Ἡ παροχὴ ἀγαθοῦ τινος, ἐν ἀνεπαρκείᾳ εὑρισκομένου, πρὸς ὁμάδα ἀνθρώπων, ἔτσι ὥστε αὐτοὶ νὰ πρέπῃ νὰ διαγκωνισθοῦν, προκειμένου νὰ τὸ ἐξασφαλίσουν γιὰ τὸν ἑαυτόν τους ἕκαστος.

Ἡ λέξις προέρχεται εἴτε ἀπὸ τὴν «βουτιά» (plongeon), ποὺ χρειάζεται νὰ κάνῃ κάποιος γιὰ ν' ἁρπάξῃ τὸ ἀντικείμενο, εἴτε ἐπειδὴ αὐτὸς ποὺ τὸ ἅρπαξε, τὸ «βούτηξε» ἀπὸ τοὺς ἄλλους.

βουταρία ἦταν συνηθισμένη ὅταν ἤμουν στὸ Δημοτικό. Κάποιοι πιτσιρικάδες γούσταραν πότε-πότε νὰ βλέπουν τοὺς ἄλλους νὰ πλακώνωνται γιὰ καμμιὰ γκαζὰ ἢ καμμία κάρτα μὲ σημαῖες κρατῶν, ποὺ ἦταν τὸ συλλεκτικὸ ἀντικείμενο τοῦ πόθου, στὰ χρόνια ἐκεῖνα. Συχνότερα εἶχε τὸ κίνητρο τοῦ νὰ αἰσθανθοῦν ὑπεροχὴ ἔναντι τῶν ὑπολοίπων, καὶ σπανίως τὴν πραγματικὴ πρόθεσι νὰ χαρίσουν κάτι ποὺ τοὺς περίσσευε ἢ δὲν ἤθελαν πιά.

Φαίνεται ὅτι ἡ βουταρία ἐπανέρχεται στὴ μόδα, διότι ἐχρησιμοποιήθη ἀπὸ τὴν Προεδρία τῆς Δημοκρατίας (μας), βλ. παράδειγμα 2.

  1. - Ρέέέέέέ! Ἀκοῦτε ρέέέ! Βουταρία ἕνα χαρτάκι Ζανζιβάρη!
    - Ρίχτο ρέέέέέέ!

  2. Σχόλιο ἀπὸ τὶς εἰδήσεις τῆς 10/11/11 (ἐπέκειτο ἡ ἀνακοίνωσι τῆς πρωθυπουργοποιήσεως Παπαδήμου. Στὶς 9/11/11 εἶχε ἀνακοινωθῆ ἡ πρόθεσι νὰ πρωθυπουργοποιηθῇ ὁ Πετσάλνικος μὲ τὴ μέθοδο τῆς βουταρίας):
    Ὁ κ. Μπίτσιος θὰ διαβάσῃ τὴν ἀνακοίνωσι τῆς Προεδρίας καὶ μετὰ θὰ μοιράσῃ τὸ κείμενο στοὺς δημοσιογράφους. Ἐλπίζουμε νὰ μὴν ξαναγίνῃ τὸ μοίρασμα μὲ τὴ μέθοδο τῆς βουταρίας, ὅπως χθές.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Φορητό μικρό ηλεκτρικό ματάκι με πρίζα για το μπρίκι του καφέ.

  2. Είδος μικρού πυροτεχνήματος που σέρνεται φλεγόμενο στο έδαφος και σφυρίζει.

  3. Μηχάνημα - φορτωτάκι, άλλως εκσκαφάκι, πιο επίσημα φορτωτής πλάγιας ολίσθησης, αγγλιστί skid street loader. Πρόκειται για μικρό αυτοκινούμενο μηχάνημα, με τετράτροχη κίνηση στους δεξιούς και αριστερούς τροχούς, η οποία του επιτρέπει να είναι εξαιρετικά ευέλικτο, μέχρι και να κάνει πιρουέτες. Φέρει δυο βραχίονες, στους οποίους προσαρμόζεται ότι χωράει ο νους του ανθρώπου, φαγάνα, εκχιονιστήρας, χορτοκοπτικό, μπετονιέρα, πηρούνια και άλλα 16 που αναφέρει η Wikipedia και δεν ξέρω τι σημαίνουν.

  4. Χημικό καθαριστικό για λεκέδες ρούχων.

  1. - Ρε συ δεν έχεις κανένα γκαζάκι να κάνω τον καφέ, μ’ αυτό το διαβολάκι δέκα ώρες θα κάνω.
    - Το διαβολάκι κάνει το καλό καϊμάκι.

  2. Μια φορά Πάσχα, μετά την Ανάσταση, έχω κατέβει αρματωμένη (όπως κάθε Νησιώτισσα/ης που σέβεται τον εαυτό της/του) με καμιά εικοσαριά γουρούνες, διαβολάκια και συνδυασμούς των παραπάνω. (Τρεις γουρούνες μαζί δεμένες με μονωτική, γουρούνες με διαβολάκια για μίτσες, απλά πράγματα ψιλοετοιματζίδικα. Παλιά με τα αδέρφια μου φτιάχναμε τα δικά μας τρίγωνα κλπ, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία). εδώ.

  3. Εδώ είναι η λίστα των αγγελιών από την κατηγορία διαβολάκια που προέρχονται από Ιταλία. Μπορείτε να ταξινομήσετε μεταχειρισμένα διαβολάκια ανά τιμή, έτος παραγωγής ή μοντέλο. Παρακαλούμε χρησιμοποιήστε την πλοήγηση στην αριστερή πλευρά για να περιορίσετε την αναζήτησή σας. Μπορείτε να διευρύνετε την αναζήτησή σας για διαβολάκια που προέρχονται από άλλες χώρες.εδώ.

  4. Πώς καθαρίζει το ρετσίνι απ' τα ρούχα;
    Προσπάθησε να δοκιμάσεις το διαβολάκι του λεκέ.

Άσχετο αλλά ωραίο. (από joe909, 16/08/11)(από joe909, 16/08/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ταβερνιάρης που ταυτόχρονα εκτελεί και χρέη σερβιτόρου στα ταβερνάκια ή και ο σερβιτόρος. Προσφώνηση, μάλλον ενοχλητική, που αρχίζει και πυκνώνει όσο προχωρά η κρασοκατάνυξη και συνήθως συνοδεύεται από το χέρι που υψώνει το άδειο μπουκάλι ή το καραφάκι, υποδεικνύοντας να ανανεωθεί. Το ένα χέρι μπορεί να σηκώνει το μπουκάλι και το άλλο χέρι να δείχνει, με τα δάχτυλα, τον αριθμό (π.χ. 2 καραφάκια ακόμη). Ενοχλητική ίσως, αλλά προτιμότερη παρ’ όλα αυτά από το παλιότερο επανειλημμένο χτύπημα του μαχαιριού στο πιάτο.

Φέρε, μάστορα, καινούργιο μεζεδάκι
και το ούζο στο γυαλί διπλό.
Βάλε στο τζουκ-μποξ παλιά του Τσαουσάκη
κι ας χαθούμε στο λογαριασμό.
(Ρασούλης, Όταν σε φιλώ κάτω απ' το λαιμό)

Σχετικά: αρχηγός, γιατρέ μου, μεγάλε, ψηλός

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ερασιτέχνης κατασκευαστής ή χειριστής πομπού-δέκτη ραδιοφωνικού, τηλεοπτικού ή άλλου σήματος (WiFi/HF/VHF/UHF). Η λέξη προκύπτει απ' το ότι η εγκατάσταση του σχετικού εξοπλισμού, για ευνόητους τεχνικούς λόγους, γίνεται συνήθως σε ταράτσες.

Ο όρος ακουγόταν ήδη τη δεκαετία του Εβδομήντα με τη σημασία «ραδιοπειρατής» –γίνεται μάλιστα ακόμα λόγος για τη θρυλική φιγούρα του Σάκη του Ταρατσόβιου, που έδρασε στα τέλη της δεκαετίας του Εβδομήντα στην Πετρούπολη της Αθήνας.

Σήμερα, με αναπτυγμένη νομοθεσία γύρω από γουάι-φάι και γιου-έιτς-εφ, πρόκειται για νεολογισμό που είτε χρησιμοποιείται χαϊδευτικά ως αυτοπροσδιορισμός, είτε απαξιωτικά από ανθρώπους εκτός χώρου (η συνηθισμένη δισημία των αυτοπροσδιορισμών στην αργκό). Μάλιστα, έχει εδραιωθεί αρκετά στο χώρο ώστε να έχει ευνοήσει και άλλους σχηματισμούς - παράγωγα του ταράτσα, με ανάλογες σημασίες, όπως ταρατσοπισί και ταρατσάδα.

Δες και -όβιος.

  1. Χαζορομαντικό, αλλα το επαναλαμβάνω: Εγινα μέλος της κοινότητας για να ξαναγίνω ταρατσόβιος μετά από πολλά...πολλά χρόνια. Γιατί μου αρέσει (και για τους περισσότερους από εμάς, πιστεύω..) ο αέρας του ερασιτεχνισμού. Πιστεύω οτι η νοοτροπία «με το κλειδί στο χέρι» στερεί πολλά από αυτή τη χαρά. Ακόμα νοσταλγώ την εποχή που φτιάχναμε κυκλώματα με πύλες TTL αντί να χρησιμοποιούμε μαύρα κουτιά εταιρειών. (από εδώ)

  2. Ο δέκτης εγκαταστάθηκε στο γραφείο του ιδιοκτήτη του με κεραία ένα καλώδιο μήκους περίπου 12 μέτρων πάνω στα κεραμίδια (ο ξάδερφός μου είναι... ταρατσόβιος σαν και εμένα) και γείωση στο σωλήνα του καλοριφέρ. Η λήψη είναι πολύ καλή, με ελάχιστο βόμβο στο μεγάφωνο λόγω απλής ανόρθωσης. Με ένα εξωτερικό μεγάφωνο ο ήχος βελτιώνεται πολύ διότι η θέση του εσωτερικού μεγαφώνου καθώς και το μεταλλικό σασί δεν ευνοούν την απόκριση συχνότητας (σχηματίζουν κακό αντηχείο). Έγινε λήψη μεσαίων και βραχέων κυμάτων χωρίς θορύβους και προβλήματα και στα βραχέα η σταθερότητα συχνότητας ήταν πολύ καλή (ακούσαμε την Αυστριακή Ραδιοφωνία στους 13,9MHz περίπου χωρίς να ολισθαίνει ο δέκτης. Άντε και καλές ακροάσεις... (από εδώ)

  3. Αλήθεια εσύ γιατί βγάζεις άδεια και δεν παραμένεις «ταρατσόβιος» όπως μας διατυμπανίζεις πιο πάνω. Προφανώς δεν είσε ο ατρόμητος πειρα(ματισ)της που αναφέρεις πιο πάνω αλλα τρέμεις στην ιδέα να σου εμφανιστεί κανα βανάκι της ΕΕΤΤ. (από φόρουμ)

  4. ΑΝΤΙ ΝΑ ΚΥΝΗΓΑΤΕ ΤΟΥΣ ΣΤΑΘΜΟΥΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΚΥΝΗΓΗΣΕΤΕ ΤΟΥΣ ΤΑΡΑΤΣΟΒΙΟΥΣ. (από εδώ)

~~~

  1. Σ.ς.: Ακολουθεί αναπόληση-μακρινάρι, σωσμένη απ' το Σχέσεις τζι άρ (έχει σβηστεί για κάποιο λόγο), που παρότι βγάζει μάτια δέ μου πήγε η καρδιά να την πετάξω.

Αλλα το προβλημα δεν ηταν το πώς και με τι υλικα θα στηθει ο «σταθμος» αλλα που θα στηθει και από που θα εκπεμπει.
Τοτε οι «σταθμοι» εξεπεμπαν στα μεσαια από τους 1150 εως 1400 ΚΗΖ.
Ηταν μεγαλη επιτυχια να κατεβεις παρακατω εκτος πια αν εβγαζες εκει καποια «αρμονικη».
Η εμβελεια ηταν καπου 4-5 χιλιομετρα στην καλυτερη περιπτωση.
Μετρηση με τρανζιστορακι και ποληλατο μπακαλιστικο και δρομο.
Και δωστου ορθοπεταλια να δουμε «μεχρι που βγαιναμε».
Και βεβαια αυτό που μας ενοιαζε ηταν να ακουγομαστε μεχρι το σπιτι του «αισθηματος»!
Χρειαζοταν και μεγαλη κεραια καπου 25-30 μετρα χαλκινο συρμα που απλωνοταν από ταρατσα σε ταρατσα και ηταν σκετο καρφωμα.
Εχουν καταγραφει ηρωϊκες εκπομπες από ταρατσες,πλυσταρια, εγκαταλελειμμενα κοτετσια και σε ζορικες μερες από παταρι τουαλεττας και να διψαμε κατακαλοκαιρο και με ολη τη ζεστη που εξεπεμπαν τα «μηχανηματα» και να πινουμε νερο από το καζανακι.
Και η μανα του Γιωργου να φωναζει –«Βγητε οξω βρεεε!Θα σκασετε σαν τσι ποντικοι».
Και στο «ντου» της ασφαλειας να βαζουμε εξαφανιζολ ο σωζων εαυτον σωθητω γιατι ειχε εισαγγελεα ανηλικων και δικαστηριο και μετα κάθε βδομαδα ή κάθε 15 μερες «παρων» στην κοινωνικη λειτουργο για κατηχηση και «φυλλο ποιοτητας».
Και δε μας ενοιαζε τοσο για τον «σταθμο» και το πικαπ που ετρωγαν κατασχεση οσο για τους δισκους που τοτε ηταν εκτος από πανακριβοι οι «ξενοι» ηταν και δυσευρετοι.
Μετα από 30 χρονια ακομα κλαιμε σπανια κομματια που κατασχεθηκαν σαν «πειστηρια του εγκληματος» και καταστραφηκαν ή τα βουτηξαν οι ασφαλιτες και τα πουλησαν στο Μοναστηρακι.
Ηταν γνωστο ότι επιαναν ολοκληρη δισκοθηκη μπορει και 60 -70 δισκους και παρουσιαζαν καμμια 10ρια στο δικαστηριο.Βρεθηκαν πολλοι κατασχεμενοι δισκοι να πουλιουνται στα παλιατζιδικα.
Καποιοι θαραλλεοι εδιναν και τηλεφωνο «για παρατηρησεις και αφιερωσεις» αλλα ηταν καρμανιολα!(Τι τραβαγε ο κοσμος τοτε για να βγαλει κανενα γκομενακι….)
Υπηρξαν ραδιοπειρατες με σταθμους που εγιναν θρυλοι.
Ο «Σακης ο ταρατσοβιος» ,ο «Τζερωνυμο»,το «Χρυσο αστερι» κ.α.
Μεγαλη πλακα ειχε ο πειρατικος του Λεωνιδα που διαφημιζε τις «ψησταριες ο Λεωνιδας» και αντι για μουσικη εβαζε Καραγκιοζη για αρκετη ωρα!
Τα ομορφοτερα ξενα κομματια αμεσως μολις κυκλοφορουσαν τα ακουγαμε από τον σταθμο της Αμερικανικης Βασης που λειτουργουσε όμως νομιμα.
Υπηρχαν και δισκογραφικες εταιρειες της πλακας που προσπαθουσαν να αναδειξουν κανενα ταλεντο-ψαρι και εστηναν ένα σταθμο και μας γανωναν μερα νυχτα το κεφαλι με τις τσιριδες του «καλλιτεχνη» και πραγμα παραξενο δεν τους μαγκωνε ποτε το ραδιογωνιομετρο αυτους να ησυχασουμε κι εμεις .
Εκεινη την εποχη ακουγοταν τα παντα .Απο καψουροτραγουδα και ροκιες μεχρι λουμπεν του στυλ «Την μπετονιερα μην κατηγορας αυτή σου δινει για να φας»!
Καποιες στιγμες σαν φαντασμα στις μπαντες εμφανιζοταν κι ενας ανωνυμος πειρατικος που επαιζε τραγουδια απαγορευμενα τοτε (Θεοδωρακη κλπ) για 15-20 λεπτα και χανοταν μετα για να εμφανιστει μετα από 2-3 μερες σε άλλη συχνοτητα για κανενα 20λεπτο παλι Κανεις ποτε δεν εμαθε ποιος ηταν παρ ολο το κυνηγητο που ειχε εξαπολυσει η ασφαλεια.
Επισης στους «πειρατικους» σταθμους συμπεριλαμβανεται και ο σταθμος του Πολυτεχνειου που στηθηκε αμεσως σχεδον μετα την καταληψη και σιγησε την ωρα της εισβολης .
Νοσταλγικα χρονια με μουσικη…..πολυ μουσικη από ανθρωπους με μερακι και παθος για επικοινωνια. Αλησμονητα…

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μας προέκυψε από το γαλλικό vampire αλλά η ετυμολογία του δεν είναι ξεκάθαρη (κάποιοι το φτάνουν στο Τατάρικο ubyr: «μαγεύω» κι άλλοι στο Σλάβικο pij: «πίνω» που μπορεί να έχει κι ελληνική προέλευση ή και από πρωτο-ινδο-ευρωπαϊκή ρίζα που σημαίνει «πετώ».)

Ενώ η ίδια η λέξη χρησιμοποιείται σαν συνώνυμο των βρικόλακας και αιμ(ατ)ορουφήχτρα σαν πιο εύπλαστη αποτελεί τη μήτρα των: βαμπ, βαμπίρι, βάμπιρος, βάμπιρας, βαμπιρέλ(λ)α, βαμπιρέλος, βαμπιρίζω, βαμπιράκι, βαμπιρίνα, βαμπιρικός, βαμπιρισμός, βαμπιροφονιάς, βαμπιρολογία κι ενός σωρού άλλων σύνθετων.

Κυριολεκτικά σημαίνει:

  • Ένα Νοτιο-αμερικάνικο είδος αιμοβόρου νυχτερίδας,
  • το μυθολογικό εκείνο νυχτόβιο ον (νεκροζώντανος ή απέθαντος άνθρωπος ή υπερφυσική οντότητα) που απομυζεί την élan vital των θυμάτων του (κυρίως απομυζώντας το αίμα τους αλλά όχι μόνο). Κάτωχρο, με ανεπτυγμένους πλην αποκρυπτόμενους κυνόδοντες, με υπερφυσικές ικανότητες, αισθήσεις και δυνάμεις, αλλά και ιδιάζουσες υπερευαισθησίες, στη σημερινή του μορφή (εντόνως σεξουαλικό), αποτελεί απόγονο της λαϊκής κουλτούρας των Βαλκανικών λαών αν και συναντάται στις λαϊκές δοξασίες παγκοσμίως αποτελώντας έμπνευση για κάθε είδους έργο τέχνης.

Όσο για τα χαρακτηριστικότερα παράγωγα:

Η βαμπ είναι όρος που προέρχεται από τους κριτικούς κινηματογράφου και τα κινηματογραφόφιλα σινάφια (σύντμηση του αγγλοαμερικανικού vampiress: θηλυκό βαμπίρ).

Περιγράφει μια έκδοση της femme fatale σαν μια αισθησιακή πλην σκληρή, πλανεύτρα γόησσα που καταστρέφει χωρίς ενδοιασμούς (κυρίως οικονομικά και ηθικά) με την ακαταμάχητη σεξουαλική σαγήνη της τους άντρες που πέφτουν στα νύχια της.

Στη σημερινή εποχή της απομυθοποίησης και της αποθέωσης του ξέκωλου, χρησιμοποιείται και σαν ενδυματολογικός όρος που αφορά στην εμφάνιση κάποιων που πολύ θα ήθελαν να είναι, αλλά απέχουν κάτι έτη φωτός ακόμη κι απ’ τα δαχτυλιδάκια καπνού της Gilda.

Για όσες «τους τρώνε όλα τα δαχτυλίδια και τους έχουν να κοιμούνται στα σανίδια» υπάρχει το «βαμπίρ» σκέτο χωρίς την άλω της βαμπ.

Το βαμπιρέλα προέρχεται το ομότιτλο κόμικ όπου ηρωίδα ήταν μια σέξι βρικολακίνα. Σήμερα μαζί με το βαμπιρέλος χρησιμοποιούνται σαν δηλωτικά του φύλλου ενός βαμπίρ συνήθως με μια σατυρική, υποτιμητική κι απαξιωτική χροιά για τους ήρωες σχετικών ταινιών.

Παρεμπιπτόντως: αν και η σεξουαλικότητα των βαμπίρ ξεχειλίζει, δε σημαίνει πως είναι και σαφώς καθορισμένου είδους στυλάκι «αίμα να ‘ναι κι απ’ όπου να ‘ναι» κατά το «τρύπα να ‘ναι κι όπου να ‘ναι».

Το βαμπιρίζω σημαίνει (i) ξαγρυπνώ / βρικολακιάζω αλλά χρησιμοποιείται πολύ λιγότερο, (ii) συμπεριφέρομαι / ντύνομαι / βάφομαι σαν βαμπίρ και αφορά συνήθως τους νεαρούς λάτρεις της σχετικής παραφιλολογίας που απολαμβάνουν και μέσω κινηματογράφου και τηλεόρασης, (iii) (σαν μεταβατικό) σημαίνει την δράση του βαμπίρ σε κάποιο... θύμα τόσο κυριολεκτικά(!) όσο και μεταφορικά σαν εκμεταλλεύομαι / απομυζώ / ρουφάω.

Μεταφορικά όπως και το «βρικόλακας» σημαίνει αυτόν:

  • που ξαγρυπνά (μπορεί και συστηματικά αλλά όχι απαραίτητα υποφέροντας από αϋπνία),
  • που νυχτοπερπατά περιφερόμενος άσκοπα,
  • που δουλεύει βράδυ ή νυχτερινή βάρδια, που χτυπά σερί γερμανικά,
  • που εκβιάζει ή εκμεταλλεύεται κάποιον άλλον.

Πιο σλαγκικά:

  • (σε σινάφια «μετα / παρα -φυσικά» / εσωτεριστικά) «βαμπίρ» / «βαμπίρια» (αυτοαπο)καλούνται οι οπαδοί διαφόρων δοξασιών που έχουν να κάνουν με έναν τρόπο ζωής (από αντίληψη των πραγμάτων μέχρι εμφάνισης και κουλτούρας) σχετικό με τη βαμπιρολογία και το βαμπιρισμό,
  • (από τους αιμοδότες) οι αιμολήπτες νοσοκόμοι (βλ τον ορισμό του GATZMAN εδώ),
  • τους δημοσιογράφους και τα τηλεοπτικά κανάλια που τρέχουν όπου αίμα για να πουλήσουν θέαμα και πόνο χειραγωγώντας με τρομοκρατία ή μελόδραμα το κοινό.
  • αυτόν που παραμένει σε μια θέση / πόστο (συνήθως εξουσίας οποιουδήποτε είδους) παρά το περασμένο της ηλικίας του και για πάρα πολλά χρόνια, εμποδίζοντας τους νεώτερους και τους νεωτεριστές προς όφελος (συνήθως οικονομικό και νομής εξουσίας) ενός οπισθοδρομικού κατεστημένου – προσωπικής αυλής. Πολύ κοντά στο δεινόσαυρος. Ειδικότερα: «βαμπίρ / βρικόλακας της πολιτικής» αποκαλείται ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (βλ μήδι εδώ κι εδώ). [Πρωτοδημοσιεύτηκε σε άρθρο του Δελαστίκ στο «Πολιτικό Καφενείο» στις 06/11/2008] Κι επειδή αμαρτίες γονέων παιδεύουσει τέκνα, η Ντόρα αποκαλείται «βαμπιρέλα»,
  • οι τοκογλύφοι (ανέκαθεν και σε πολλές γλώσσες), οπότε σαν εξέλιξη σήμερα: οι παντός είδους εκπρόσωποι του οικονομικού κατεστημένου δηλαδή αφεντικά και πλουτοκράτες, οι τράπεζες και λοιποί κερδοσκόποι, οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί (ΔΝΤ, ΕΚΤ, κ.ά.), οι πολυεθνικές εταιρίες (π.χ. πετρελαϊκές), οι εκπρόσωποί τους (τροϊκανοί, κυβερνήσεις και καθεστώτα όχι απαραίτητα εμφανώς δικτατορικά), οι αντιπρόσωποι και τα εκτελεστικά τους όργανα (εφορείες, κλπ) κι όσοι εμμέσως στηρίζουν το όλο οικοδόμημα (ΜΜΕ, μπλογξ κ.ά).

(Μια σημείωση: Ο Ανδρουλάκης στο βιβλίο του «Gap: Βαμπίρ και κανίβαλοι» (2004) χαρακτηρίζει έτσι τη γενιά των baby boomers. Καθ’ ημάς πρόκειται για τη γενιά του Πολυτεχνείου. Ότι χρησιμοποιείται είναι γεγονός, αλλά διατηρώ επιφυλάξεις ως προς το ευρύ της χρήσης και κατανόησής του όπως και της μελλοντικής πορείας του σαν σλαγκ καθ’ αυτού. Για να μην παρεξηγηθώ ως προς το σλαγκικό: Για μένα είναι φανερό πως υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ του «βαμπίρ»: τοκογλύφος (σχεδόν δόκιμο) και του «βαμπίρ»: διαπλεκόμενος (αν μη τι άλλο) μπλογκίστας. Εξάλλου πρώτος ο François Quesnay (1694 –1774) παραλλήλισε την κυκλοφορία του χρήματος με αυτήν του αίματος, ενώ σήμερα αναλύεται οικονομολογικά ο βαμπιριστικός / παρασιτικός χαρακτήρας του καπιταλισμού και η Goldman Sachs αποκαλείται «βαμπίρ των αγορών» σχεδόν απ’ όλους. Προφανώς, η αργκό έχασε έναν όρο της που τον κέρδισε η υπόλοιπη γλώσσα ενώ παράλληλα απλώνεται σε άλλα παρεμφερή πεδία - εξού κι ο πλούτος του λήμματος).

  • κράτη που αιματοκυλούν λαούς ολόκληρους (π.χ. Ισραήλ)
  • (σε σινάφια ασθενοφόρων, τροχαίας, αστυνομίας) τα άτομα εκείνα που ελκύονται από το μακάβριο και υπνωτισμένα παρατηρούν (ή και σχολιάζουν) με αρρωστημένη λαγνεία τραυματίες ή και πτώματα σε τόπους ατυχημάτων (π.χ. κάποιοι απ’ όσους μαζεύονται γύρω από τρακαρισμένα αυτοκίνητα ντεμέκ μήπως μπορέσουν να βοηθήσουν ή κάποιοι απ’ τους επισκέπτες της εξαιρετικής μεν απρόσμενα υπερπετυχημένης δε έκθεσης ανατομίας «Bodies»).

Να τονίσω πως σε πλείστες περιπτώσεις θα μπορούσε να χρησιμοποιείται χαλαρά το βρικόλακας ή και τα δράκος και λάμια αλλά νομίζω πως είναι προφανές πως υπάρχει αγγλοαμερικανική επιρροή στο όλο φαινόμενο.

  1. «…Πραγματικά πιστεύεις ότι μπορείς να καταργήσεις το θάνατο, με την συμμετοχή σου σε κάποιο δαιμονικό σχεδιασμό; Ίσως να σε ‘καναν να πιστεύεις ότι μπορείς να το αποφύγεις. Απ' ότι ξέρω στα βαμπίρια έτσι λένε. Αλλά πες μου γνώρισες κάποιον να ξέφυγε; Ακόμη κι εμείς που ελπίζουμε στην αιώνια ζωή, γνωρίζουμε ότι θα πεθάνουμε και προσδοκούμε ανάσταση νεκρών…»

  2. «..Εάν ασχολείται με τον εσωτερισμό, τη μεταφυσική κ.α. είναι σε θέση να ξεχωρίσει τους αόρατους συντρόφους - οδηγούς από τα ενεργειακά βαμπίρ, παντός τύπου. Ο άνθρωπος που δεν έχει αντιστάσεις, δεν είσαι σε θέση να το κάνει αυτό, με αποτέλεσμα να αφήνει να εισχωρούν στη ζωή του οντότητες οι οποίες λειτουργούν αρνητικά απέναντί του, τον καθοδηγούν και τον βαμπιρίζουν. Είναι η κλασική περίπτωση των ψυχασθενών, που τους ακούμε να ομιλούν μόνοι και να δρουν μη φυσιολογικά...»

  3. «Λίγο, τους λέω, γιατί σας ξέρω καλά εσάς του αιματολογικού, στην πραγματικότητα είστε βαμπίρια, και μετά τις εξετάσεις κάθεστε και τα πίνετε! Γέλασαν πολύ τα βαμπίρια. Αλλά δεν με λυπήθηκαν. Μου το πήραν το αιματάκι μου (…) Ευχαριστώ και (…). τα παιδιά στο βαμπιρολογικό, τους ακτινολόγους και όλους τους εργαζόμενους που παρά τον πολύ κόσμο και τις καθυστερήσεις, (…) μας έκαναν να αισθανθούμε άνετα….» (αιμοληψία στο ΑΧΕΠΑ)

  4. «…τα κανάλια που χρόνια παρακαλάμε να δείξουν κανένα αγώνα τώρα θυμήθηκαν τους αγώνες μόνο και μόνο για να αποδείξουν πάλι τι βαμπίρ είναι...»
    (αναφέρεται σε ατύχημα με νεκρό ανήλικο, σε πίστα αγώνων)

  5. «…Εάν γινόταν μία εθελουσία έξοδος τώρα, ας πούμε με καλούς όρους, όσοι θα φεύγανε θα ήταν οι απογοητευμένοι (εμού συμπεριλαμβανομένου) και οι καλοί. Τα βαμπίρια θα μένανε εκεί ακίνητα ή αν φεύγανε θα δημιουργούσανε συνθήκες απολύτου ελέγχου...» (αναφέρεται στην ηλικία συνταξιοδότησης μελών ΔΕΠ)

  6. «…Επίσης, επειδή όλοι οι εμπλεκόμενοι έχουν πεθάνει, αυτό το βαμπίρ προσπαθεί να αλλάξει και την ιστορία της Αποστασίας του 1965...»

  7. -«Ν. μην το παρακάνεις με τους χαρακτηρισμούς· στο φινάλε η Ντόρα ήταν αξιοπρεπέστατη χτες στην ήττα της. Μακάρι να ήταν όλοι έτσι και να μην έψαχναν δικαιολογίες στις ορδές των νεφελίμ.
    -Φίλε Ν., με φειδώ τα κοπλιμάν στη βαμπιρέλα. Η ανωτερότητα και το σπόρτινγκ σπίριτ ενέκυψαν αίφνης ψες…» (Σχολιάζουν της στάση της Μπακογιάννη μετά τα λυπηρά γι’ αυτήν αποτελέσματα των εσωκομματικών εκλογών)

  8. «Α!, τώρα τα βαμπίρια της μπλογκόσφαιρας θα σκούξουν ότι κι ο Ασάνζ είναι… δεξιός. Κακή χρονιά γεμάτη θανατικό, καρκίνο κι άπειρες μεταστάσεις εύχομαι στους banksters, στον ΓΑΠ, στη συμμορία του, στο ΔΝΤ και σ’ όλα ανεξαιρέτως τα λαμόγια….» (Αναφέρεται στην εκδικητικά βιτριολική τρίλια του Julian Assange για την Bank of America, ξεσκεπάζοντας ειρωνευόμενος όσους θεωρεί πως εξυπηρετούνται απ’ τα βαμπίρια της μπλογκόσφαιρας).

  9. «Ο Αρχιεπίσκοπος Οργανισμού Λαμπράκη και Τέως Ελλάδος εξακολουθεί ανερυθρίαστα να προκαλεί. Την μια συγχρωτίζεται με τα βαμπίρ του τόπου σε ανθρωπιστικά galla σε ναούς και νοσοκομεία (oh, how sweeet...) ή εμφανίζεται εκτάκτως σε δηλώσεις συμπαράστασης σε έναν εφοπλιστή που απήχθη, και ….»

  10. «Είναι προφανές ότι αυτή τη γενιά τη προορίζουν για σουβλατζίδικα και McJobs. Έχουν πέσει τα βαμπίρια στα λεφτά και δε μένει τίποτα για υποδομές προς τη νέα γενιά….»

  11. «Η βουλή προσκυνά τα «βαμπίρ» της τρόικας... Στρος-Καν και Όλι Ρεν θα μιλήσουν με όλες τις τιμές για να πείσουν ότι η «κατοχή» που μας επέβαλαν θα μας σώσει.»
    (Τίτλος κι υπότιτλος πρώτης σελίδας εφημερίδας)

  12. «Ο Νεοφιλελευθερισμός και η Σχολή του Σικάγο ηθικοί αυτουργοί αυτής της τρέλας, πέθαναν στις 15-09-2008 με την κατάρρευση στην Αμερική της Lehman Brothers. Στην Ευρώπη και στην Αμερική όμως, τριγυρνάνε ακόμα βαμπίρ και απειλούν να βάλουν ταφόπλακα στα Εθνικά μας Κράτη…»

  13. «…Στην ίδια γραμμή ο καραγκιόζης του ΙΟΒΕ με τις μελέτες του κώλου περί “ανοίγματος επαγγελμάτων και αύξησης του ΑΕΠ”, αλλά και η βαμπιρίνα Ξαφά [πρώην στέλεχος του ΔΝΤ] (την οποία σημειωτέον ξεφτίλισε κανονικότατα και με το γάντι χθες ο Βαρουφάκης στο Σκάι)»

  14. «…Μας νοιάζουν όλοι αυτοί που δεν αντέχουν άλλο να τους πίνει το αίμα η γενιά των γονιών μας, η γενιά των σημερινών εξηντάρηδων πάνω κάτω, που βαμπιρίζουν γαντζωμένοι στην καρέκλα ενώ ξέρουν πως ο χρόνος τους τελείωσε. Baby boomers ή θρυλική Γενιά του Πολυτεχνείου, δεν υπολόγισαν συλλογικά τις επόμενες γενιές. Έκαναν την Παιδεία μας κενό γράμμα. Άδειασαν τους κουμπαράδες των Ταμείων. Σπατάλησαν, μόλυναν, και τώρα έχουν και το θράσος να μιλούν για απείθαρχους, ατίθασους νέους ή κουκουλοφόρους…»

  15. «…Τα βαμπίρ [εννοεί τους Ισραηλινούς] ετοιμάζονται να ανοίξουν το φρέαρ της αβύσσου. Το θέμα είναι να μην εμπλέξει το Έθνος μας ο λούστρος των ραβίνων σ’ αυτή την τελετή…» (αναφέρεται στον δήθεν επαπειλούμενο πόλεμο στη Μ. Ανατολή)

(Όλα από το δίχτυ)

  1. Ακούς; Δώσε σήμα στους πυροσβέστες και το ΕΚΑΒ. Να ξέρουν: Δυο στο τιρ τρεις στο πεζώ. Ο ένας οδηγός τη βγάζει δε τη βγάζει. Στείλε κάνα δυο ακόμη για την κυκλοφορία. Ναι, άρχισαν μαζεύονται και τα βαμπίρια. Γαμώ το φελέκι μου, άρχισαν τις φωτογραφίες!! Όβερ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχουν βέβαια πολλά παρεμφερή λήμματα που, όμως, δε δίνουν όλες τις σωστές έννοιες.

Λαμόγια: Έκφραση της καθ' ημάς ελληνικής, πάλαι ποτέ, μαλλιαρής (slang), με συγκεκριμένες έννοιες, αν και αμφιλεγόμενη, διότι οι ορισμοί της είναι μάτσο και οι ετυμολογίες αρπαχτές, πώς λέμε, αρπακόλλα. Παίρνω αμ-παριζάκι και βγαίνω.

Κατά τον Τριανταφυλλίδη (ca. 1950): μόνο στη φράση την κάνω λαμόγια, φεύγω, ξεφεύγω, σκαπουλάρω, ή δεν παρουσιάζομαι κάπου, πχ: Tον περίμενα τόση ώρα κι αυτός την έκανε λαμόγια.

Κατά τον Τσιφόρο (ca. 1960) και άλλους συνομηλίκους του (πιο κοντά στην τωρινή αλήθεια): αβανταδόρος, κράχτης, παίχτης-μαϊμού που παρασύρει τα κορόιδα.

Κατά τον Ντινόσαυρο (ca. 2010): Η άποψη πολλών λεξικογράφων (;) ότι προέρχεται από το ισπανικό la moya (= η τάδε), δε στέκει. Είναι όντως ισπανόφερτος ο όρος, με τη διαφορά ότι προέρχεται από το πλουσιότατο «λουνφάρδο» (slang/argot) του Μπουένος Άιρες και του Μοντεβιδέο. Η λέξη είναι σκέτο μόγια· το θηλυκό άρθρο λα είναι προφανώς μεταγενέστερη «ελληνική» προσθήκη για να μοιάζει πιο σπανιόλικο ή ξενόφερτο. Για το πώς ο όρος διέσχισε τον Ατλαντικό και τη Μεσόγειο, δηλώνω άγνοια (pero puedo seguir buscando).

Διά του λόγου το αληθές, ιδού τα πολυάριθμα συνώνυμα και ο ορισμός που ψάρεψα στα διάφορα ισπανόφωνα λεξικά (Diccionario de Lunfardo, Diccionario del Tango, Diccionario de la Real Academia Española, etc.):

  • Moya: estafa, fraude, trampa, ardid, engaño, triquiñuela, astucia, embrollo, manejo oculto con que se prepara algún fraude o engaño, superchería, picardía...Τα οποία δε μεταφράζω γιατί είναι απλώς συνώνυμα.
  • Moya: Se denomina «moya» a aquellas personas que tienden a tirar «matufias» para escapar de una situación complicada. Por definición, al hablar de moya se habla de un acto generalmente ílicito o incorrecto para salir de una situación, se podría decir que es la salida fácil.Μόγια: Αποκαλούνται «μόγια» τα άτομα που βολεύονται κάνοντας «matufias» (λαδιές, κόλπα, απάτες, λοβιτούρες) για να γλιτώσουν από μπερδεμένες καταστάσεις. Εξ ορισμού, λοιπόν, «μόγια» χαρακτηρίζει μια πράξη γενικά παράνομη ή ανάρμοστη που κάνουν όσοι θέλουν να λακίσουν από κάποια δυσκολία. Θα το λέγαμε «πρόχειρη λύση».

Όποιος επιδίδεται σε «moya» λέγεται moyero (ή matufiero). Τα μεταγενέστερα ελληνικά παράγωγα (το λαμόγιο, τα λαμόγια, η λαμογιά, οι λαμόγιες, κλπ.) που ήδη υπάρχουν στο σλανγκ.γκρ ελάχιστα τροποποιούν το τρέχον νόημα.

Παραδείγματα υπάρχουν στον ίδιο τον ορισμό.
Για plus ultra παραδείγματα, κάντε αίτηση. Στην πολύπλευρη και περίπλοκη ζωή μου, έχω διατελέσει και «λαμόγια».

την έκανε la moye... (από MXΣ, 30/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γνωστή προσευχή ''Πάτερ Ημών''. Στον ενικό, λειτουργεί σαν απειλή. (πχ. κάτσε ήσυχα αλλιώς θα ακούσεις το πάτερ ημών). Ο πληθυντικός όμως, δίνει στη φράση μας μια χροιά προειδοποίησης, συμβουλής, προετοιμασίας για το τι πρόκειται να ακολουθήσει. Ενίοτε, χρησιμοποιείται κυριολεκτικά. Απλά ο αδόκιμος πληθυντικός δίνει μια όχι τόσο επίσημη νότα, μια πιο σκωπτική άποψη.

Φαίνεται (ή ακούγεται καλύτερα) σαν μπαμπαδισμός, αλλά δεν είναι.

  1. Σύμφωνα με την επίμαχη μετάφραση, η ημέρα της κρίσεως κοντοζυγώνει: 21 Μαΐου του 2011. Αφήστε τα πληκτρολόγια κι αρχίστε τα πατερημά!
    (από φόρουμ lexilogia.gr)

  2. να απολυθούν όλοι οι παπάδες.
    ποιά είναι η παραγωγκότητά τους ;
    με τα πατερημά και κυριελέησον ανεβαίνει το ΑΕΠ ; (απο phorum.gr)

  3. Ρε σου λέω, τα' χω πάρει! Θα με δούνε και θα αρχίσουνε τα πατερημά ....

(από Galadriel, 30/03/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λήμμα αυτό αποτελεί μια απόπειρα καταγραφής των συνηθισμένων αργκό ή απλώς καθημερινών εκφράσεων που χρησιμοποιούνται σε διάφορες περιστάσεις χαιρετισμού, πχ τηλεφώνημα, συνάντηση στον δρόμο, κλπ.

Θα χρειαστεί η συνεισφορά σας οπωσδήποτε, όπως έγινε και σε άλλα λήμματα (πχ γαμοσλανγκοτέτοια (= σλανγκογραμματική), πούστης κλπ).

disclaimer: είμαι εντελώς τελείως άσχετη από χεσεμές καθότι δεν το 'χω, επιπλέον δεν τσατάρω, οπότε όλα τα καλωσορίσματα κλπ μέσω κινητού ή τσατ δεν τα ξέρω, άρα προσθέτετε αβέρτα στα σχόλια, και μετά θα τα χώνω μες το λήμμα.

α. χαιρετισμός
Έλα...
Πώς πάει; / Πώς πάμε;
Τι κάνεις;
Τι γίνεται; / Τι έγινε;
Τι νέα; / Κανα νέο; / Τα νέα σου
Κομόν σαβά;
Όλα καλά;
Γερός, δυνατός;
Τι φκιάνζ;
Τι κάμνεις;
Τι κλάνεις;
Τι λέει;
Πού 'σαι;
Πού 'τσαι;
Πούτσουνα;
Μάκια μάκια όπα όπα
Καυλώστονα!
Καλώς τ' αρχίδια μας τα δυο (που κάνουν σαν καμπαναριό)
Καυλημέρα / καυλησπέρα

β. απάντηση
Άς τα λέμε
(Να,) Εδώ
(Όλα) Καλά / καλάααα...
Καλά μωρέ
Κυριλέ
Τα γίδια
Τσουλάει
Ήσυχα
Γενικά / γενικώς Νταξ μωρέ
Όλα παλιά
Ζω
Χαλαρά
Μια χαρά χαράδρα

γ. η συνέχεια
δεμελές
δεμελέρε
τι άλλα (νέα);

δ. κλείσιμο
Αυτά μωρέ
Καλά τότε
Μιλάμε
τα λέμε
τα λέμε λέιζερ
τα λέμελε
τα μελέ μελομακάρονα
μάλιστα
γεια χαράδρα
καβληνύχτα

ε. συνδυασμός
- Έλα, πώς πάει, τι γίνεται, όλα καλά; - Καλά μωρέ, εδώ, τσουλάει.
- Δεμελές, τι άλλα νέα;
- Τίποτα μωρέ, ήσυχα.
- Καλά, τα λέμε λέιζερ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πλήρης φράση είναι: πίσω αδέρφια, πέσαμε σε τσιμπούκι.

Προέρχεται από το κλασικό παλαιό ανέκδοτο με τα σπερματοζωάρια. (Για όσους δεν το ξέρουν το παραθέτω στο τέλος).

Χρησιμοποιείται για να δείξει πως ενώ είμαστε σίγουροι για το αποτέλεσμα των προσπαθειών μας ή των ενέργειών μας ή μιας εν εξελίξει υπόθεσης μας, κάτι συμβαίνει και πάνε όλα κατά διαβόλου.

All time classic:

Τα σπερματοζωάρια περιμένουν στα αρχίδια ενός τύπου να ανάψει πράσινο για να τρέξουν να γονιμοποιήσουν το ωάριο. Όσο περιμένουν έχουν πέσει με τα μούτρα στη γυμναστική. Κάθε ένα από αυτά θέλει να είναι αυτό που θα γονιμοποιήσει το ωάριο. Μεταξύ τους όμως ξεχωρίζει ένα σπερματοζωάριο, ο Μήτσος, το οποίο είναι μακράν το πιο γυμνασμένο και φορμαρισμένο από όλα. Ξαφνικά εκεί που γυμνάζονται πυρετωδώς, σημαίνει συναγερμός και το πράσινο φως αρχίζει να αναβοσβήνει. Ο ιδιοκτήτης τους είναι έτοιμος να εκσπερματώσει. Τα σπερματοζωάρια μπαίνουν αμέσως στη γραμμή και όταν δίνεται το σήμα ξεκινούν τρέχοντας ποδοπατώντας το ένα το άλλο. Όμως ο Μήτσος τα προσπερναέι όλα σαν σταματημένα και σε μηδέν χρόνο εξαφανίζεται από μπροστά τους, τρέχοντας σαν τον άνεμο. Τα υπόλοιπα παρόλο που ξέρουν ότι ο Μήτσος θα είναι σίγουρα πρώτος δε σταματούν τον αγώνα και συνεχίζουν να τρέχουν προς την έξοδο. Ξαφνικά και ενώ φτάνουν στην έξοδο, βλέπουν το Μήτσο να τρέχει πανικόβλητος προς τα μέσα, αντίθετα στο ρεύμα. Περνώντας δίπλα τους, κάποιο του φώναξε: «Ρε Μήτσο που πας ρε αντίθετα στο μονόδρομο;» Και ο Μήτσος: «ΠΙΣΩ ΑΔΕΛΦΙΑΑΑΑ ΠΕΣΑΜΕ ΣΕ ΤΣΙΜΠΟΥΚΙΙΙΙΙΙ»

  1. - Τι έγινε ρε εχθές; Έφαγες χυλόπιτα από την Ελένη;
    - Όχι αλλά άκου τι έπαθα: Όσο καθότανε στη μπάρα το σκεφτόμουνα. Κάποια στιγμή το αποφασίζω και σηκώνομαι να πάω να της μιλήσω. Αλλά μόλις φτάνω 2 μέτρα πριν, βλέπω ένα χέρι και της πιάνει τον κώλο. Όπα !!! Πίσω αδέλφια, πέσαμε σε τσιμπούκι. Κάνω μεταβολή και ξανακάθομαι στο τραπέζι μου. Δεν είχα πάρει χαμπάρι ρε πως ήτανε με τον τύπο που καθότανε δίπλα της. Ένα κτήνος 2 μέτρα φίλε.

  2. Αφεντικό: «Γιώργο σφίξε άλλο λίγο τι βίδα και τελειώσαμε»
    Γιώργος (Αφού την παραέσφιξε και έσπασε): «Πίσω αδέλφια. Την κάτσαμε τη βάρκα. Έσπασε.».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Με τη χρήση του όρου προσδίδεται παιδική προσωπικότητα στο υποκείμενο, το οποίο ως παιδί που είναι, είναι αεικίνητο, παίζει, χαίρεται και ουδεμία σταθερότητα έχει.

Είναι γενικώς απρόβλεπτο.

-Πού θα βγείτε;
-Παίζει, δεν το έχουμε αποφασίσει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία