'αυτή τη στιγμή κι έπειτα..μέχρι τώρα είχα αρχικά την ασφάλεια του σχολείου,μετά της σχολής,είχα ένα σκοπό και τον ακολουθούσα..

Ή κάτι άλλο; Βάλτε την φαντασία σας να δουλέψει.

ΤΟ ΑΣΜΑ

Στίχοι: Σταμάτης Κραουνάκης
Μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης
Πρώτη εκτέλεση: Κώστας Μακεδόνας

Τηλεφώνησες πάλι
να μου κάνεις κεφάλι
να σου πω να μου πεις
κοιτά μόνο την ώρα
ουτέ χτες ουτε τώρα
θα φανείς συνεπής
πάλι θα κανονίσεις
να μου ξεκουβαλήσεις
και κανέναν εξτρά
τον κοντό κολλητό σου
ή κανέναν γνωστό σου
από τα Φιλιατρά.

Τηλεφώνησες πάλι
απ' τον κύριο Τσάρλυ
που σου κάνει αγγλικά
τηλεφώνησες πάλι
και σ' ακούγανε κι άλλοι
μίλα ελληνικά
άμα θες να σε βγάζω
και να σε συναρπάζω
νασαι πιό ντεκλαρέ
μου 'χουν πει στο φλυτζάνι
πως μια Λίζα με κάνει
φιλετάκια πουρέ

Πάρτο Λίζα
και κάντο κορνίζα
και βάλτο στην πρίζα
να κάνει σουξέ
το πτυχίο
δεν μπαίνει στ' αρχείο
κορίτσι για δύο
τσιφλίκι μπαξέ
πάρτο Λίζα
και κόντο κορνίζα
και μες στο IBIZA
μπορεί να συμβεί
το μοιραίο
κορίτσι λαθραίο
κομμένη στο λέω
όχι άλλη στραβή

Τηλεφώνησες πάλι
όπως έβλεπα Γκάλη
να μου κάνεις ρελάνς
με κουράζεις ρε Λίζα
θα μου κάψεις τη μίζα
και θα πάρω ρεβάνς
όλο dear και honey
αϊ σιχτίρι Γιορντάνι
πάνε βρες τον κοντό
που 'χει βιοτεχνία
μες την Νέα Ιωνία
και αμάξι μπορντώ

Τηλεφώνησες πάλι
απ' το δίπλα μπακάλη
που τον λένε Μικέ
δεν γουστάρω Λιζάκι
αλογάκι σε σκάκι
σε αγώνα σικέ
Τηλεφώνα στη Νταίζη
να σου κάνει τραπέζι
με σαμπάνια ΚΑΙΡ
και φωνάξτε την Ντέπυ
που 'χει βίτσιο να βλέπει
μοναχά Ρίτσαρντ Γκηρρρρρ.

Πάρτο Λίζα
και κάντο κορνίζα
και βάλτο στην πρίζα
να κάνει σουξέ
το πτυχίο
δεν μπαίνει στ' αρχείο
κορίτσι για δύο
τσιφλίκι μπαξέ
πάρτο Λίζα
και κόντο κορνίζα
και μες στο IBIZA
μπορεί να συμβεί
το μοιραίο
κορίτσι λαθραίο
κομμένη στο λέω
όχι άλλη στραβή

Πάρτο Φράου Λίζα (από Khan, 25/08/09)Και μες στο/στην Ιμπίζα μπορεί να συμβεί! (από Khan, 25/08/09)(από allivegp, 25/08/09)(από Khan, 01/04/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μια λέξη που φτιάχτηκε και ανδρώθηκε στα ρεμπετάδικα, στα ουζερί και γενικότερα σε μέρη όπου μπουζούκια, βιολιά και πολλών ειδών κρουστά έδιναν μια μουσική χροιά στους δρόμους της Αθήνας, μερικά χρόνια μετά τη κατοχή, οπότε και οι ανατολίτικοι ρυθμοί εισέβαλαν με βία στο μουσικό προσκήνιο.

Μες στης πόλης το χαμάμ ένα χαρέμι κολυμπά
Αραπάκια το φυλάνε, στον Αλή Πασά το πάνε
Ντιριντάχτα, ντιρι-ντιριντάχτα...

Διατάζει τη φρουρά του, να το φέρουνε μπροστά του
να το βάλει να χορέψει και μπουζούκι να τού παίξει
Ντιριντάχτα, ντιρι-ντιριντάχτα...

Έτσι την περνάνε όλοι οι πασάδες στο ντουνιά
με χορό και με τραγούδι, μ’ αγκαλιές και με φιλιά
Ντιριντάχτα, ντιρι-ντιριντάχτα...

Στην Περσία το χασίσι το πουλάν με την οκά
Στην Αθήνα δεν το βρίσκεις, ούτε και για μυρουδιά
Ντιριντάχτα, ντιρι-ντιριντάχτα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αμερικλανιά κακής ποιότητας συνήθως (καουμπόικη, αστυνομική, δράσης τύπου Speed, κττ), η οποία στηρίζεται αποκλειστικά στα στοιχεία δράσης που περιέχει.

Hχομιμητικό επιφώνημα που μάλλον προέρχεται από την κλαγγή των πετάλων τού εν καλπασμώ αλόγου, σε συνδυασμό με τον ρυθμό των φριχτών αυτών μουσικών που συνοδεύουν παρόμοιες ταινίες (και οι οποίες έχουν γίνει φετίχ των δελτίων ειδήσεων).

- Τι λέει αυτή η ταινία;
- Πολύ γκαγκάν γκαγκάν την κόβω, δεν βλέπουμε καμιά άλλη λέω γω; Έχω όρεξη για λίγη κουλτούρα απόψε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Για να την πω στον θείο ατσεγκέ που ανεβάζει λήμματα τύπου κατεβαίνω και ξεφτιλίζει το επίπεδο του σάιτος, θα ανεβάσω ένα άλλο φαινομενικά αθώο ρήμα της νεοελληνικής, το οποίο δεν προσφέρεται για λημματογράφηση, λέτε εσείς τώρα...

Στη μουσική χρησιμοποιείται από τους οργανοπαίχτας οίτινες:

1ον: μαθαίνουν εξ ακοής ένα κομμάτι, ήτοι κάθονται οκλαδόν με το όργανο μπροστά στο ηχοσύστημα και το λιώνουν μέχρι να μάθουν να το παίζουν με το αφτί και χωρίς την χρήση παρτιτούρας.

2ον: καταφέρνουν να παίξουν ένα δύσκολο κομμάτι το οποίο τους πήρε καιρό να το μάθουνε.

3ον: ξαναδές το 1ον.

Για όσους βγήκαν από το ντεντ λουπ, τα σέβη μου στην κυρία μητέρα σας.

- Χτες έβγαλα το άι οβ δε τάιγκερ στην κιθάρα.
- Εγώ χτες έβγαλα το σόλο από το χάιγουέι σταρ.
- Εγώ το πρώτο μου παιδί θα το βγάλω τζίμη.
- Εγώ τη βγάζω δεν τη βγάζω.

(από jesus, 08/07/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σε κλασικά ελληνικά το hit, το succès -αφού η κλασική αργκό μας είναι γαλλικής κουλτούρας. Σε υποκοριστικό, για να δείξει λαϊκή οικειότητα και προσήνεια. Η έκφραση παίζει πολύ εδώ και πολλές δεκαετίες, λέγεται για λαϊκά άσματα, αλλά και γενικά για ο,τιδήποτε έχει λαϊκή απήχηση, ανεξάρτητα προέλευσης.

Από τον δίσκο του Χάρρυ Κλυνν «Έθνος Ανάδελφον» (1985):

Γκόμενα Βασίλη: - Πάμε απόψε στο Ηρώδειο, Βασίλη; Παίζει Κάρμεν, θα είναι κι η Μελίνα.
Βασίλης: - Νταξ, δυο τραγουδιάρες, Κάρμεν, Μελίνα, καλό θα είναι το μαγαζάκι! Έχουνε κανά σουξεδάκι δικό τους, ή παίζουνε της Ρίτας και του Γιαννάκη κι αυτές;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία