Κέντρο διασκέδασης ορθίων.

Όρος του '90 για μαγαζιά, κυρίως ελληνάδικα, με χαρακτηριστικότατη απουσία τραπεζιών και καθισμάτων και διακριτική παρουσία ελάχιστων σκαμπό στην μπάρα.

Η απουσία τον καθισμάτων αποσκοπούσε στην δραματική αύξηση της χωρητικότητας -και κατά συνέπεια του συνολικού τζίρου, ειδικά αν υπολογιστεί πως ο αριθμός των ατόμων δεν ήταν ανάλογος του χώρου, αλλά ανάλογος τις ανοχής και αντοχής των ήδη ευρισκομένων, εντός του μαγαζιού, ατόμων. Κάτι τέτοιο βέβαια παρείχε επιπλέον ασφάλεια, καθώς σε περίπτωση λιποθυμίας δεν υπήρχε φόβος πτώσης και άρα τραυματισμού.

Άλλα χαρακτηριστικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής, της διαρρύθμισής και της γενικότερης λειτουργίας τους ήταν η έντονη μουσική και τα φωτορυθμικά σε σχέση με την επιφάνεια του μαγαζιού, η υπερυψωμένη πίστα ελάχιστων τετραγωνικών (προαιρετικά) και τέλος η απουσία κλιματισμού και εξαερισμού, κάτι που πρόσδιδε ζεστασιά στο χώρο και ατελείωτες στιγμές εφίδρωσης.

Συνώνυμα: χοροπηδάδικο, ελληνάδικο, σκυλάδικο κ.α..

- Θες ελληνική διασκέδαση;
- Θέλω.
- Πάμε σε ένα ορθάδικο!
- Έχω φλεβίτη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η αρχική χρήση της λέξης «σκυλάδικο» σχετίζεται με αυτά που άκουσα από έναν γνωστό μου με τα εξής:

Την δεκαετία του 30 και έξω από την Αθήνα λειτουργούσαν μαγαζιά που συνήθως αποτελούνταν από δύο δωμάτια. Στο ένα υπήρχε ένα υποτυπώδες φαγητό (αυτός μάλιστα που μου το διηγήθηκε μου είπε συγκεκριμένα: «Υπήρχε ένα τραπέζι όταν έμπαινες και εκεί υπήρχε κάποιο βραστό κοτόπουλο ή κάτι παρεμφερές και έτρωγες»), παράλληλα υπήρχε ένα συνήθως όργανο που έπαιζε, στο δίπλα δωμάτιο υπήρχε γυναίκα και πήγαινες και πηδούσες. Η πληρωμή ήταν για όλο το πακέτο.

Αυτά ήταν τα μαγαζιά. Ο λόγος που τα λέγανε σκυλάδικα ήταν γιατί, για να μην τους ελέγχουν τόσο πολύ, τα στήνανε πολλές φορές έξω από το κέντρο της Αθήνας. Αυτό όμως τότε σήμαινε εξοχή, ερημιά, και βέβαια και σκυλιά τα οποία ουρλιάζανε στις γύρω περιοχές. Έτσι, όταν πήγαινες σε αυτά τα μαγαζιά, πήγαινες στα «σκυλάδικα».

Μια άλλη εκδοχή αναφέρει κάτι παρόμοιο, ότι δηλαδή την δεκαετία του '50 υπήρχαν μαγαζιά τα οποία σερβίρανε μόνο ποτό, το οποίο, εξαιτίας του ότι ήταν σε διατίμηση, είχε συγκεκριμένες χαμηλές τιμές. Αυτό τους ανάγκασε να βάλουν και φαγητό στον κατάλογο, το οποίο όμως ήταν για τα μπάζα -συνήθως κάποιο βραστό κρέας που δεν τρωγόταν με τίποτα. Έτσι, οι θαμώνες τα δίναν στα σκυλιά τα οποία μαζευόντουσαν για να φάνε τα κρέατα που αφήνανε. Σε αυτή την εκδοχή αυτό γινότανε γιατί τα μαγαζιά αυτά ήταν κατά κύριο λόγο καλοκαιρινά και συγκεκριμένα στο τέρμα της Καλλιθέας, δηλαδή στις Τζιτζιφιές. Εκεί τραγουδούσαν πολλά από τα γνωστά τότε ονόματα του λαϊκού τραγουδιού, όπως ο Τσιτσάνης κ.α.

Μια άλλη εκδοχή που υπάρχει, έχει να κάνει γενικά με την ποιότητα του μαγαζιού και του ήχου: ο τρόπος που τραγουδούσαν και η ποιότητα των τραγουδιστών έφτανε να μοιάζει με γάβγισμα. Αλλά νομίζω ότι οι δύο πρώτες εξηγήσεις είναι κοντύτερα στην αλήθεια.

«Σκυλάδικο», στις δεκαετίες '70 και '80, ονομάστηκε το μαγαζί που έπαιζε λαϊκά τραγούδια και όπου οι τραγουδιστές ήταν δεύτερης κατηγορίας και όχι γνωστά ονόματα, αλλά και τα μαγαζιά τα ίδια ήταν μπασκλασαρίες. «Σκυλάδικα» υπήρχαν και στην επαρχία, όπου εκεί ήταν πιο έντονο η «βίζιτα» να συνδυάζεται με τις τραγουδίστριες.

Σήμερα πολύς κόσμος χαρακτηρίζει «σκυλάδικα» όλες τις μουσικές πίστες που παίζουν λαϊκοπόπ , άσχετα αν σε αυτές είναι πρώτες μούρες ή δευτεράντζες αυτοί που εμφανίζονται.

Σκυλάδικα χαρακτηρίζονται όλα τα «μάπα» τραγούδια, που κινούνται σε κλασικά μουσικά μοτίβα και αποτελούνται από στίχους που «γράφονται στο πόδι».

Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή (απο τον Καρκαγιάνη της Καθημερινής ) και λέει τα παρακάτω:

«Πριν από τον πόλεμο, στην περιοχή Aγίου Διονυσίου Πειραιώς, όπου και η ομώνυμη γέφυρα της σιδηροδρομικής γραμμής, ακριβώς πίσω από τη σημερινή παράταξη ταβερνών και σουβλατζίδικων, υπήρχε μεγάλο και άθλιο οικοδομικό συγκρότημα, με το όνομα Bούρλα. Λίγο μετά την εποχή στην οποία αναφέρεται η αφήγησή μας το συγκρότημα αυτό, καταλλήλως αλλά επιπολαίως μετασκευασμένο, λειτούργησε ως φυλακή, η περίφημη φυλακή των Bούρλων, η οποία έμεινε στην ιστορία γιατί από εκεί, το 1955, διανοίξαντες υπόγειο σήραγγα πενήντα μέτρων, απέδρασαν μέρα-μεσημέρι περίπου τριάντα πολιτικοί κρατούμενοι, στελέχη του τότε παρανόμου KKE.

Tο οικοδομικό συγκρότημα λέγεται ότι ανήκε στην οικογένεια του πρέσβεως και κατόπιν υπουργού Eξωτερικών και πρωθυπουργού, του Παναγιώτη Πιπινέλη, φίλου, συνεργάτη και υποτακτικού της βασιλικής οικογενείας και τελικώς, της χούντας, όταν κατά κει γύρισε ο άνεμος. Tο κτίριο, λοιπόν, αυτό πριν από τον πόλεμο νοικιαζόταν σε ωραίες και λιγότερο ωραίες κυρίες, οι οποίες στα μικρά δωμάτια που κατόπιν έγιναν κελιά φυλακής, ασκούσαν ευδοκίμως το αρχαιότερο των επαγγελμάτων. H περιοχή είχε τότε αίγλη και φήμη, κάθε βράδυ δε, προσήλκυε πλήθος επισκεπτών πάσης τάξεως και ηλικίας, κυρίως ναυτεργάτες, ναύτες και στρατιώτες, αλλά και μεσοαστούς, θλιβερούς εργένηδες, κουρασμένους οικογενειάρχες και πολλούς άλλους.

Oι εγκατεστημένες στο συγκρότημα Πιπινέλη, δηλαδή στα Bούρλα κυρίες, επειδή ακριβώς διέθεταν τα στοιχειώδη σύνεργα του επαγγέλματος, ήτοι στέγη και κλίνη, δούλευαν με τιμές σχετικώς υψηλές και κατά κάποιο τρόπο αποτελούσαν τη διακεκριμένη τάξη της περιοχής. Υπήρχαν όμως και οι άλλες, εκείνες που με την πάροδο του χρόνου, τον μόχθο και τις άλλες ταλαιπωρίες του επαγγέλματος, είχαν χάσει τα νιάτα και την ομορφιά (αν τα είχαν ποτέ) και αναγκάζονταν να δουλέψουν με τη φτωχή πελατεία σε τιμές τόσο χαμηλές, που δεν επέτρεπαν ενοικίαση στέγης και κλίνης στο συγκρότημα των Bούρλων. Eθεωρούντο δευτέρας και τρίτης κατηγορίας και μαζί με τη φτωχή ανδρική πελατεία περιεφέροντο στα γύρω σοκάκια και χαμαιτυπεία, όπως οι αγέλες των αδέσποτων σκύλων. Γι' αυτό και τους κόλλησαν το προσωνύμιο «σκύλες» και «σκύλους» τους πελάτες. Eίχαν και το προσωνύμιο «λαμαρίνες», επειδή η ερωτική συναλλαγή ολοκληρωνόταν, άνευ στέγης και κλίνης, πίσω από τις λαμαρίνες της γέφυρας του Aγίου Διονυσίου. Eδώ η περιγραφή του Mηνά ήταν πολύ ρεαλιστική και σκληρή και γι' αυτό την παραλείπω.

Πώς όμως από τη γέφυρα του Aγίου Διονυσίου φτάσαμε στα καλλιτεχνικά «σκυλάδικα» της εθνικής οδού και άλλων ευπρεπεστέρων περιοχών, με λαμπερά ονόματα, τα οποία τόσο συχνά εμφανίζονται στις τηλεοπτικές οθόνες, αλλά και τόσο συχνά οι τηλεοπτικοί αστέρες μας και γενικώς η άρχουσα ανωτέρα τάξη εμφανίζονται και λικνίζονται σε αυτά τα «μαγαζιά»; Eδώ είναι που μεσολαβεί η Tρούμπα, αλλά και θεμελιώδεις κανόνες της... γλωσσολογίας και ιδού πώς, κατά την αφήγηση πάντοτε του αξέχαστου Mηνά:

Στην Tρούμπα, μετά τον πόλεμο, άνοιξαν μερικά «καλά μαγαζιά», με καλλιτέχνιδες πρώτης κατηγορίας και δημοφιλείς, το θυμάστε και από τον ελληνικό σινεμά. Tα ονόμαζαν «καμπαρέ», αλλά η ακριβής υπόστασή τους παραμένει αδιευκρίνιστη. Σημασία έχει ότι σε αυτά είχε συγκεντρωθεί η καλή ποιότητα της περιοχής, όπως, λίγα χρόνια πριν, η καλή ποιότητα στην περιοχή Bούρλων, είχε συγκεντρωθεί στο... μέγαρο Πιπινέλη. Έτσι διαμορφώθηκε η πρώτη αναλογική σχέση σημαινομένων μεταξύ Bούρλων και Tρούμπας.

Στην αρχή τα «καλά μαγαζιά» της Tρούμπας δούλευαν με τα παρεπιδημούντα στρατεύματα της Bρετανικής Aυτοκρατορίας, η οποία όμως διήγε περίοδο έσχατης παρακμής και ένδειας. H δουλειά ήταν λίγη και ακόμη λιγότερο το χρήμα. O μεγάλος πλούτος στην οδό Φίλωνος και τις γύρω παρόδους έπεσε λίγο αργότερα με τους Aμερικανούς ναύτες και πεζοναύτες του 6ου Στόλου, ο οποίος κάθε τόσο ναυλοχούσε στα πειραϊκά και φαληρικά ύδατα. O Mηνάς υπήρξε αυτόπτης μάρτυς των ιστορικών γεγονότων εκείνης της νύχτας του 1958, όταν ο πρόεδρος των HΠA Aϊζενχάουερ διέταξε αιφνιδίως τον ναυλοχούντα στα ανοιχτά του Πειραιώς 6ο Στόλο να πλεύσει ολοταχώς προς τον Λίβανο και να αποβιβάσει πεζοναύτες. Tα στρατεύματα όμως είχαν από νωρίς εκείνο το βράδυ διασκορπιστεί στην οδό Φίλωνος και στις γύρω παρόδους και χρειάστηκε η αμερικανική στρατονομία, τις πρωινές ώρες εκείνης της νύχτας, να οργανώσει ολόκληρη επιχείρηση στην Tρούμπα, για να συγκεντρώσει το στράτευμα. Πετούσαν έξω από τα «μαγαζιά» και τα άλλα «σπίτια» τους ημιθανείς από τη νυχτερινή κραιπάλη ναύτες και πεζοναύτες, τους φόρτωναν σαν σάκους με σιτάρι σωρηδόν στα καμιόνια και κατ' ευθείαν... στον Λίβανο. Aξέχαστες εποχές...

Mε τον 6ο Στόλο, στην Tρούμπα έπεσε μεγάλη ζήτηση και πλούτος και για να ικανοποιηθεί η ζήτηση, όπως συμβαίνει πάντα και με όλα τα προϊόντα και υπηρεσίες, δίπλα στα καλά και ακριβά «μαγαζιά» άνοιξαν και μερικά πολύ δεύτερα και φθηνότερα και ανταγωνιστικά έβγαλαν «κράχτες» στο λιμάνι, εκεί που αποβιβάζονταν οι ναύτες και πεζοναύτες όταν είχαν «έξοδο». Tότε ήταν που διαμορφώθηκε η δεύτερη και κρίσιμη για το θέμα μας αναλογική σχέση «σημαινομένων» μεταξύ Bούρλων και Tρούμπας. Kαι αμέσως ακολούθησε η πάντα πιο σημαντική αναλογική σχέση των «σημαινόντων»: Kατ' αναλογία με τις «σκύλες» και τους «σκύλους» της γέφυρας του Aγίου Διονυσίου τα δεύτερα μαγαζιά της Tρούμπας ονομάσθηκαν «σκυλάδικα» και οι καλλιτέχνες «σκυλούδες».

Aπό την περιπέτεια αυτή «σημαινόντων και σημαινομένων» φαίνεται ότι παρασύρθηκε ο Γιώργος Mπαμπινιώτης και στο Λεξικό του, χαρακτηρίζει «χαμηλής ποιότητας» τη μουσική, τους καλλιτέχνες και τους θαμώνες των σκυλάδικων.»

Πήγαμε με τους κολλητούς χθες σε ένα σκυλάδικο στην Καβάλας και έγινε της πουτάνας το κάγκελο.

(από Vrastaman, 11/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο οίκος ανοχής (οίκος ενοχής ή οίκος αντοχής) κατά συνεκδοχή γένος αντί είδους, η οποία χρησιμοποιείται πολύ στην σλανγκ ως ήπιος ευφημισμός. Έχω την εντύπωση χωρίς να ξέρω από αυτά ότι σπίτι είναι ο κλασικός οίκος ανοχής και διαφέρει από το στούντιο και άλλα ευαγή ιδρύματα. Επομένως είναι αποδομητέες οι εκφράσεις: κορίτσι για σπίτι και παίρνω δουλειά για το σπίτι.

Το σπίτι συναγωνίζεται ούτως σε θαλπωρή την οικογενειακή εστία, σύμφωνα με την σημασία που έχει το σπίτι για τη νεοελληνική ψυχή, καθώς επισημαίνει ο Οπτός Ανήρ εδώ. Ο Δόκτωρ Οικογενειάρχης και ο Κύριος μπουρδελιάρης μοιράζουν την ζωή τους μεταξύ δύο σπιτιών με όρια που αενάως ολισθαίνουν.

Από δώθε:

Της είπαμε ότι θα ξαναπεράσουμε (ου αμέ τρέχοντας) αν δε βρούμε άλλο μπουρδέλο (σόρυ σπίτι) καλύτερο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μπουζούκι είναι ένα έγχορδο μουσικό όργανο, με ρίζες από την Αρχαία Ελλάδα (θεωρείται απόγονος της πανδούρας –πληροφορίες εδώ) και πολλά ερεθίσματα από την ανατολή (κυρίως από την περίοδο της τουρκοκρατίας). Βέβαια, είναι αυτονόητο ότι το συγκεκριμένο λήμμα δεν αναφέρεται στο όργανο αυτό στον πληθυντικό αριθμό.

Κι αυτό γιατί, η λέξη αυτή ζει ανάμεσά μας για να περιγράψει λιτά, λακωνικά και εύστοχα τα νυχτερινά κέντρα στα οποία –και όσον αφορά τα μουσικά όργανα– κύριος πρωταγωνιστής είναι το μπουζούκι.

Κάθε κλασσικός Ελληναράς (καθώς και e-λληνάρας ή e-λληναράς τολμώ να πω, εφόσον κάποια πράγματα είναι αναλλοίωτα στο πέρασμα των ετών), που σέβεται τον εαυτό του, επισκέπτεται αυτού του είδους μουσικές στέγες προκειμένου, αφενός να διασκεδάσει (όχι τόσο με τα μουσικά ακούσματα, όσο με το τρίπτυχο ποτό-γυναίκες-χαβαλές) και αφεδύο για να πουλήσει μούρη στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον του.

Από την λέξη αυτή προκύπτουν αρκετοί παράγωγοι slang όροι, όπως οι παρακάτω ήδη υπάρχοντες ορισμοί: μπουζουκλερί, μπουζουκοδάνειο, μπουζουκομάγαζα, μπουζουκομούνι κ.ά.

Σε καμία περίπτωση ο παραπάνω ορισμός δεν υποτιμά το μπουζούκι ως όργανο. Είναι δεδομένο ότι είναι ένα από τα πλέον εκφραστικά όργανα και μία κύρια πηγή έμπνευσης και ψυχισμού των Ελλήνων. Είδη όπως το γνήσιο λαϊκό και το ρεμπέτικο (που χρησιμοποιείται κυρίως αυτό το όργανο) είναι κάτι παραπάνω από αξιοσέβαστα για όλους μας.

Επίσης, όπως τόνισα και παραπάνω, το μπουζούκι είναι ναι μεν το πρώτο από τα όργανα σε τέτοιου είδους κέντρα, αλλά σε καμία περίπτωση ο κεντρικός πρωταγωνιστής. Γιατί πολύ απλά, βασικός πρωταγωνιστής ή πρωταγωνίστρια για να γίνω πιο συγκεκριμένος, είναι η τουλάχιστον μία αοιδός (τις περισσότερες φορές και πολλές περισσότερες) που έχουν από φωνή μουνί κι από μουνί φωνάρα. Οι συγκεκριμένες αποτελούν πόλο έλξης για μεγάλο αριθμό των ανδρών παρευρισκομένων σε τέτοια κέντρα. (Βλέπε φώτος).

  1. Από συνεργάτες του υπουργού επισημαίνεται ότι τα σχετικά δημοσιεύματα και η διάδοση της πληροφορίας για την παρουσία του στα μπουζούκια προέρχονται από οργανωμένη προβοκάτσια, που ως στόχο έχει να βλάψει την πολιτική εικόνα του υπουργού, ιδιαίτερα τώρα που το υπουργείο του βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων. (εδώ)

  2. Τα μαγαζιά που φιλοξενούν “τα μπουζούκια” έχουν γίνει για να “τα οικονομίσουν χοντρά” κάποιοι, μαγαζάτορες της νύχτας ή “καλλιτέχνες” και όχι για να διασκεδάσουν τον κόσμο με την προσφορά πραγματικά λαϊκής μουσικής. (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όρος πασπαρτού, οτιδήποτε έχει να κάνει με το εκλεκτότερο είδος ποιοτικής ελληνικής μουσικής των τελευταίων δεκαετιών.

Κλασσικότατο και κακώς έλειπε!

  1. Εντάξει καλός ο Κότσιρας, βάλε τώρα κάνα σκύλο να στανιάρουμε!

  2. - Πώπω δες το το παιδί στο τραπέζι πως το σείει!
    - Προσοχή, ο σκύλος δαγκάνει!

  3. - Ρε συ, πήγαμε στις Φακές* τις προάλλες και ο Βασίλης έκανε την τραγουδιάρα να βήχει γαρύφαλλα!
    - Ε καλά, αφού είναι φοβερός σκύλος!

* Club «Faces»

  1. Λίγο σκύλος το μαγαζί, αλλά δεν ήταν και πωσελενετζίδικο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πώς μπορείς όσο πιο λακωνικά γίνεται να περιγράψεις τη συμπρωτεύουσα; Αρκεί να αλλάξεις το «θ» με «ξ»... Μια πόλη που έννοιες όπως χαλαρότητα, διασκέδαση, καλοφαγία, ομορφιά (κυρίως γυναικών) κτλ οδηγούν αναπόφευκτα σε αυτό που περιγράφει η παραπάνω λέξη-έννοια: το απόλυτο ξεσάλωμα... Η λέξη χρησιμοποιείται από γηγενείς αλλά κυρίως από όλους εμάς που όταν μπορούμε απολαμβάνουμε τις παραπάνω ομορφιές της Θεσσαλονίκης.

Όσον αφορά την προέλευση της λέξης, πάμε στο 1993 και στο ομώνυμο άλμπουμ (και τραγούδι) των Ξύλινων Σπαθιών «Ξεσσαλονίκη».

- Πού θα πας ρε Ανδρέα πάλι τριήμερο;
- Φίλε ένα έχω να πω στα παιδιά... Ξεσσαλονίκη ...
- Όχι ρε τύπε, κατάλαβα! Πανικός! - Άσ' τα θα γουστάρουμε τρέλα!

(από profhths, 01/08/08)Ξεσσαλοnike - Ξεσσαλadidas - Ξεσσαλοpuma (από Galadriel, 25/02/09)(από Khan, 26/02/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νυχτερινά κέντρα διασκέδασης με έμφαση στη λαϊκή μουσική, των οποίων τα μουσικά σχήματα εκτείνονται από Ελληνική pop έως βαριά λαϊκά.

- Αυτή κάθε μέρα γυρνά στα μπουζουκομάγαζα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία