Λέξη που, απ' όσο ξέρω, δεν χρησιμοποιείται πιά στον καθημερινό λόγο, αλλά βλέπω πως ψιλοεπιβιώνει στο ίντερνετ. Παναπεί : ισχυρό πίσω-μωρή-κουφάλες πλήγμα που καταφέρεται σε αντίπαλο. Στη λογοτεχνία μας αφορά συνήθως κάποια μάχη εκ παρατάξεως. Κανείς κερατάς δεν έχει την ετυμολογία, αν και φέρνει σε ιταλοτέτοιο, το οποίο, παρά τις διάφορες εικασίες μου, δυστυχώς δεν μπόρεσα να εντοπίσω με βεβαιότητα. Δεν ξέρω αν έχεις χέσει με τη (λατινογενή κατά Μπάμπη και Τριαντά) σφαλιάρα.

  1. Αί! νάχαμε τότε τουφέκια οπισθογεμή, τι θα γινότανε ! Αλλά και το σισανεδάκι εδούλεψε περίφημα. Πολλά γιουρούσια κάμανε, αλλά τους δίδαμε σπαλιώρα και γύριζαν πίσω.
    (Ι. Κονδυλάκης «Σκούρα», από το «Όταν ήμουν δάσκαλος», εκδ. Νεφέλη 1988.)

  2. Εδώ κανονικά θα έμπαινε κάτι από Τσιφόρο, ο οποίος έχει χρησιμοποιήσει τη λέξη αρκετές φορές. Αλλά με χωρίζουν κάτι χιλιόμετρα από τα βιβλία του και έχω κι άλλες δουλειές ξέρετε...

  3. [...] οι Ελληνες, ησαν ηδη ανεπτυγμενοι στο θεατρο και μπορουσε ο Λυμπερης να δωση μια μικρη σπαλιορα στην δυτικη Ιμια κατα το καμποϋκο αξιωμα «πυροβολα και μετα κανεις ερωτησεις».
    (εδώ)

  4. Τωρα που φαγε τη σπαλιορα απο σενα,θα βρει κανενα αλλο να του πρηζει τα....καταλαβες.
    (αντρειωμένος με ενθουσιώδες κοινό εκεί)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη ιταλικής-λατινικής καταγωγής. (dare+avere= δούναι και λαβείν). Συναντάται και ως νταλαβέρι.

Αφορά στην συναλλαγή πρόσωπο με πρόσωπο. Αρχικά ήταν η εμπορική συναλλαγή. Καθώς όμως η συναλλαγή πρόσωπο με πρόσωπο έχει και τα συμπαρομαρτούντα της, η λέξη χρησιμοποιείται με πολλές ερμηνείες.

1: εκεί που δεν λες «εμπορική συναλλαγή». Δηλαδή παράνομη εμπορική συναλλαγή. Συνήθως σε ναρκομανή-βαποράκι ή βαποράκι-βαποράκι ή βαποράκι-έμπορο, η συναλλαγή ονομάζεται βέρι (από το κομμένο νταραβέρι). Απαντάται κυρίως στον πληθυντικό (βέρια). Δε μένεις σε ένα νταραβέρι τη νύχτα.

2: συναλλαγή που απαιτεί παραγοντιλίκι. Εκεί χρησιμοποιείται απενοχοποιημένα και ολόκληρη. Ως νταραβέρια πολλές φορές θα ακουστούν και οι συναλλαγές του ελληνικού δημοσίου.

3: συναλλαγή ερωτική. Επί πληρωμή ή όχι, αλλά συνήθως επί πληρωμή.

  1. - Γιατί μπήκες αναμορφωτήριο ρε Ρόσπυ;
    - Με πιάσανε οι μπάτσοι πάνω στα βέρια (αληθινή συνομιλία)

  2. (στη σχολή) - Πώς πήρε σεμινάριο τρίτο έτος ρε ο πούστης; Τόσο καλός είναι; Και δεν του τό' χα!
    - Αυτός καλός; Ούτε καν. Απλά έχει πολλά νταραβέρια με τους καθηγητές.

Σημειωτέον ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αντίστροφα. Δηλαδή:

- Πώς και δεν πήρες σεμινάριο ρε; Επί πτυχίω δεν είσαι;
- Νταραβέρια με τους καθηγητές φίλε. Με πιάσανε τον Σεμτέμβρη να αντιγράφω, πέρασα πειθαρχικό και αποκλείστηκα για ένα εξάμηνο, γάμησέ τα.

  1. - Άει μωρή πού το πήρες το φουστάνι τόσα λεφτά;
    - Το νταραβέρι με τον φραγκάτο που σού' λεγα.....;;;;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μπάσο τύμπανο (αγγλικά: bass drum), επίσης γνωστό ως μπότα ή κάσα (προερχόμενο από το ιταλικό cassa), είναι το μεγαλύτερο τύμπανο του συνόλου και χρησιμοποιείται για την παραγωγή βαθύφωνων τόνων. Η κάσα στην καθομιλουμένη των ντράμερ ή γενικότερα μουσικών κρουστών λέγεται και γκρανκάσα.

Συχνά γκρανκάσα λέμε μια γριά ή τουλάχιστον λέγαν οι παλαιότεροι (μπαμπαδισμός). Λογική δεν υπάρχει. Ίσως το γεγονός πως η λέξη είναι παλαιά ιταλική από την περίοδο της προκλασικής μουσικής και το συγκεκριμένο όργανο είναι μεγάλο, βαρύ και θορυβώδες, έφερε στο μυαλό των Νεοελλήνων παλαιοτέρων δεκαετιών που λίγη σχέση είχαν με μουσική παιδεία την εικόνα μιας άσχημης και γκρινιάρας ''μέγαιρας'' γριάς γυναίκας.

- Βρε την γκρανκάσα όλη μέρα γκρινιάζει.
- Πούτσο θέλει η πουτανόγρια...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πληροφοριοδότης, ο χαφιές, ο ρουφιάνος.

Από το ιταλικό sbirro που σημαίνει το ίδιο πράγμα. Συνώνυμο: χαφ ρουφ.

Όπως με πληροφόρησε ο σμπίρος μου, κανείς στο Δ.Σ. του ΕΟΠΥΥ δεν επιθυμεί έλεγχο των παραστατικών, γιατί έχουν πολλά να κρύψουν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φαβορίτα, από την ιταλική λέξη barbetta = το μούσι.

1. Τις φαβορίτες παλιότερα τις λέγαμε μπαρμπέτες, και υποκοριστικό τους ήταν τα μπαρμπετόνια.

2. Όλοι αυτοί εχρησιμοποιούντο από τα διάφορα κόμματα ως μπράβοι και τραμπούκοι. Φορούσαν ειδική περιβολή, μαύρο στενό παντελόνι, μεσάτο σακάκι, που περνούσαν μόνο το ένα του μανίκι, κόκκινο ζωνάρι, που άφηναν τη μια του άκρη να σέρνεται, πολύ μυτερό μποτίνι με κουμπιά στο πλάϊ και ψηλό τακούνι, σκληρό «καβουράκι» πάνω σε λαδωμένες αφέλειες και μπαρμπέτες, χοντρό δαχτυλίδι από ασήμι με νεκροκεφαλή στη μέση και κομπολόΐ.

3. Μπορει να εχει κατι μπαρμπετες ως τα νεφρα σαν τον κοκοτα. Μουστακι σαν το Νταλι. Τα αγνοει. Γι αυτην το προσωπο της ειναι σαν πωπουδακι

4 «...ήταν ένα γεροντάκι παστρικό, με μυτερό φρεσκοξουρισμένο πιγούνι και δυο κοντούλες μπαρμπέτες» (Νίκος Καζαντζάκης, «Καπετάν Μιχάλης»).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλαιός λιμανίσιος όρος για το άχρηστο, χαμηλών επιδόσεων και κακής ποιότητας αντικείμενο αλλά και τον αναξιόπιστο, κάλπικο και απατεώνα άνθρωπο. Τελευταίως χρησιμοποιείται ιδίως για auto-moto και gadget με την έννοια της μπαγκατέλας.

Από το ιταλικό valuta που σημαίνει νόμισμα αλλά και τον διεθνή όρο για την αντιστοιχία της τιμής ενός νομίσματος σε ένα άλλο νόμισμα. Προέρχεται πιθανώς από τα διάφορα πληθωριστικά χαρτονομίσματα, ημεδαπά ή αλλοδαπά που δεν είχαν καμιά άλλη αξία εκτός ως κωλόχαρτο. Υπάρχει και η Ιταλική έκφραση «valuta senza valore» = αξία άνευ αντικρίσματος.

  1. Από βλόγιον με θέμα «Για ποιό αυτοκίνητο θα προδίδατε τα πιστεύω σας»: «…Έλα ρε, το 206 ήταν μια χαρά. Πρωτοπόρησε για την εποχή του. Ανοιχτό είναι ωραίο. Το κακό με το μεγκάν είναι, ότι είναι ΚΑΙ άσχημο από οπου και να το δεις. Ανοιχτό ή κλειστό. Και το συγχωρείς σε αμάξια που είναι καλά στο δρόμοαλλά το μεγκάν είναι και βαλούτα….»

  2. Ακόμα κυκλοφοράς μ' αυτήν την βαλούτα τον Χαμήλ Μπατάρ; Πάρε ρε ματζίρη κάνα κουνιστό με μπιρμπιλόνια και κάμερα σαν κι εμένα! Να, κοίτα το πουλάκι!

  3. — Δεν θέλω νταραβέρια πια με τον Μπάμπη, ρε φίλος. Μ' έριξε στο ζύγι και μου έδωσε μάπα πράμα, σκέτο κατιμά...
    — Εγώ σου το 'πα ότι είναι βαλούτα το άτομο, αλλά δεν μ' ακούς καρντασάκι μου
    Τι είπες;

γιατί τα διακοσόευρα δεν είναι πετσετάκια? (από MXΣ, 27/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία