Ευχή που δίνει άνδρας σε γυναίκα (ή και άνδρα) μετά από ένα ξεγυρισμένο τσιμπούκωμα, ακριβώς τη στιγμή που αυτή (ή αυτός) βρίσκεται με τα μόλις εκτοξευθέντα φλόκια στο στόμα του. Υπάρχουν δύο δυνατότητες: α) η λεγάμενη / ο λεγάμενος να έχει ήδη καταπιεί τα φλόκια, οπότε η ευχή είναι κυριολεκτική, β) να βρίσκεται σε δίλημμα για το αν θα τα καταπιεί ή όχι, οπότε τον ενθαρρύνουμε με αυτή την ευχούλα.

(ο γκόμενος μόλις ανακουφισμένος) - Ααααα... (η γκόμενα με μπουκωμένη προφορά) - Γκαι ντώ'α, Μηνά μου;
- Καλή χώνεψη, μωράκι μου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το στίγμα του αγάμητου, κατά την παράδοση. Όποιος το φέρει υποτίθεται πως προδίδει δημοσίως την αγαμία που του έχει ξεχειλίσει από τους πόρους του δέρματος. Τώρα το αν ισχύει αυτό και από επιστημονικής άποψης, προσωπικά δεν το έχω μελετήσει. Στις γυναίκες όμως το πυώδες μπιμπίκι δηλώνει μεταξύ άλλων προεμμηνορυσιακή φάση. Ορμονοδουλειές, δηλαδή.

– Ε άει στο διάολο, σήμερα βρήκε να μου βγει ένα γαμημένο καβλόσπυρο, που έχω ραντεβού με τον Στέλιο, που είδα κι έπαθα να τον ψήσω να βρεθούμε;! Το κέρατό μου μέσα γαμώ!
– Ωχ, και πρέπει να το αναβάλεις, δεν μπορεί να σε δει έτσι, χάλια είσαι!
– Ε αυτό θα κάνω, αλλά πρέπει πρώτα να βρω μια καλή δικαιολογία, μη με πάρει για τρελή. Τρεις μέρες θα πάρει να φύγει αυτή η μαλακία, και μετά θα μού 'ρθει και περίοδος, γάμησέ τα, πώς να τον στείλω για μια βδομάδα και βάλε, μου λες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κατάσταση κατά την οποία, μετά την κολπηδόν συνουσία (σπανιότερα κατά την διάρκεια αυτής), το μουνί διαπράττει αντιποίηση αρχής και παριστάνει τον... κώλο, τ.έ. αρχίζει να κλάνει δυνατά!

Το φαινόμενο οφείλεται σε συσσώρευση αέρα στον κόλπο καθώς ο μπούτσος τρομπάρει μέσα-έξω. Και, ως γνωστόν, ότι μπει, θα βγει. Είναι λίγο embarrassing για τη γκόμενα, αλλά άμα είναι παλιά καραβάνα, βάζει τα γέλια και πάτε γι' άλλο ένα.

- Και που λες, με το που βγαίνω απ' το μουνάκι της, αρχίζει το κλασομούνι και μένω μαλάκας. Δεν είχα ξανακούσει τόσο δυνατές!
- Και δεν ξενέρωσες, ρε;
- Ε, λιγάκι, αλλά αυτή άρχισε να γελάει και να με χουφτώνει άγρια, οπότε της έριξα άλλον ένα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δυσάρεστη οσμή την οποία ουδέποτε αντιλαμβανόμαστε ως τέτοια κατά τη διάρκεια του σεξ, παρα μόνο μετά. Ευτυχώς θα μου πείτε, αλλιώς δεν κάναμε δουλειά. Η κωλίλα (την οποίαν αντιλαμβανόμαστε πρωτίστως στα χέρια μας, πχ. στο περίφημο κωλοδάχτυλο) είναι ό,τι απομένει συνήθως από την επαφή μας με τον πρωκτό του συντρόφου -έχει δεν έχει λάβει ο/η σύντροφος τα απαραίτητα μέτρα (πλύσιμο, αρωμάτισμα, κλπ).

Υπάρχουν όμως κι άλλα πράγματα που μυρίζουν κωλίλα, όπως ορισμένα τυριά. Δεν μυρίζουν τόσο τα ίδια, όσο το περίβλημά τους. Όσο περισσότερο βρωμάνε, τόσο καλύτερα και νοστιμότερα τυριά θεωρούνται - και είναι. Το θέμα είναι να ξεπεράσεις αυτή τη μπόχα, καθότι δεν είσαι φτιαγμένος για σεξ την ώρα που πας να φας το τυράκι σου.

- Πω ρε πούστη, τι βρωμάει έτσι;
- Το τυρί που αγόρασα να δοκιμάσουμε, αγάπη μου...
- Έχει μποχιάσει όλο το σπίτι κωλίλα!
- Πού να δεις τα χέρια μου τώρα που τό 'κοβα! Δεν φεύγει με τίποτα!
(και αρχίζει να τον κυνηγάει να του πιάσει τα μαλλιά. Μετά μπορεί να πέσει και κανα γαμησάκι, οπότε τελικά πάλι στα ίδια ερχόμαστε)

(από ironick, 20/05/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άτομο που η σύλληψη του δεν έγινε από μουνί όπως σε φυσιολογικούς ανθρώπους, αλλά από κώλο. Διπλής δράσης βρισιά γιατί ταυτόχρονα υπονοεί ότι η μάνα του την ανοίγει την πίσω πόρτα. Δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο να τη χρησιμοποιεί πατέρας για παιδί.

- Γιωργάκηηηηηηηηη! Έλα δω ρε κωλόπιασμα!
- Μην το λες έτσι το παιδί Μένιο μου.
- Ναι σιγά να μην το πληγώσω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυνανίζομαι μανιωδώς, πολλάκις της ημέρας, απανωτά και κατά κόρον, σε βαθμό ανησυχητικό, ακόμη και για γονείς προοδευτικών αντιλήψεων. Αναφέρεται σε άτομα της εφηβικής και μετεφηβικής ηλικίας που μπορούν να πετυχαίνουν υψηλά σκορ στο άθλημα.

  1. Κι αν το ίδιο παρακαλάει κάθε βράδυ κάποιος βάζελος για τη δική σου μαμά; Αν αύριο πεθάνει η μάνα σου επειδή ακούστηκαν οι προσευχές κάποιου βάζελου; Ωραία ε; Αγόρι μου έχεις τρελό εγκεφαλικό πρόβλημα… ζωή δεν έχεις; προβλήματα δεν έχεις; οικονομική κρίση δεν έχεις; το μόνο που σε νοιάζει είναι πώς θα γαμήσεις μάνες; Ποιο ζώο σε πότισε με τέτοιο οπαδιλίκι; Μάλλον σε έχει φάει η πολλή μαλακία επειδή δε γαμάς καμιά γκόμενα και μετά θες να γαμήσεις μάνες… το έχεις ματώσει το πετσάκι σου.

  2. Παρόλα αυτά… γιατί μερικοί μισθοφόροι του ΠΟΚ ματώνουν; Γιατί επίσης μερικοί Ελλαδίτες του ΠΟΚ ματώνουν; Βλέπεις π.χ. τον Πάντο… άμπαλος… αλλά τα δίδει όλα 110%... για αυτό και τον χειροκροτεί η εξέδρα ή τον Γεωργέα… ή τον Φον Δημητράκη.

Σε εμάς ποιος ματώνει πέρα από το πετσάκι του από την πολύ χρήση;
(από το νέτι)

Βλέπε και πέτσα, ματώνω, και σχήμα γνωστού αγνώστου για τον τύπο «το ματώνω».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εύγε νονέ acg, το λεξικό σ' ευχαριστεί για την πρότασή σου κι εγώ άλλο τόσο.

Μουνίλα λοιπόν, όπως είπε κι ο νονός, είναι η λέξη-βασίλισσα στο βασίλειο των -ίλα. Ευωδιαστή και βρωμερή βασίλισσα συνάμα και όχι σαν την κωλίλα που, βεβαίως, είναι μόνο δυσάρεστη (υποθέτω ακόμα και για τους κοπρολάγνους). Κατά κοινή παραδοχή όμως, δεν πρόκειται για καμιά υπέροχη οσμή, αλλιώς δεν θα τελείωνε σε -ίλα. Τό 'χουν αυτό όλες οι μυρωδιές που βγαίνουν από το σώμα ή όσες, όπως η φαγητίλα, κατευθύνονται προς αυτό. Η μουνίλα είναι μάλλον η μόνη σωματική μυρωδιά που ακόμα διατηρεί και θετικές πλευρές. Δεν τις έχει χάσει, όπως η ιδρωτίλα, η ποδαρίλα, η κωλίλα, η στοματίλα, κλπ. Σαν την φαγητίλα ή την ψητίλα, μπορεί να αρέσει και να προκαλέσει, τουλάχιστον μέχρι να περατωθεί η πράξη για την οποία σε καλεί. Μετά, όταν μένει πάνω σου, μπορεί και να γίνει εφιάλτης.

Είναι λοιπόν η μυρωδιά που βγαίνει από τα γυναικεία κολπικά υγρά και, κατ' επέκταση, απ' όλη την σχετική περιοχή του γυναικείου σώματος. Μπορεί να έχει μικρό βεληνεκές (δηλ. να πρέπει να φτάσουμε κοντά στην πηγή της για να την οσμιστούμε) αλλά και ευρύτατο, όπως όταν πχ. μπαίνουμε σε γυναικεία αποδυτήρια σε μέρα ζέστης, υγρασίας και συνωστισμού. Είναι κάτι αντίστοιχο της βαρβατίλας, με τη διαφορά ότι έχει μόνο κυριολεκτική σημασία ενώ η λέξη βαρβατίλα μπορεί να χρησιμοποιείται και μεταφορικά. Προσωπικά μου έχει τύχει να ακούσω μόνο από έναν άνθρωπο τη μεταφορική χρήση της λέξης («μου κάνει για μουνίλες αυτό το μέρος» είπε, και εννοούσε κάτι αντίστοιχο του αρχιδόκαμπου). Η λέξη χρησιμοποιείται στον πληθυντικό για εμφατικούς λόγους ή υποτιμητικά (βλ. παρ. 2)

Θετική όψη του φαινομένου:
η φρεσκοσαπουνισμένη ή αρωματισμένη μουνίλα (η γκόμενα μόλις έχει βγει από το ντους), όπου το σαπούνι υπερτερεί της σωματικής μυρωδιάς
η φρέσκια ή νεανική (η γκόμενα δεν είναι πάνω από 22), όχι τόσο βεβαρημένη από ουσίες συσσωρευμένες στον οργανισμό από τον χρόνο η μουνίλα της καβλοπυρέσσουσας γυνής (πρώτο πράμα, σε ποσότητα, άρα πάει έτσι και με την οσμή. Χτυπάει κάθε νεύρο της αντρικής ύπαρξης)
η μουνίλα υγιεινής διατροφής (της γυναίκας που τρέφεται μόνο με καρατσεκαρισμένες τροφές που κάνουν το μουνόχυμα να ευωδιάζει και μόνον. Σπάνιο είδος που συνεπάγεται μάλλον υστερική γκόμενα αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα.)

Η αμφισβητούμενη όψη του φαινομένου:
η μουνίλα της αγάμητης (άσπιλη, ανόθευτη, ιδανική, ή μήπως μπαγιατεμένη και βρωμούσα;;;)
Η μουνίλα της παρθένας (το ότι μας φτιάχνει είναι ιδέα μας ή τό 'χει;;;)

Τέλος, για όσους αντέξουν, η αρνητική όψη του φαινομένου:
Η άπλυτη μουνίλα (ξινή, επιθετική, με έντονη την απομυρουδιά των ούρων)
η σπερματομουνίλα (συνδυασμός σπερματίλας και μουνίλας. Φτούκακα. Ιδιαίτερα την επόμενη μέρα.)
η των τελευταίων ημερών της περιόδου μουνίλα (καμένο ντουί)
η μετά από κατανάλωση ψαρικών και θαλασσινών μουνίλα, κυρίως μετά την πέψη (καμένο ντουί)
η μουνίλα του τσιγάρου - σε ηλικίες άνω των 40 (δημόσια ουρητήρια)
η αλκοολική μουνίλα (σε γυναίκες άνω των 50)
η ιδρωμένη μουνίλα (μετά από πολύωρο περπάτημα το καλοκαίρι)
και το χειρότερο: η άρρωστη μουνίλα (από μύκητες και λοιπούς επισκέπτες του αιδοίου)

Γενικά: όποια ουσία πίνει ή καταπίνει η γυναίκα, μυρίζει και στα υγρά της όπως και στα ούρα της -και το σαπούνι δεν βοηθάει ιδιαίτερα στην περίπτωση αυτή. Πώς όταν, γυναίκες- άντρες, κατουράμε κόκκινο μετά από παντζάρι; Ή καλύτερα: πώς, όσο και να πλύνουμε τα δόντια μας, η σκορδίλα παραμένει; Οι άντρες οφείλουν να έχουν υπ' όψιν πως, καμιά φορά, όταν η γυναίκα λέει όχι είναι γιατί έχει τους λόγους της τους οποίους δεν γίνεται να εξηγήσει και πως η περιέργεια σκοτώνει τη γάτα.

Για πολλούς άντρες κάθε είδος μουνίλας είναι ευπρόσδεκτο αρκεί που είναι μουνίλα.
Για πολλούς άλλους είναι καταναγκαστικό έργο η επαφή μαζί της.
Γνωρίζω και κάποιον ο οποίος σιχαίνεται το σαπουνισμένο και θέλει το άπλυτο.

Όσο για τις γυναίκες, δεν έχουν και την πιο άριστη σχέση μαζί της. Κάνουν ό,τι μπορούν να την καλύψουν, με αποτέλεσμα μερικές φορές να δημιουργούν γυναικολογικά προβλήματα εκ του μη όντος. Υπάρχουν κοπέλλες, κυρίως οι νεότερες, οι οποίες λόγω απειρίας και έλλειψης ενημέρωσης, κινούμενες από την επιθυμία «να μη μυρίζουν», κάνουν τακτικά εξωτερική αλλά και εσωτερική πλύση του κόλπου με αντισηπτικά, με αποτέλεσμα να ξηραίνεται ο κόλπος και να είναι πιο ευάλωτος σε μικρόβια πάσης φύσεως. Έτσι φτάνουν ακριβώς στο αντίθετο αποτέλεσμα.

Αλλά για να τελειώσουμε ευχάριστα, η μουνίλα κάνει ωραίο χαρμάνι στα χέρια με άρωμα και μυρωδιά τσιγάρου. Ακόμα κι αν τα χέρια έχουν πλυθεί, βαστάει αρκετή ώρα. Και είναι μια ωραία ανάμνηση της στιγμής που μόλις πέρασε. Ίσως να έπρεπε να λέγεται αλλιώς εν τοιάυτη περιπτώσει και να μη φέρει αυτό το -ίλα.

Βασανίζω το μυαλό μου μήπως παρόλη τη διατριβή κάτι έχω ξεχάσει, αλλά if so, πιστεύω πως θα συνεισφέρετε αν χρειαστεί...

  1. - Καλά είσαι σοβαρός, δεν έχεις κάνει ποτέ σου γλειφομούνι;
    - Όχι κι ούτε πρόκειται. Σιχαίνομαι τη μουνίλα.
    - Μεγάλε, θες βοήθεια εσύ...

  2. - Πλύνε ρε μαλάκα τα μούτρα και τα χέρια σου, θα μυρίζεις μουνίλες και θα σε καταλάβει η Φρόσω ότι ξενοπήδηξες...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που εφαρμόζει την πρακτική της αιδοιολειχίας. Επειδή τα σκυλιά έχουν μεγάλες γλώσσες και γλείφουν πολύ. Αλλά και επειδή τα σκυλιά θεωρούνται κάπως υπηρέτες μας, αλλά και «καλοί φίλοι». Λέγεται για κάποιον, ο οποίος επιμένει λίγο υπερβολικά σε αυτήν την πρακτική. Και ίσως υποτιμητικά από κάποιους φοβικούς προς την vagina dentata. Επίσης, γενικά, ο μουνόδουλος, ο μουνάκιας.

Αυτός ο Περικλής έχει καταντήσει το μουνόσκυλο της Λίλιαν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εστιν ουν ξέκωλο, ανήρ έχων αιμοροεές εκ του πρωκτού κατερχόμενες, αιτιωδώς συσχετιζόμενες μετά των ερωτικών προτιμήσεων.

Ο Δημήτρης είναι ξέκωλο. (τελεία)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η μυρωδιά των παπαριών.

Δεν έχει απαραίτητα σχέση με το βαθμό καθαριότητάς τους αλλά έχει άμεση σχέση με το πόσο καιρό έχει να εκσπερματώσει ο κάτοχός τους. Εξού και η μεγάλη συνάφεια που έχει με τη βαρβατίλα.

- Ρε μαλάκες, δε γαμάτε που δε γαμάτε, δεν ανοίγετε κανά παράθυρο να φύγ' η παπαρίλα;
- Πολύ μυγιάγγιχτος μας το παίζεις ρε Φιρφιρίκο. Από άδεια γυρνάς ή μου φαίνεται;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία