Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Γυναίκα κοντή, χοντρή, κακοσούλουπη, δυσκίνητη, μεγάλο βυζί και φαρδειά πλάτη, μαλλί κομμωτηρί, χρυσαφικό, όχι ωραία, ψευτο-επιβλητική και ψευτο-συναισθηματική, της γειτονιάς, τσαντάκι λαϊκής με χρυσό αλυσιδάκι, περί τα πενήντα - εξήντα, που όλα τα ξέρει και όλα τα κανονίζει. Μη σου τύχει. Το είδος εντοπίζεται σε βαφτίσια, γάμους, κηδείες, εκδηλώσεις, κλπ.

- Τι ήθελα και πήγα στα βαφτίσια, πλακώσανε όλες οι θειόκες και με αρχίσανε στα «Σειρά σου τώρα να κάνεις κάνα παιδάκι, άντε μπράβο!»

βλ. και θείτσα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λαϊκή γκόμενα. Όχι ότι μας χαλάει, αλλά βγάζουμε και μια κακιούλα για να ανεβάσουμε το προσωπικό μας στάτους, λες και είμαστε από το Παρίσι. Τέλος πάντων...

- Μεγάλε, την έχω δαγκώσει κανονικά με την Κούλα. Είναι γαμώ τα μωρά.
- Ναι ρε συ, δε λέω, αλλά πολύ λάικα η γκόμενα. Μπουζούκι - κομμωτήριο - μπουζούκι.

(από filologas, 20/03/08)

Βλέπε και σχόλιο στο λήμμα μπαλαλάικα - και Βλ. και «λαϊκός», ο, λαϊκογάμητος, λαϊκάτζα(ς), καραλάικα, λαϊκουριά

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο γερμανός τουρίστας.
Επεκτείνεται και περιλαμβάνει και σκανδιναβούς και άλλους βορειοευρωπαίους.
Απ' τό γνωστό γερμανικό όνομα Fritz.
Συνήθως φοράει σανδάλια με άσπρες κάλτσες μες στο καλοκαίρι.

- Βλέπω τους φρίτσουλες να βολτάρουν με τα σανδάλια και τις άσπρες κάλτσες και θέλω σακούλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κολλημένη με την θρησκεία. Συνήθως είναι λιπαρή, με λευκό δέρμα, κακόσχημο σώμα, κρυφοσεξουαλική και βιτσιόζα, φορά γυαλιά, ντύνεται με άχρωμα ή μαύρα λερωμένα ρούχα, παπουτσάκι ορθοπεδικό της λαϊκής, έχει τα μαλλιά της δεμένα σε σφιχτό κότσο και είναι ετών 60 και άνω. Πάει οργανωμένες εκδρομές οπουδήποτε, μαζί με εκατό σαν κι αυτήν, χαλάνε τον κόσμο στη φλυαρία και, εννοείται, σε ματιάζουν με τη μία. Αν δεν είναι 60 ετών και άνω, είναι τριάντα περίπου, με παχιά φρύδια, πάντα άπλυτη και πάντα λιπαρή. Ίνδαλμά τους ο παπάς της ενορίας. Δεν αγαπάνε τα ζώα, ούτε τα παιδιά, ούτε (φυσικά) τον πλησίον, κι ας προσκυνάνε το ευαγγέλιο. Κοινώς, κίνδυνος θάνατος.

Μόνο λίγες από δαύτες είναι πραγματικά καλοσυνάτες γυναίκες.

Είπαμε να πάμε εκδρομούλα στην Αίγινα μια καθημερινή για να μην έχει κίνηση και μας έκατσε πούλμαν με θεούσες στο πλοίο, που πηγαίνανε για προσκύνημα στον Άγιο Νεκτάριο... Τι να σου πω, χτικιάσαμε από τη φασαρία μέχρι να φτάσουμε.

(από soulto, 22/03/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υποτιμητικά, ο επαρχιώτης ή αυτός που έχει χωριατικη προφορά ή αυτός που είναι ντυμένος εκτός μόδας ή αυτός που δεν έχει τρόπους.
Λέγεται για άνδρες και γυναίκες.

Καλέ ήρθε το βλαχαδερό και έγινε άνθρωπος, κάνει τώρα και κριτική για τους πρωτευουσιάνους. Κοίτα βρε κάτι πράγματα που συμβαίνουν!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο χωριάτης, ο επαρχιώτης. Μεταφορικά εννοεί τον άξεστο, τον αγενή, ή αυτόν που μιλάει με το νjι και με το λjι.

  1. Κοίτα ρε τον βλάχο, που κατέβηκε απο τη Λάρ'σα και θέλει να κλαμπάρει όπως κάνουμε στην Αθήνα για να χτυπήσει γκόμενα!

  2. Του είπα ότι δεν μπορώ να έρθω και μου το έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να πει κουβέντα, ο βλάχος!

  3. Ο συγκάτοικός μου είναι πολύ βλάχος. Μόλις μπει στο δωμάτιο αφήνει τις αρβύλες του στη μέση, γδύνεται, και τα πετάει όλα χάμω. Άσε που όταν πίνει μπύρα ρεύεται και τον ακούνε στο δίπλα!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο βλάκας, ηλίθιος κλπ. Κυρίως τη δεκαετία του '80.

Προήλθε απο τα Ποντιακά ανέκδοτα, τα οποία ήταν ξενόφερτα, και αναφέροταν σε διάφορους λαούς (πχ. τα Γαλλικά ανέκδοτα λένε για τους Βέλγους οτι κάνουν όλο λακαμίες).

Όταν τέτοια ανέκδοτα ήρθαν στην Ελλάδα, για να είναι μέσα στα πράγματα, έπρεπε να αντικαταστήσουμε τα ονόματα με κάτι σχετικό, και βρήκαμε τους Πόντιους. Αποτέλεσμα, να φαίνονται ηλίθιοι.

  1. Ρε Πόντιε, δεν σού 'πα να προσέχεις; Μου τά 'χυσες πάνω στο χαλί!

  2. Έδωσα τάληρο στον περιπτερά και μού 'δωσε ρέστα 15! Πόντιος είναι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ομοφυλόφιλος. Μάλλον προέρχεται από τις θηλυκοπρεπείς κινήσεις τους.

Δες, ρε, τον ντιγκιντάγκα τον Λούλη, που έρχεται με διχάλα 1-4 στο μπαρ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μελαχρινό παιδί. Λέγεται και μαυροτσούκαλο.

- Ωραίο παιδάκι ο γιός του, αλλά πολύ μελαχρινό βρε παιδί μου! Εντελώς μαυροκούραδο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το χοιρινό ζαμπόν (απο το μπάτσοι-γουρούνια).

Ομοίως, μπατσότυρο = ζαμπονότυρο.

- Τι έχει το σάντουιτς;
- Μπάτσο, τυρί και ντομάτα.

Δες και φουνταριστός.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία