Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Προσωνύμιο των τσιγάρων Καρέλια Κασετίνα (όχι της νεόκοπης χρυσής, μιλάμε φυσικά για το παλιό, Φίλτρο ή Πλακέ ή...). Αγαπημένο φτηνό τσιγάρο της εργατικής τάξης ανεξαρτήτως ηλικίας (με μόνο ανταγωνιστή το άσο φίλτρο και τα διάφορα άφιλτρα, αλλά με αρκετά σαφή υπεροχή, αν όχι στην συγκριτική κατανάλωση, τουλάχιστον στην αναπαράσταση της εργατιάς) και κάποιων μποέμ τύπων (όχι όμως των διανοουμενίζοντων που προτιμούσαν τα sante ή τα gauloises). Όλ' αυτά βέβαια πριν τα στριφτά, αλλά υπολειμματικά ακόμα και σήμερα υπάρχουν αυτές οι αντηχήσεις.

Ως φτηνό και βαρύ τσιγάρο έχει γενικά ταυτιστεί με τον εμβληματικό εργάτη της Ελλάδας, τον οικοδόμο, με το καρέλια στην κωλότσεπη ή την τσέπη του ποκαμίσου. Σχεδόν αποκλειστικά αντρικό τσιγάρο (αν δείτε γυναίκα να τα παίρνει, είναι πιθανά αντρολεσβία), που έχει ταυτιστεί και με άλλα σκληρά επαγγέλματα όπως του νταλικέρη (βλ. και την επίδρασή του στις φωνητικές χορδές) εξού καμιά φορά και νταλικέρικο, αλλά και του ναυτικού.

Γενικά το Καρέλια Κασετίνα θεωρείται τσιγάρο που «βρωμάει» λόγω του μη αρωματισμένου χαρμανιού (αλλά ας μην ανοίξουμε αυτή την κουβέντα), γι' αυτό και αποτελεί τον καλύτερο τρακαδιώκτη εναντίον ακόμα και των πιο των φανατικών καπνιστών Απόλλων.

Το παρατσούκλι μαστόρικο το άκουσα στην Ήπειρο, αλλά ενδεχομένως να λέγεται έτσι και αλλού. Μάλιστα, πέρα από την προτίμηση που του έδειχναν οι μάστοροι, λεγόταν έτσι γιατί το χρησιμοποιούσαν στις κατασκευές ως πρόχειρη γωνιάστρα, λόγω του τετράγωνου σχήματός του.

Εντελώς παρεκβατικά, να αναφέρω ότι οι Ηπειρώτες μαστόροι των γεφυριών δεν ξέρω αν κάπνιζαν καρέλια κασετίνα, αλλά είχαν τη δική τους slang, ειδικά οι εκ Κονίτσης, τα «κουδαρίτικα» ή «μαστόρικα». Μια σχετική φράση των κουδαρίτικων ήταν:
«Άραξι μια φουντιάρα» = Δώσε μου ένα τσιγάρο (κάποιες πληροφορίες εδώ).

- Πιάσε ένα καρέλια κασετίνα
- ... (πιάνει τη χρυσή)
- Όχι αυτό, το άσπρο.
- ... (Πιάνει μια χρυσή lights)
- Όχι αυτό, το παλιό, το φίλτρο...
- Το οικοδομικό;
- Το οικοδομικό... (γαμώτ, από πότε καρέλια κασετίνα είναι η χρυσή κασετίνα;)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ίσως ο κλασικότερος και πλέον καθιερωμένος σλανγκ όρος για την πρέζα, την ηρωίνη. Συναντάται και στο ουδέτερο: άσπρο.

Πρόκειται για ονομασία μάλλον παραπλανητική, στο βαθμό που η πραγματικά άσπρου χρώματος πρέζα, η λεγόμενη και καθαρή, σπανίζει. Για να βγει τέτοιο αστεράτο πράμα, απαιτείται ολοκληρωμένη κατεργασία των πρώτων υλών (όπιο) σε τέλεια εξοπλισμένα εργαστήρια. Τέτοιες μονάδες λειτουργούν κατά κύριο λόγο στο περίφημο Χρυσό Τρίγωνο στη ΝΑ Ασία. Η ταϊλανδέζικη πρέζα, η τάϊ, θεωρείται η καλύτερη του κόσμου και η λιγότερο αρρωστιάρα. Πάλλευκη και παντελώς άοσμη, έχει τη μορφή λεπτής κρυσταλλικής πούδρας. Τόσο λεπτής, που σχεδόν εξαφανίζεται με απλή τριβή πάνω στο δέρμα ή ανάμεσα στα δάχτυλα. Είναι δε εξαιρετικά όξινη, ρευστοποιείται πανεύκολα, χωρίς ξινά, λεμονάδες και άλλες διαλυτικές μαλακίες. Σχεδόν ούτε νερό δεν θέλει.

Στο Ελλάδα απλά δεν παίζει με την καμία να πετύχεις τέτοιο μπερκέτι. Αν τύχει και δεις άσπρη πρέζα, θα' ναι στάνταρ απ' τη ζάχαρη του κοψίματος... Ειδικά για την καθαρή ηρωίνη, επιφυλάσσονται λίαν χαϊδευτικά και γουτσιστικά σλανγκωνύμια, όπως Ασπρούλα ή Χιονάτη (με το δεύτερο να παραπέμπει τόσο στη λευκότητά όσο και στο γλυκό παραμύθιασμα της).

Οι εγχώριες αγορές μας, βολεύονται συνήθως με ηρωίνη χαμηλής ποιότητας, ατελώς επεξεργασμένη και με περισσότερες προσμείξεις. Σε αντίθεση με τη σιαμέζικη άσπρη, παίρνει τη μορφή χοντρόκοκκης σκόνης, με πολλούς σβόλους. Το χρώμα της ποικίλει από κιτρινωπό (συνήθως) μέχρι ροζ, γκρι ή καφέ. Παραδοσιακά, η πρέζα στις ελληνικές πιάτσες καταφθάνει εξ ανατολών, την Τουρκία ή το Πακιστάν, εξ ου και τα γνωστότατα «τούρκικη» και «πακιστάνικη». Σήμερα πίνουμε και μπόλικη αλβανική πρέζα, αλλά και σκοπιανή (!) Σ' όλες αυτές τις χώρες λειτουργούν καζάνια, προχειροστημένα δηλαδή εργαστήρια παραγωγής κι επεξεργασίας ηρωίνης. Ως τη δεκαετία του '60, καζάνια υπήρχαν και στην Ελλάδα.

Συμπέρασμα: η άσπρη είναι τυπική περίπτωση σλανγκ που λειτουργεί τρόπον τινά ευφημιστικά, εξωραΐζοντας μια πραγματικότητα και εκφράζοντας το «δέον», το ευκταίο (μακάρι δηλαδή όλες οι ζαπρέ να 'ταν άσπρες!).

Γενικά, παίρνοντας ως αφορμή τη λευκότητα, την ακουστικότητα, τη βρωμιά, την επίσημη ονομασία ή και οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα της ηρωίνης, μπορεί οποιοσδήποτε με λίγη φαντασία να δημιουργήσει άπειρα σλανγκωνύμια για την ουσία αυτή, πολλά από τα οποία δεν ξεπερνούν τα όρια της ιδιωτικής χρήσης. Θα έλεγε κανείς - με μια δόση υπερβολής - πως ο καθένας χρήστης έχει κατοχυρώσει μια δική του, καταδική του λέξη για να περιγράφει την ουσία-αρρώστια του...

Παραδείγματα: white horse=άλογο, hairy=μαλλιαρή (διότι προκαλεί μυρμήγκιασμα στο δέρμα), Harry=Ερρίκος (από το hairy), polvo, blanco, salt=αλάτι (υπάρχει και στο Εγκληματολεξικό του Γ. Πανούση), ζάχαρη, chick=γκόμενα, charlie, Helen, Hero, shit... Πολλά χρησιμοποιούνται αδιακρίτως και για την κόκα.

  1. Συχνά η άσπρη αντιδιαστέλλεται προς το μαύρο, δλδ το χασίς. Που κι αυτό, εξίσου παραπλανητικά, πολλές φορές μόνο μαύρο δεν είναι.

- Τρελάθηκες ρε; Δεν έχω φάει ποτέ άσπρη, μόνο κανά μαυράκι πού και πού πίνω, έτσι για το τζερτζελέ..

  1. Θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ
    και δώστου εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρη σκόνη.

Νίκος Καββαδίας, «Ο Γουίλι ο Μαύρος Θερμαστής από το Τζιμπουτί».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το τσιγάρο που περιέχει χασίσι (βλ. και γάρο)

  1. Έλα να γυρνάει ο μπάφος.
  2. Θα σκάσουμε κάνα μπάφο;
  3. Τι μαλακίες λες ρε! Ληγμένο μπάφο ήπιες;
  4. Παίζει πολύ μπάφος στο παρκάκι.

Κύπριος αδελφός Μπάφος Μπάφους (από Vrastaman, 20/02/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το τελευταίο αποκούμπι, σε χόρτο μορφή, του χασικλή.

Κατά την εποχή των παχέων αγελάδων, ο επί του στριψίματος είναι χουβαρντάς με την ομήγυρη, στρίβει και ξαναστρίβει τρίφυλλα μπουριά. Στην πορεία το γυρνάει στα διφυλλάκια. Ακολουθούν οι ψύλλοι με τον κατιμά και το επόμενο πρωί έχει γενική καθαριότητα.

Το τίναγμα της κουρελούς μπορεί να κρύβει ευχάριστες εκπλήξεις. Συνήθως περιέχει σπόρια και κομματάκια φούντας που ίσα που τα πιάνει το μάτι, αλλά συμβαίνει αραιά και πού να έχει πέσει στην κουρελού και κανένα αξιοπρεπές κομμάτι. Πού καιρός για διαλογή όμως. Ο φίλος μας τα σκουπίζει όλα, σκόνες, χορταράκια και τα λοιπά συστατικά της κουρελούς για ένα τελευταίο πιώμα. Πιάνει το έπιπλο και γρατζουνάει ένα ταξίμι για τις ευτυχισμένες μέρες που πέρασαν και η ζωή συνεχίζεται. Στην υγειά μας.

- Ξύπνα Μήτσο, μεσημέριασε.
- Τι έγινε ρε μάγκα, στον ύπνο σου με έβλεπες;
- Ξύπνα ρε Μήτσο σε λέω, μία πάει η ώρα.
- Στρίψε έναν ψίλο να πιούμε με τον καφέ.
- Δε γίνεται. Πάλι χάσαμε το ρέγουλο χθες και σώθηκε το πράμα. Άσε που δεν και παίζει μία και μας βλέπω στην ξεραΐλα για καιρό.
- Μην άγχεσαι Αρίστο, συνηθισμένα τα βουνά απ' τα χιόνια. Θα πιούμε την κουρελού. Για μετά βλέπουμε.

Από σέβας και δέος μπροστά στον Γιοβάν Τσαούς και ένα μουσικό παράδειγμα.

Δώστε βάση στο μήδι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νόθευση ναρκωτικής ουσίας. Μείωση της καθαρότητάς της μέσω προσμείξεων. Συνηθέστατη πρακτική. Το κόψιμο μπορεί να φτάσει και σε ποσοστό 95%. Σε χώρες όπως η Ελλάδα αυτό δεν είναι καθόλου σπάνιο.

Κομμένη: νοθευμένη ναρκωτική ουσία. Η μη κομμένη είναι η καθαρή. Κόβω: νοθεύω ναρκωτικά (με σκοπό προφάνουσλυ το κέρδος)

Όλες σχεδόν οι ντρόγκες κόβονται. Η καθεμιά και με διαφορετικό υλικό. Είναι ανεδαφικό ωστόσο να μιλάμε για τυποποίηση στους τρόπους και τα υλικά των κοψιμάτων. Ο καθένας χρησιμοποιεί ό,τι έχει εύκαιρο, ό,τι βρει μπροστά του. Φουλ αυτοσχεδιασμός. Φαντασία να 'χεις κι η δουλειά θα γίνει. Πενία τέχνας κατεργάζεται.

Στη διαιωνιζόμενη πραγματικότητα του κοψίματος, οφείλεται η συντριπτική πλειοψηφία των θανάτων από ναρκωτικά. Αυτό που συχνά ακούγεται, «πέθανε από υπερβολική δόση» είναι μέγιστη ανακρίβεια, παραμύθι για μικρά παιδιά. Οι χρήστες –μιλάμε βασικά για τους πρεζάκηδες– δεν είναι ηλίθιοι. Γνωρίζουν πολύ καλά πόσο πρέπει να πιουν, μέχρι ποιο σημείο τους παίρνει. Η στραβή κάθεται συνήθως στην εξής περίπτωση: κάνεις χρήση νοθευμένης πρέζας για καιρό, και συνεπώς ξέρεις τι ποσότητα επαρκεί για να την ακούσεις, π.χ. 1 τζι (γραμμάριο) την ημέρα. Καμιά φορά όμως, σκάει μύτη στις πιάτσες σταφ υψηλότερης της συνήθους καθαρότητας. Ο πρεζάκιας, αν δεν την σακουλευτεί τη φάση και βαρέσει με την ίδια ποσότητα, την πούτσισε... Η κατ' εξαίρεση διοχέτευση καθαρής πρέζας στις πιάτσες, είναι συνήθως ενέργεια των ντηλεράδων καθ' όλα σκόπιμη, όταν θέλουν να απαλλαγούν από κάποιον / κάποιους ιδιαιτέρως ενοχλητικούς πελάτες...

Το αντίστροφο της παραπάνω φάσης –που επίσης αποβαίνει μοιραίο– έχει ως ακολούθως: κάποιος που είναι καθαρός καιρό, αν ξαναπέσει απότομα στην παραμύθα, κάνοντας το λάθος να ξεκινήσει με την ποσότητα που έπαιρνε παλιά, θα φάει χοντρό πακέτο, ίσως και να ψωνίσει κάνα ξύλινο παλτό... Αυτό συμβαίνει λόγω άγνοιας των μηχανισμών ανοχής του σώματος. Όταν πίνεις τακτικά, αναπτύσσεις ανοχή, που όσο πάει και μεγαλώνει (μιθριδατισμός). Με την απεξάρτηση όμως, επανέρχεσαι στα φυσιολογικά επίπεδα ανοχής, αυτά ενός «κανονικού» ανθρώπου. Έτσι τουλάστιχον λένε, γιατί υπάρχει κι η άποψη «once a junkie, always a junkie». Αλλά αυτό το ρητό μάλλον αναφέρεται στην ψυχολογική όψη της εξάρτησης, η οποία σε αντίθεση με την καθαρά σωματική, είναι πολύ πιο μανουριάρικη. Η Ηρώ είναι μια γκόμενα που δεν ξεχνάς ποτέ. Όποιος έχει νιώσει τη ζεστή θαλπωρή και τους απανωτούς οργασμούς του πρώτου λεπτού μετά το βάρεμα, θα καταλάβει.

Τρόποι και υλικά κοψίματος

Το χασίς κόβεται με χένα. Επίσης, του αφαιρείται το λάδι, το χασισέλαιο (απολαδοποίηση), οπότε χάνει το 60-80% της ποιοτικής του αξίας και γίνεται μπουρούχα.

Στις σκόνες συνηθίζεται η ζάχαρη, η λακτόζη, το μανιτόλ (φαρμακευτική σκόνη άσπρη σαν τη ζάχαρη, αλλά με ουδέτερη γεύση), το κινίνο, η καυστική σόδα, το ταλκ, η κιμωλία. Έχουν αναφερθεί ακόμη και μαρμαρόσκονη / τριμμένος σοβάς, χώμα και έτερα οικοδομικά υλικά. Οι ουσίες αυτές, μαζί με λίγο σταφ μπορούν π.χ. να ανακατευτούν σε μίξερ με έναν κύβο Κνορ, που με το λίπος του «δένει» το όλο μείγμα. Επίσης χρησιμοποιούνται διάφορα χάπια, π.χ. depon, τριμμένα ή και ψημένα, ώστε να πάρουν την τυπική καφετιά πρεζόμορφη απόχρωση. Καμιά φορά το κόψιμο γίνεται και με κανονικά δηλητήρια, π.χ. στρυχνίνη. Η κλασική κίνηση που κάνουν οι μπάτσοι στις ταινίες, να δοκιμάζουν με την άκρη του δαχτύλου τη σκόνη για να δουν τι σκατά είναι (σημειωτέον πως η πρέζα έχει πικρή γεύση), κατά καιρούς έχει στείλει μερικούς από δαύτους να δουν τα ραδίκια να φυτρώνουν απ' τη μέσα μεριά...

  1. Το κόψιμο της σκόνης (ηρωίνης, κοκαΐνης, μορφίνης) λαμβάνει χώρα όταν η ουσία βρίσκεται στη συμπυκνωμένη μορφή της λεγόμενης «βάσης», ένα βήμα πριν το λιανικό εμπόριο.

  2. Στην Ελλάδα διαθέτουμε, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, την πλέον κομμένη πρέζα όλης της Ευρώπης: μόλις 20% καθαρότητα κατά μέσο όρο.

  3. Οποιοσδήποτε μπορεί να κόψει λίγη κόκα και να την πουλήσει πολλαπλασιάζοντας το κέρδος του. Στην κουζίνα της μαμάς σου θα βρεις ό,τι χρειάζεσαι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αρχικά, τα χύμα τσιγάρα που κυκλοφορούσαν στην περίοδο της Κατοχής. Ήταν πολύ βαριά, σέρτικα. Είχαν καπνό κακής ποιότητας - συχνά έβρισκες μέσα τσαλιά και κοτσάνια - και γι' αυτό ήταν και πολύ φτηνά.

Λόγω ελλείψεων και φτώχειας, στην Κατοχή τα περίπτερα άρχισαν για πρώτη φορά να πουλάνε τσιγάρα χύμα. Έπαιρναν συσκευασίες των 100 τσιγάρων (κυλινδρικές), τις έσπαγαν και πουλούσαν τα τσιγάρα δέκα-δέκα ή και πέντε-πέντε. Ο χαρακτηρισμός στούκας παραπέμπει στα Γερμανικά βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως (Sturzkampfflugzeug) Junker-87 και, σύμφωνα με μια εκδοχή, οι καπνιστές έκαναν τον συσχετισμό γιατί τα τσιγάρα αυτά, από άποψη ποιότητας και μυρωδιάς, θύμιζαν μπαρούτι.

Αν και χύμα, τα στούκας δεν ήταν ανώνυμα. Λέγεται ότι η πρώτη μάρκα που κυκλοφόρησε στην Κατοχή στη συσκευασία των 100 με σκοπό την χύμα διανομή ήταν το 3αρι του Παπαστράτου. Στούκας συνέχισαν να κυκλοφορούν και μεταπολεμικά, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του '60, και δημοφιλέστερο ήταν το ΕΘΝΟΣ Εξαιρετικά του Κεράνη. Και το 3αρι και το ΕΘΝΟΣ υπήρχαν και σε πακέτο, αλλά χύμα ήταν πιο φτηνά και τα προτιμούσαν άφραγκοι παππούδες και μαθητές. Για τους μαθητές ειδικά, τα χύμα τσιγάρα τους έλυναν και το πρόβλημα πού να κρύψουν το πακέτο όταν γυρνούσαν σπίτι.

Ο όρος έχει επιβιώσει μέχρι σήμερα. Χρησιμοποιείται, κυρίως ειρωνικά, ασχέτως της τιμής τους, για τσιγάρα βαριά και με κακής ποιότητας καπνά, από κείνα που ξύνουν το λαιμό. Ενίοτε, ένα τσιγάρο χαρακτηρίζεται στούκας και για να υπογραμμίσει πόσο θεριακλής είναι αυτός που το καπνίζει.

  1. Ο «φύλακας» είχε στην τσέπη της χλαίνης του μια κούτα τσιγάρα «Έθνος». Ήταν τα πιο φτηνά τσιγάρα... Πουλιόντουσαν και χύμα. Τα λέγαμε και «στούκας». Κάθε κούτα περιείχε 100 τσιγάρα. (από επιφυλλίδα του Λευτέρη Παπαδόπουλου, το βρήκα εδώ)

  2. ... εχω ενα φιλο μεταλλα που ειναι πωρωμενος με τα PRINCE και λεει οτι οι μεταλλαδες θα πρεπει να καπνιζουν μονο PRINCE επειδη ειναι βαρυ τσιγαρο. Εγω οταν το πρωτοδοκιμασα δεν μου φανηκε για τσιγαρο ΣΤΟΥΚΑΣ, απλα νομιζω οι περισσοτεροι εβλεπαν τις αναλογιες (12-1.0-10) και αυτοματος το θεωρουσαν βαρυ τσιγαρο. (από το blog 'Τσιγάρων Κριτικές', εδώ)

7αρι (από MXΣ, 01/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φράση που χρησιμοποιείται κυρίως από άτομα που έχουν κάνει χρήση ουσιών. Επίσης χρησιμοποιείται και όταν κάποιος πλήττει από βαρεμάρα.

- Μάγκα μου πολύ πρηξαρχίδω η καινούρια καθηγήτρια. Δυο ώρες μιλάει συνεχόμενα.
- Άσ' τα, την έχω ακούσει.

(από Khan, 30/12/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καταρχήν, είναι η αναβολή του μάγκα. Συνήθως πρόκειται για αναβολή στρατεύσεως: λόγω σπουδών, λόγω οικογενειακών προβλημάτων, λόγω αγχωδών εκδηλώσεων, στο τέλος παίρνεις το γιώτα σου το ψεχολογικό και ησυχάζεις μια κι όξω. Δεν θα επεκταθούμε όμως άλλο σχετικά. Εν προκειμένω, άλλη σημασία θα μας απασχολήσει δια μακρών.

Αναβόλα = Ντόπα, Στεροειδή Αναβολικά.

Το παρόν, κατόπιν διαταγής επώνυμης σλανγκίστριας, προτίθεται να λειτουργήσει ως λήμμα-ομπρέλα, κατατοπιστικό εφ' όλης της ύλης άρθρο, που θα εκθέτει συνοπτικώς τα δημοφιλέστερα στεροειδή και τις συνθηματικές / σλανγκικές ονομασίες τους.

Διευκρίνιση: η παρουσίαση, ενδεικτική και ουδόλως εξαντλητική βεβαίως βεβαίως, θα περιοριστεί σ' εκείνες τις παλιές καλές ντόπες που μεγάλωσαν γενιές και γενιές μπιλντεράδων αλλά και άλλων αθλητών, π.χ. του στίβου (στιβικοί / στιβάδες), του μπάσκετ ή της άρσης βαρών. Αυτά ήξεραν, αυτά εμπιστεύονταν. Τα τελευταία χρόνια όμως το πράμα έχει ξεφύγει, σκαρώνονται διαρκώς νέες υπερ-ντόπες που γαμάνε και δέρνουνε, με περίεργα ονόματα-γλωσσοδέτες (π.χ. τετραϋδρογεστρινόνη ή THG, αυτό που λένε ότι πότιζε ο Τζέκος τους Κεντεροθανάσηδες), που δεν ανιχνεύονται απ' τα αντιντόπινγκ τεστ. Γι' αυτά δεν δύναμαι να σας διαφωτίσω, ψάχτε αλλού αν γουστάρετε. Πάμε λοιπόν.

  1. Ντέκα, η (πληθ. οι ντέκες). Διασημότατη και πολυαγαπημένη, θεωρείται την σήμερον ολίγον πασέ. Steroid slang για το φάρμακο «Deca-Durabolin», εμπορική ονομασία για την δεκανοατική νανδρολόνη (nandrolone decanoate). Λαμβάνεται δι' ενέσεως. Η μοριακή δομή της ουσίας ομοιάζει με της τέστο, η ντέκα είναι όμως πολύ πιο ήπια, ενδείκνυται και για αρχάριους αναβολικάκηδες. Σε τουμπανιάζει, όχι όμως μόνο με καθαρό μυικό κρέας: σου βάζει και υγρά. Αν το παραχέσεις στη δόση, παίζει να βρεθείς με βυζάκια. Συνδυάζεται συνήθως με Ντιάνα ή γουινστρολάκι. Πουλιέται και στο Ελλάδα, πλέον με το brand name της Norma. Αν έχεις κονεδάκι με φαρμακοτρίφτη είσαι τζετ, αλλιώς ψάχνεις από ντηλερά της μαύρης.

  2. Γουίν ή γουινάκι ή γουινστρολάκι ή γουίνυ (winny, όχι το αρκουδάκι). Slang για το φάρμακο Winstrol (εμπορική ονομασία της ουσίας στανοζολόλη). Ενέσιμο, για χρόνια το έβγαζε η ισπανική φαρμακευτική Zambon, εξ ου και απαντούσε και ως ζαμπονάκι. Υγρό κάτασπρο σαν γάλα, που τσούζει όταν βαράς ενδομυικά, σε αντίθεση με ντέκα, που είναι ελαιώδες υποκίτρινο διάλυμα κι ούτε που νιώθεις το βάρεμα. Το γουινάκι δεν κάνει παπάδες, χτίζει όμως καθαρούς συμπαγείς μύες, χωρίς νερά και περιττά πρηξίματα, ιδανικό για γράμμωση. Λίγο προσοχή στην τοξικότητα μόνο, μη σου μείνει το συκώτι στο χέρι, κατά τα άλλα είσαι κομπλίτα. Παίζει και σε χαπίδι, με το brand name Στρόμπα (Stromba).

  3. Ντιάνα, το (προφέρεται ντι-άνα). Dianabol, εμπορική ονομασία της ουσίας Μεθανδροστενολόνη (Methandrostenolone). Χάπι. Παράγωγο τεστοστερόνης, εξαιρετικά αναβολικό και ανδρογονικό, με τις γνωστές παρενέργειες: γυναικομαστία, διαταραχές της λίμπιντο, οξυθυμία, εφίδρωση, ακμή, διακοπές στη λειτουργία των όρχεων, τριχοφυΐα στο σώμα + καράφλα στο κεφάλι και άλλα όμορφα. Απλά γαμάει μανούλες, ο Σβαρτς έχει δηλώσει πως μ' αυτό φτιάχτηκε: το έπαιρνε το χειμώνα για όγκο, το καλοκαίρι την έβγαζε με γουινστρόλ. Οι κακές γλώσσες λένε πως και τα ρεκόρια του Πύρρου με ντιανάκι γίνανε.

  4. Μπολντό, το (Boldenone Undecylenate). To all time classic κτηνιατρικό αναβολικό: το δίνουν στα μοσχάρια για να τουμπανιάσουν και να φτάσουν στο πιάτο μας μια ώρα αρχύτερα, το δίνουν στα άλογα κούρσας για καλύτερες επιδόσεις. Από εκεί άλλωστε ξεκίνησε η ντόπα, πρώτα εφαρμόστηκε στα ζώα και μετά πέρασε στους ανθρώπες. Ενέσιμο, ήπιο φαρμακάκι γενικά, θες γενναίες δόσεις για να την την ακούσεις. Τίμιο, δίνει καθαρό κρέας χωρίς πολλές παρενέργειες και ντράβαλα.

  5. Πρίμο, το. Primobolan, εμπορική ονομασία της ουσίας Μεθενολόνη (Methenolone Enanthate). Σε ενέσιμο αλλά και χαπίδι. Όπως υποδηλοί και το brand name, εξαιρετικά ήπιο αναβολικάκι με αμελητέες παρενέργειες. Το προτιμούν οι γυναίκες, οι νέοπες και οι κωλώστρες, που θέλουν να μπουν στην αναβόλα και να γίνουν φέτες αλλά κλάνουν πατατάκια μη πάθει τίποτα η υγειούλα τους. Τσου ρε Λάκηδες μη σας πατήσω!

  6. Εφέδρα, η. Μαγκιόρικα η εφεδρίνη. Δεν ανήκει στα αναβολικά στεροειδή, αλλά σε μια άλλη ομάδα φαρμάκων, γνωστά ως συμπαθητικομιμητικά. Σε βάζει στην τσίτα, ανεβάζοντας παλμούς καρδιάς και θερμοκρασία σώματος, βοηθώντας έτσι στο κάψιμο του λίπους. Νταξ, μπορεί να προκαλέσει κανά ψιλοτρέμουλο, καμιά ταχυκαρδία, εφίδρωση ή ζαλάδα, αλλά γενικά κανείς δεν έπαθε τίποτα με λίγη εφέδρα. Κλασικός συνδυασμός-δυναμίτης για κάψιμο λίπους είναι η τριπλέτα εφεδρίνη-καφεΐνη-ασπιρίνη.

Αυτά και πολλά άλλα.

Μεγάλη αρρώστια φίλε η αναβόλα! Έτσι και μπεις μια φορά, δεν ξεκόβεις εύκολα. Όσο χτισμένος και να γίνεις, όσο και να γραμμώσεις, ποτέ δε θα 'ναι αρκετό, θα θες πάντα κι άλλο, κι άλλο. Πολλά παιδιά έχουνε καταστραφεί απ' το φάρμακο, είναι όμως κι άλλοι που ήξεραν να το κουμαντάρουν και τους βλέπεις σήμερα στα πενήντα τους και στα εξήντα τους μια χαρά τζόβενα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λαϊκή ονομασία της ινδικής κάνναβης ή του χασισιού. Οι απόψεις διίστανται.

Έγινε ευρέως γνωστό μετά από το τραγούδι «πίνω μπάφους και παίζω προ» (Locomondo).

  1. Ε ψιτ φίλε έμαθα ότι έχεις μπάφο… Ποσό;

  2. (Locomondo)
    Από το σπίτι δεν θα βγω
    Πίνω μπάφους και παίζω προ
    Δεν έχω χρόνο για το μωρό Πίνω μπάφους και παίζω προ
    Που θα βρω αναπληρωματικό
    Πίνω μπάφους και παίζω προ
    Έχω κλειστό το κινητό γιατί
    Πίνω μπάφους και παίζω προ

Γιάννης Καλαϊτζής, στην Ελευθεροτυπία. (από patsis, 04/07/11)Πέτρος Ζερβός, στην Ελευθεροτυπία. (από patsis, 15/07/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Στην θάλασσα καθώς παίζουμε και γελάμε... πιάνουμε κάποιον φίλο μας από το κεφάλι και τον βουτάμε μέσα, καθώς αυτός βουλιάζει έχουμε την ευκαιρία να πατήσουμε και με τα πόδια μας πάνω του ώστε να τον κρατήσουμε πιο πολύ ώρα μέσα στο νερό μπας και πιει λίγο και κλάσουμε στα γέλια.

  2. Τζούρα από μπάφο, όταν αυτός είναι στα τελευταία του.

  1. - Θα κάτσεις να σου κάνω μια πατητή; Δεν είμαι βαρύς..
    - Για μαλάκα ψάχνεις;

  2. Δεν μου σκας καμιά πατητή από αυτόν τον μπάφο; Δεν την έχω ακούσει ρε φίλε.

Στο 8:01. (από vikar, 10/06/11)

βλ. και πατητή μάρκα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία