Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Αυτός που είναι πάρα πολύ έμπειρος, είναι χρόνια στο κουρμπέτι, έχουν δει πολλά τα μάτια του, έχει μάθει πολλά ο κώλος του, και ωσεκτουτού είναι τετραπέρατος, καπάτσος, αλλά και αδίστακτος και κυνικός, μαθημένος όπως είναι και στις τριβές και στις ματαιώσεις των ιδανικών.

Εκ του κώλος και πετσώνω, το οποίο χρησιμοποιείται για κάτι που γίνεται σαν πετσί και χάνει την ελαστικότητά του (δες).

Μια διαδεδομένη ερμηνεία του κωλοπετσωμένου είναι, λοιπόν, ότι πρόκειται για αυτόν που έχει πάψει προ πολλού να είναι τρυφεροκώλης και ότι ο κώλος του έχει εκτεθεί στην τραχύτητα της ζωής. Εδώ ως «κώλος» νοούνται δηλαδή οι γλουτοί, τα κωλομάγουλα. Φρονώ πάντως ότι πολλοί που χρησιμοποιούν την έκφραση εννοούν κυριολεκτικά (χωρίς λινκ) την κωλοτρυπίδα, οπότε κωλοπετσωμένος είναι αυτός που έχει απωλέσει την τρυφερότητα της άλλης παρθενιάς που έχει δώσει την θέση της στη σκληρότητα της πέτσας, με θετική ωστόσο κωλάντεραλ ντάματζ ότι η πολυμάθεια του κώλου του τον έχει κάνει παλιά καραβάνα, πονηρίδη με συνέπεια όχι μόνο να μην πιάνεται κότσος, αλλά να είναι και λήντερ.

Η άποψη του γούγλη: η μεγάλη πλειοψηφία των γουγλικών ευρημάτων αναφέρεται σε πολιτικούς και συνήθως θεωρεί το να είναι κανείς κωλοπετσωμένος ως σημαντική πολιτική αρετή.

Πάσα (Δ.Π.): Ironick.

1. Να ξεφύγουμε από τη νοοτροπία ότι, για να επιβιώσεις στη σημερινή νεοελληνική πραγματικότητα, πρέπει να είσαι σβέλτος, καπάτσος και κωλοπετσωμένος.

2. Αν δεν σε απελυαν οι φαρμακοβιομηχανοι θα συνεχιζες να εισαι διαφθορεας και τωρα που εχεις μαγαζι απλα ως κωλοπετσωμενος θα κανεις ντηλ

  1. Κωλοπετσωμένοι πολιτικοί:

α) Ο ΚΩΛΟΠΕΤΣΩΜΕΝΟΣ ΑΔΩΝΙΣ.

β) Ο Παναγιωτακόπουλος είναι γεννημένος για να δίνει μάχες. Κωλοπετσωμένος, γεμάτος εκλογές στην πλάτη του, κομματικά σκληροτράχηλος.

γ) Ο μπάρμπα-Φώτης είναι πολύ πιο κωλοπετσωμένος απ' όσο δείχνει η φαινομενική νηφαλιότητα του λόγου και η μειλιχιότητα της εικόνας του.

δ) Γεννηθείς κάτω από το αυλάκι, κι ως εκ τούτου δεόντως κωλοπετσωμένος, και πλημμυρίσας τας Αθήνας δια αναριθμήτων καγκέλων (εξού και καγκελάριος ή καγκελαρίτης)

ε) «Μπορεί ο Παπακωνσταντίνου να είναι καλός. Αν είναι. Αλλά δεν είναι «κωλοπετσωμένος». Όφειλε, να έχει πάρει δίπλα του, μερικούς ανθρώπους της πιάτσας. Να του δίνανε συμβουλές περί του πρακτέου. Με θεωρίες δεν βάφονται αυγά».

στ) Και οι δολοφονικές σφαίρες αυτού του εκτελεστικού αποσπάσματος εκπυρσοκροτούνται από το παλιωμένο αλλά καλά δοκιμασμένο και αποτελεσματικό όπλο-εργαλείο που λέγεται Κάρολος Παπούλιας και οι υπογραφές που βάζει -με σταθερό χέρι ο κωλοπετσωμένος αυτός γέρος-για μαζική εκτέλεση λαών αλλά και από την άλλη πλευρά για ατομικές αποδόσεις χάριτος των εκτελεστών του αυτού του λαού.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αναφέρεται συνήθως σε σεξουαλική δραστηριότητα, αλλά μπορεί να πάρει διάφορες μορφές. Μια μάλλον διαδεδομένη σλάνγκικη έκφραση, μετέωρη στα όρια της κυριολεξίας και της μυθοπλασίας.

Έννοιες: Α. Ενεργητική
Β. Τιμωρητική
Γ. Καταστροφική

  1. Και που λες παίρνω το κλειδί από τον ρεσεψιονίστα (κατά το Ατενίστα) και την πάω στο δωμάτιο... Τον πετάω έξω και το ξεφτιλοπούτανο έμεινε μαλάκας.

  2. Θα σου πετάξω το μουνί έξω μωρή ξεφτιλισμένη!

  3. Άσε ρε μαλάκα, μας έχει γαμήσει ο διοικητής, γαμώ το ξεσταύρι του, του παλιόπουστα... Μου 'χει πετάξει το μουνί όξω στην αγγαρεία...
    - Αστονα τον πούστη, σε 62 μέρες λελέ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Της έριξα μανίκια» σημαίνει την πήδηξα Χ φορές. Κάθε μανίκι ισούται και με ένα γαμήσι... Έκφραση η οποία ανέβηκε στην κορυφή της δημοτικότητάς της, την δεκαετία του 80. Η αρχική της προέλευση αγνοείται. Είναι καταγεγραμμένη σε Ελληνικές cult τσόντες, όπως στο «Ηδονές στο Αιγαίο» με τον Τέλη Σταλόνε.

Μια ανάλογη έκφραση με πιο σαφές νόημα, είναι η λατρεμένη: «Της πέταξα 3 καβλιά».

- Φίλε, η Τζένη είναι μια λεβεντομούνα... το κάτι άλλο! Άσε που το μουνί της βράζει...
- Και συ που το ξέρεις;
- Εγώ;;.. Της είχα ρίξει τρία μανίκια σε ένα βράδυ!...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Κάπως πιο δόκιμα σημαίνει τρώω κάτι με το κουτάλι.

  2. Καθώς αρχίζουν οι μεταφορές, το κουταλιάζω μπορεί να περιγράψει τον βαθυκούταλο που με περισσή λαιμαργία ρίχνεται στο φαγητό, ή ακόμη πιο μεταφορικά κάποιον που ρίχνεται αρπαχτικά σε οποιαδήποτε ηδονή, λεφτά, ρεμούλα, σεξ, ή που αρπάζει και παντελονιάζει κάτι που δεν του ανήκει κ.ο.κ.

  3. Στα μάγκικα παλαιότερων εποχών και στα καλιαρντά έχει την σημασία βάζω χέρι, χουφτώνω, μπαλαμουτιάζω.

  1. Αυτό που μ'αρέσει σε μένα ειναι οτι ενώ παραπονιέμαι για τις κοιλιές και τα μπούτια μου,συνεχίζω ακάθεκτη να κουταλιαζω το παγωτό (Εδώ).

  2. Μια χαρά είναι οι Έλληνες. Αλλού είναι το πρόβλημα: [...] Είναι ο γερομπισμπίκης που την χούφτωσε, τα χούφτωσε, την κουτάλιασε, τα ενθυλάκωσε και τώρα κατοικεί δίπλα στον επικεφαλής των κατακτητών. (Εδώ).

  3. Αχ, αδερφές και παλικάρια γίναμε μαλλιά κουβάρια. Να οι μπράτες, να τα κουταλιάσματα, να τα ντέζια και τα καυλοκουνήματα, τα κουραβαλιάσματα και τα σαρμελοχαμόγελα. (Αποκατέ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Την πέφτω πολύ ενοχλητικά και παρενοχλώ σεξουαλικά. Από το τουρκικό murdar, που θα πει βρώμικος.

  1. Είπαμε να κάνουμε πλακίτσα αλλά όχι και να μας μουρντάρει τη γυναίκα ναούμε!!

  2. Έτσι όπως κουνιέται με τη στρινγκαδούρα, εγώ θα φταίω να τη μουρντάρω μετά;!

  3. Άντε Τάκη ένας κεφτές έμεινε, μούρνταρέ τον!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τρυφερίτσα: η μαγική χώρα τσῆ τρυφῆς, τσῆ ἀκολασίας καὶ τσῆ μαλθακίας.

Βγαίνω στην τρυφερίτσα: πρωτάρχισαν τα όργανα, τα μπαλαμούτια, τα φίκι-φίκι καθώς βγαίνω στο κλαρί ή / και από την ντουλάπα.

Κλασικός γιαγιαδισμός που δίκην τζιλφ διατηρεί την φρεσκαδούρα και την σλανγκενέργειά του.

1.
Στις 6 του Φλεβάρη του 1981, ο Ράλλης εκτός από την καθαρεύουσα κατάργησε την ποδιά από τις μαθήτριες όλων των βαθμίδων και έδωσε δουλειά στην αντιπαράθεση εχόντων και μη εχόντων, αντί της ισότητας που έδινε η ποδιά. Αποτέλεσμα να αναπτυχθεί το μίσος μεταξύ των παιδιών, λόγω αδυναμίας αγοράς των διαφόρων σινιέ που διέθεταν οι πλούσιες. Το επόμενο βήμα ήταν η τρυφερίτσα για να αποκτηθούν τα σινιέ. Ευτυχώς που τα ΜΜΕ δείχνουν την κατάντια των σημερινών παιδιών ακόμα και μέσα στα σχολεία.

2.
Κάθε χρόνο το Athens Pride (και πλέον το ακόμα πιο πολωτικό Thessaloniki Pride) βγάζει στην τρυφερίτσα όλες τις τρελές: τις θεούσες, τους παπάδες, τους φασίστες, τους δήθεν φιλελεύθερους «με gay φίλους».

3.
Ας μη βγουμε λοιπον στη τρυφεριτσα (κι αλλο μπλαβο στους κοκκινους) και... παθητικη αντισταση! Γιατι, μαγκες, η επανασταση οταν ειναι βασιμη και μαζικη, εχει... το εμπριμέ της!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Από τους πιο διαδεδομένους και παγιωμένους ευφημισμούς για το σεξ –το σεχ, το γαμήσι, το πήδημα, το φίκι-φίκι, τη συνουσία, τον έρο* τελοσπάντων–, ανεξάρτητα απ' το αν γίνεται όντως σε κρεβάτι, στη ροζ φλοκάτη, σε στρώμα θάλασσας που ξεφουσκώνει, σε μουτζουρωμένο θρανίο, σε σπασμένο καθρέφτη, μουχλιασμένη φυλλωσιά κάτ' απο δέντρο, ή σε φακίρικο κρεβάτι ισορροπούν στην κεραία του πύργου του Οτέ. Ακούγεται κυρίως στις φράσεις κάνω καλό/κακό κρεβάτι, είμαι καλός/κακός στο κρεβάτι.

Η κουβέντα, ευκολάκι γαρ, υπάρχει αυτούσια και σε άλλες γλώσσες. Υπάρχει και στα λεξικά, αλλά δεν άντεξα να μην την αναρτήσω, ένεκα το πλήρες του εγχειρήματος διά το οποίο κοπτόμεθα νυχθημερόν και ιδροκοπώντες –χαίρετε.

Δες ακόμη: τίγρης στο κρεβάτι, μεγάλο κρεβάτι.


  1. Τον καημενούλη, είμαι σίγουρη ότι θα είναι κανένας κοντούλης, καραφλός, που θα περνάει απαρατήρητος που δε θα μπορεί να κάνει καλό κρεβάτι. Θα είναι κανένα κακομοίρικο πλάσμα, ξέρω κι εγώ. Παρ' όλ' αυτά τον αγαπάω, κι ας έρθει να τον πάρω και μια αγκαλιά, του στέλνω την αγάπη μου [...] (Η Βάνα Δωσεκαιμένα για κάποιον δημοσιομπάρμπα, από εδώ)

  2. Πάντως, ένα γερό στυλ αδιαφορίας (σχεδόν φτύσιμο....) από την μεριά σου πιθανότατα να έχει πολύ καλά (εώς συνταρακτικά....) αποτελέσματα! Κάνε την να νιώσει ότι.....«την κοπάνησες» γιατί δεν ήταν καλή στο κρεβάτι και η ανασφάλειά της μπορεί να σου ανοίξει «δρόμους μαγικούς και ονειρεμένους» (συμβουλές πάνω στις σχέσεις, εδωπέρα)

  3. Είναι άχρηστη η πατσαβούρα, όπως όλες οι όμορφες γυναίκες. Δεν μαγειρεύει, δεν πλένει, δεν καθαρίζει, κοιτάζει μόνο τα λούσα της. Αλλά κάνει, η ρουφιάνα η ντερμπεντέρισσα, καλό κρεβάτι και γι' αυτό ανέχομαι όλες τις αδυναμίες της. Κάθε βράδυ σκαρφαλώνω πάνω της και χαϊδεύω τις καμπύλες της. Αν δεν ήμουν καψούρης, θα σ' άφηνα να τη χουφτώσεις κι εσύ λίγο, για του λόγου το αληθές. (Γιάννης Φαρσάρης, «Johnnie Society», 2009)

  4. οι ψηλές είναι για την παρέλαση και οι κοντές για το κρεβάτι (από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δοκίμως είναι: «1. Μακρύ ξύλο με το οποίο ανακατεύουν τη φωτιά στο φούρνο. 2. Μακρύ ξύλο που μοιάζει με σκούπα και με το οποίο καθαρίζουν τους φούρνους εσωτερικά. 3. Μακρύ φτυάρι με το οποίο βάζουν και βγάζουν τα ψωμιά ή τα φαγητά από το φούρνο, αλλιώς φουρνόφτυαρο.» (Βλ. Live-Pedia).

Σλανγκικώς, είναι το μεγάλο πέος, το παλαμάρι, το οποίο κυριολεκτικά είναι μακρύ, σκληρό, ανθεκτικό στις υψηλές θερμοκρασίες, και μπαινοβγαίνει στο φούρνο της φλογερής ερωμένης/ -ου.

Άλλη μεταφορά από τον κόσμο της αρτοποιίας είναι ο παύλος.

Πάσα (Δ.Π.): Κροκοδειλίτσα. (Απλή συνωνυμία με τη γαργαλιέρα Крокодил).

  1. Στανταρ ο αντρας της θα της βαζει και λιγο το φουρνοξυλο στο κωλο (Φούρνος καυλιάρας).

  2. Αν για να κατακτήσεις μια γυναίκα, πρέπει να γαμήσεις το μυαλό της (αυτό που η ίδια ονομάζει έτσι, αν και εμείς πιστεύουμε πως ανήκει στην σφαίρα της φαντασίας, όπως ο Άϊ Βασίλης και ο Σούπερμαν), εμάς μας κατακτά μια γυναίκα, η οποία ξέρει να φέρεται αναλόγως στον καλύτερο μας φίλο, τον παργαλάτσο, το γιαταγάνι, το φουρνόξυλο, τον πούτσο μας ρε αδερφέ!!!!! (Βασικά καβλησπέρα σας).

  3. έτριβε τη πούτσα μου στις βυζάρες της και μου είχε γίνει φουρνόξυλο (Από μπουρδελοσάιτ).

Δεν έχει σημασία μόνο το μέγεθος, αλλά και η τεχνική. (από Khan, 12/05/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το περιπαικτικό

Γεια σου Πέτρο, γεια σου Πέτρο,
που τον/ την έχεις ένα μέτρο
.♪

απαγγέλλεται είτε σαν χαιρετισμός άμα τη εμφανίσει του Χ Πέτρου που σηκώνει την καζούρα, είτε, συχνά χορωδιακά, όταν αυτός κομπάζει για τα γαμήσια του.

Εννοείται πως παίζει μεταξύ αντρών (φίλων, συναδέλφων, γνωστών από καιρό) συνηθέστερα απουσία ξενέρωτων κυριών, σε στιγμές χαλάρωσης και σε περιβάλλοντα που δεν θυμίζουν σαλόνια ή ναούς.

Στα αυτιά μη ψυλλιασμένου μοιάζει να υποβάλλει σπέκια στον ψωλαρά Πέτρο, αυξάνοντας έμμεσα και παράλληλα την υπόνοια πως την έχει τσιλίκι. Εξού και τα επακόλουθα αμήχανα χαμόγελα κάθε άβγαλτου παρευρισκόμενου, ή παρευρισκόμενης που ψιλοπονά το δοντάκι της για τον Πέτρο.

Φευ!! Το δίστιχο έχει ουρά:

Άιντε να σε καληνυχτίσω
καλέ / βρε τι σου βάλαν από πίσω;

που σαν πιο άγνωστη επιτείνει τόσο το περιπαικτικό όσο και το σλανγκικό χαρακτήρα, ακόμη και του πρώτου στίχου όταν εκτοξεύεται μόνος του.

Το stimulus οφείλω στο σχετικότατο «γεια σου βρε (τάδε) φυσφιρή πού χεις μια πούτσα σαν σφυρί» του σφυρίζων.

...και τον φώναζαν......
γεια σου Πέτρο, γεια σου Πέτρο,
που τον έχεις ένα μέτρο
.
(Σχόλιο σε άρθρο σχετικό με τον Πέτρο τον Ερημίτη (Κουκούπετρο –Cucupietre- κατά την Άννα Κομνηνή) που συνέβαλλε στην υποκίνηση της Α’ Σταυροφορίας).
(Από το δίχτυ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εντελώς τελείως αναχρονιστική σλανγκιά για τα σαφρακιασμένα απομεινάρια του παρθενικού υμένα μετά την ρήξητου.

Προφ εκ του λουλούδι. Παραετυμολογικά, εκ του Λιλιάδα.

Εναλλακτικά: λαλάδια.

1. «Λoυλoύδι της ντρoπής» o ραγής παρθενικός υμένας με τη θέληση της κόρης, πρo τoυ γάμoυ, o καταρακωμένoς με τα λιλίδια.

2. «ληλίδια» ή «λαλάδια» έλεγαν τα μύρτα, δηλ. τις σαρκώσεις απoφύσεις τoυ παρθενικoύ υμένα μετά τη ρήξη.

  1. - Αμάν αμάν αμάν....
    - Α πα πα πα....
    - Βάι βάι βάι...όι όι μανούλα μου
    - Τι ήταν αυτός ο Πέρι βρε Λάουρα...
    - Φεύγει και αφήνει πίσω του λιλίδια...Θε μου φύλαε ήτανε.....

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε