Μία από τις πιο παλιές και πιο powerful εκφράσεις προσβολής, όπου κύριο θέμα είναι το σκατό, κάτι σαν το «να φας σκατά» (ή το αρβανίτικο «χάνα μουν»), αλλά σε πολύ πιο εξελιγμένη μορφή.

Σε γιαπί:
- Πιάσε ρε Κίτσο το σφυρί να 'ουμ.
- Χάνα μουν ρε
- Σκατά να φας, σκατά να πιεις, σκατά να πας να χέσεις, από σκατά να σηκωθείς και σε σκατά να ξαναπέσεις.
- ........!

(από tasurmata, 28/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οικιακό σκεύος της υψηλής κοινωνίας του περασμένου αιώνα, σε σχήμα χωνιού (όπως το χωνί στα παλιά γραμμόφωνα), το οποίο χρησίμευε στο να διοχετεύει τη βρώμα μιας κλανιάς που έπεφτε κάτω από τα σκεπάσματα, μακρυά από το κρεβάτι. Στις μέρες μας ο όρος χρησιμοποιείται υποτιμητικά για γυναίκες που πέφτουν στις παρακάτω κατηγορίες: μπάζο, σαύρα, μπουρούχα, γενικά γυναίκες που είναι για κλάσιμο μόνο και τίποτε άλλο.

(Σε δημοπρασία στο Sotheby's του Λονδίνου)

Το επόμενο αντικείμενο της συλλογής Γλύξμπουργκ, νούμερο 324 στους καταλόγους σας, η χειροποίητη ασημένια κλανιόλα του Βασιλέως Γεωργίου του Β', κατασκευασμένη από τον οίκο Bochler (μπόχλερ) του Αμβούργου το 1894. Τιμή εκκίνησης 75000 στερλίνες. Ακούω 75000;

βλ. και κλανοπότηρο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μπανιαρισμένος στα σκατά. Χρησιμοποιείται ως όρος όταν δεν υπάρχει αίσθηση της πρωτοτυπίας στο μπινελίκι. Ζώα.

Μπήκε στο σπίτι μου ο σκατιάρης και έκανε ένα μήνα να ξεμυρίσει η σκατίλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτή η οποία κατουριέται πάνω της ή/και χαρακτηρισμός για την γυναίκα/κοριτσάκι που έχει μια ιδιαίτερη σχέση με τα ούρα, κυρίως τα δικά της.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως προσβολή για κάποια γυναίκα που δεν έχει ιδιαίτερα καλή σχέση με την καθαριότητα και η μυρωδιά της ή/και του σπιτιού της θυμίζει ούρα. (Παρ.1)

Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως χαριτωμένη προσφώνηση για κάποιο μικρό κορίτσι που δεν συγκρατεί τα ούρα του. (Παρ.2)

Μεταφορικά, η κατρουλού είναι η φοβητσιάρα. (Παρ.3)

  1. Συζήτηση στην πλατεία του χωριού: - Φίλε, πέρασα από την αυλή της Πόπης για να κόψω δρόμο και δεν φαντάζεται τι μπόχα έβγαινε... κόντεψα να ξεράσω.
    - Σοβαρά;;
    - Ναι, σαν δημόσια τουαλέτα ήταν. - Ε την βρωμιάρα, καλά κάνουν και την φωνάζουν κατρουλού.
    - Μια θειά μου έλεγε ότι κατουράει στο κρεβάτι της η σιχαμένη.

  2. Συζήτηση μεταξύ νέων γονέων: - Αγάπη μου μπορείς να πας μέσα να δεις γιατί κλαίει η μπέμπα;;
    - Αμέ, πάω τώρα.
    3-4 λεπτά μετά.
    - Ε την κατρουλού πάλι πάνω της τα έκανε..
    - Την άλλαξες τουλάχιστον;;
    - Ασφαλώς.

  3. Συζήτηση από το τηλέφωνο: - Τελικά θα έρθεις να με πάρεις από τον σταθμό;;
    - Τι έγινε, κατρουλού μου, πάλι φοβάσαι;;
    - Ξεκόλλα ρε... θα είναι μεσάνυχτα και δεν ψήνομαι να περπατάω μόνη μου...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για ρητορική ερώτηση-βρισίδι, την οποία μπορούμε να απευθύνουμε σε κάποιον, αν τύχει να προβλέψει ένα δυσάρεστο για εμάς γεγονός.

Ένα πιθανό σενάριο σχετικά με την προέλευση της φράσης είναι το εξής:

Τα πολύ-πολύ παλιά χρόνια, στο μαντείο των Δελφών, όταν βεβαίως δούλευε ακόμα το «μαγαζί», προετοιμαζόμενη η Πυθία ώστε να έρθει «σε φάση» για να δώσει χρησμό, εισέπνεε τις αναθυμιάσεις που ανέδιδε η καύση ψυχοτρόπων ουσιών και (αυτό μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα στην περίπτωσή μας) μάσαγε και μερικά φύλλα δάφνης. Τώρα, είτε οι δάφνες τής έδιναν μεγαλύτερη έμπνευση, είτε απλά έπρεπε να βάλει κάτι στο στόμα της για τη λιγούρα, η πράξη αυτή, δηλαδή το μασούλημα, αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι του τελετουργικού-μαστούρας.

Τη σήμερον ημέρα, τα φύλλα δάφνης φαντάζουν υπερβολικά «γκουρμέ» και ανώδυνα σαν επιλογή, ειδικά όταν στόχος μας είναι να κατηγορήσουμε ως μάντη κακών ειδήσεων και γκαντεμω-Πυθία κάποιο συνομιλητή μας. Έτσι, αντί για μυρωδικά, τοποθετούμε (φραστικά) σκατά στο στόμα του (αρκούντως μυρωδάτα κι αυτά) αποκομίζοντας με αυτό τον τρόπο διπλό όφελος... Αφ’ ενός του αποδίδουμε ευθύνη ότι και καλά, εκείνος το γρουσούζεψε το πράγμα (είναι δυνατόν άλλωστε να έχει κανείς θετική ενόραση έχοντας σκατά αντί για φύλλα δάφνης στο στόμα;) και αφ’ ετέρου εκτονώνουμε τον θυμό μας, βρίσκοντας στο πρόσωπό του κάποιον να ξεσπάσουμε! Αδίκως, βεβαίως, αλλά τι να κάνουμε; Κάποιος (άλλος) πρέπει πάντοτε να «πληρώνει τη νύφη» στο τέλος...

  1. - Αφού φαινότανε η φάση ρε γαμώτη μου… Στο ’χα πει ότι θα το τρώγαμε το γκολάκι στο 90’…
    - Το ’πες… Το ’πες, που να μην έσωνες να το πεις… Μα καλά… Σκατά είχες στο στόμα σου ρε πούστη μου;;;;;

  2. Πρόταση σερβιρίσματος… έεεε… ήθελα να πω, προφοράς:
    Σσσσκαατά είχες στο στόμα σου ρε πούστη μου;
    α. Το Σ, μακρόσυρτο… χορταστικό… β. Το πρώτο Α, λίιιιγο τραβηγμένο, και γ. Το τελικό Α, κοφτό και με έντονο τονισμό. (Το «ρε πούστη μου» είναι προαιρετικό)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες λαδοπoντικών:

A. [i]Λαδόποντιξ ο λίγδας[/i]

Ο εν λόγω 'πόντικας ενδέχεται να είναι λιγδοπρεπής επειδή:

  • Είναι εκ πεποιθήσεως άπλυτος και τσακωμένος με τα σαπούνια,
  • Επέλεξε λιγδογόνο επάγγελμα (πχ ψήστης, μηχανικός αυτοκινήτων, κα). Ανάλογα με τις διπλωματικές του σχέσεις με το Ρεξόνα, συχνά παραμένει λαδοπόντικας και εκτός ωραρίου,
  • Είναι βικτιμάς υπερβολικού τζελαρίσματος ή κακής χρήσης άλλου προϊόντος καλλωπισμού.

Β. Λαδο[i]ποντίξ ο τρωκτικός[/i]

Το λιγδερό λουκ δεν είναι ούτε απαραίτητη αλλά ούτε και ικανή συνθήκη για να χαρακτησιστεί τις λαδο[i]πόντικας[/I]. Οι κύριες υποκατηγορίες, σε αύξουσα σειρά κυριολεκτικής τρωκτικοσύνης, είναι:

  • Ο τσιφούτης γερολαδάς του χωριού, ο οποίος εκμεταλλεύεται την μονοπωλιακή του θέση πουλώντας ληγμένα γάλατα προς € 2 το λίτρο. Συνήθως λειτουργεί και ως τοκογλύφος ή/και παιδεραστής ή/και μαστρωπός του χωριού,
  • Το πάντα διψασμένο γιά έλαια κρατικό τρωκτικό (εφοριακός, ιατρός, πολεοδόμος, κλπ) που κάνει τον βίο αβίωτο σε όσους δεν το λαδώσουν με γρηγορόσημο,
  • Διάφοροι καθηγητάδες κ.α. pop ταγοί με αρρωστημένα μυαλά που ακατάσχετα παπαρολογούντα αναπόδεικτα μη-επιχειρήματα τους στο απυρόβλητο. Εκτός Ελλάδος (ίσως και Γαλλίας), αναγκαστικά θα ακολουθούσαν άλλο επάγγελμα,
  • Άτομα που σμιλεύουν την κοινή γνώμη, με κυρίαρχους τους μουμουέδες δημοσιοκάφρους οι οποίοι κυνικά παραδέχονται ότι έχουν, στην καλύτερη περίπτωση, σκοτώσει την μάνα τους,
  • Οι κακώς εννοούμενοι άρχοντες της πολιτικής, του κομματικού παρακράτους, της εκκλησίας και της αγοράς που νέμονταιτα δημόσια και κοινοτικά ταμεία εις βάρος του κερασφόρου φορολογουμένου.

A. Λάδοποντικες

- Ειχα και εγω CBR 400 RR και με εξαιρεση προβλημα με το ρευμα (ανορθωτες) δεν ειχε παρουσιασει τιποτα άλλο (...) σιγουρα μου εκανε ολα τα γουστα και χωρις να φτανω στα ραντεβου με τα πιπινια σαν λαδοποντικας...
(από εδώ)

- Κερι μαλλιων: Το χρησιμοποιουμε (με φειδω για να μην καταληξουμε σα λαδοποντικες).
(από εδώ)

Β. Λαδοπόντικες

- Σιχαμα, γαυρος, ψευτοδιανοουμενοαριστερος λαδοποντικας (της ρατσας Ψαριανου δλδ).
(από εδώ)

- Τα λεφτά που είναι; τα λεφτά που πήραν όσοι τα πήραν αυτοί οι κύριοι στην Ελλάδα από την ζίμενς αυτά που είναι; Εδώ μιλάμε για 200.000.000 εκατομμύρια ευρω λαδωμένα, ποίοι τα πήραν, πια κόμματα, πια αποκόμματα, ποιοι πολιτικοί είναι λαδοποντικες; Δεν με νοιάζει αν είναι πασόκος, νεοδημοκράτης, κουκουέ, σύριζα, Λαός, ΑΥΤΑ αν δεν βρεθούνε θα τα βρίσκετε μπροστά σας όλοι οι πολιτικοί όλων των κομμάτων, και όταν περνάτε από της εκλογικές σας περιφέρειες θα τρώτε πολλές ροχάλες...
(από εδώ)

- Εχουν πιαστει γιατροι με φακελακια, μηχανικοι να λαδωνονται στις πολεοδομιες, εφοριακοι, λαδοποντικες και σπανια καποιος απο αυτους απολυεται μετα απο πολυχρονες μαλιστα διαδικασιες.
(από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λήμμα αυτό φέρει δύο ευρύτερες έννοιες:

  • Της λεκάνης τουαλέτας και δη της όρθιας (οθωμανικού τύπου),
  • Του δειλού χέστη, κατά το χεσμεντέν.

Εκ του αρχαίου χέζω («αφοδεύω»).

Πρώτη έννοια
Σηκώνομαι από την λεκάνη με δυσκολία, κρατιέμαι από τα γαλάζια πλακάκια, ισορροπώ, γλιστράω. Αντί να πέσω, εκμεταλλεύομαι το παιχνίδι που παίζουν τα κόκαλα μου με την βαρύτητα, κερδίζω το στοίχημα, χρησιμοποιώ σωστά το βάρος που κατά λάθος μετατοπίστηκε, γυρίζω προς τον χεσμετζέ, σκύβω μέσα στην λεκάνη, η πορσελάνη αγκαλιάζει το κεφάλι μου σαν δεύτερο κρανίο, το πρόσωπο μου μόλις μερικά εκατοστά πάνω από τα μαλακά σκατά που μόλις έκανα.
(από εδώ)

Δεύτερη έννοια
Ο παππούς μου λέει πως κατά βάθος είναι ευαίσθητος και διψασμένος για ζωή σαν όλους τους ανθρώπους, μα δεν το ξέρει κι ούτε το μπορεί. ''Θύμα του εαυτού του'', έτσι τον ονομάζει στις καλές του, ή σκέτα ''χεσμετζέ'' τις καθημερινές.
(από εδώ)

(από nick, 03/04/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το γνωστό δοχείο που έβαζαν στα παλιά χρόνια κάτω απ' το κρεβάτι για να αντιμετωπίζουν τις ακάλεστες, αιφνίδιες επισκέψεις της νυχτερινής ενούρησης (κυρίως αυτής, γιατί άμα τους ερχόταν να κάνουν το χοντρό τους βραδιάτικα, τότε ίσχυε το «χέσε μέσα» με όλη του τη σημασία).

Αναγκαίο σκεύος υγιεινής τότε που τα σπίτια δεν διέθεταν καμπινέδες. Ευτυχώς οι απολίτιστοι αυτοί καιροί παρήλθαν ανεπιστρεπτί, έπειτα από δικαιωμένους κοινωνικοπολιτικούς αγώνες, λάβαρο και ένδοξο σύμβολο των οποίων υπήρξε ο μπιντές, κι έτσι σήμερα εμείς οι πολιτισμένοι απολαμβάνουμε καμπινέδες με ιλουστρασιόν πλακάκια, επώνυμα είδη υγιεινής, τζακούζι, χαμάμ και τα λοιπά απαραίτητα είδη κάθε αξιοπρεπούς σπα.

Η χρήση του καθικιού έχει περιοριστεί πλέον στα νήπια που βρίσκονται στο μεταβατικό στάδιο από την πάνα προς στη λεκάνη της τουαλέτας και ως τέτοιο αποκαλείται σαχλά και δήθεν ευγενικά «γιο-γιο».

Και τα παλιά χρόνια όμως για λόγους ευπρέπειας, το καθίκι λεγόταν «δοχείο νυκτός». Ευπρέπεια ωστόσο που δεν εμπόδισε τη μεταφορική χρήση της λέξης ως βρισιά. Τόσο κλασική και διαδεδομένη πια που δεν αποτελεί καν αργκό, αλλά δεν παύει, ακόμη και σήμερα, κάτω από ειδικές περιστάσεις να είναι ιδιαιτέρως προσβλητική. Σε υπερθετικό βαθμό, ο βρωμιάρης / -α στους τρόπους και κυρίως στο ήθος αποκαλείται και καθίκι «άπλυτο» ή «λερωμένο».

Άλλη χρήση της λέξης γίνεται, ως παρομοίωση, για τα δεικτικού σχήματος καπέλα και γενικά υπερβολικά αξεσουάρ που κοσμούν το κεφάλι και κάνουν τον φέροντα να παρουσιάζει ένα γελοίο θέαμα. Κατά προέκταση, καθίκια λέμε τα πάσης φύσεως κέρατα (ιδίως τα μεγαλόσχημα που είναι κατασκευασμένα από πολύτιμα μέταλλα και κοτρώνες) που φοράει το παπαδαριό στο κεφάλι, όπως καλυμμαύκια, μήτρες, τιάρες κ.λπ.

Μία ακόμη και σχετικά πιο πρόσφατη χρήση της λέξης γίνεται με χαϊδευτικό ύφος όταν πειράζουμε αθώα κάποιον -και χωρίς προφανή λόγο («είσαι ένα καθίκι εσύ!» π.χ. προς ένα χαριτωμένο παιδάκι), αλλά συνήθως σε περιπτώσεις που ο άκακος μπαγαμπόντης προδίδεται για κάτι ασήμαντο και αστείο συνήθως (βλ. παράδειγμα 4).

Γράφεται και καθήκι, προέρχεται από το κάθημαι ή το καθίζω και συνώνυμό του είναι το αγγειό (μάλλον γιατί αρχικά κατασκευαζόταν από πηλό, ενώ η ίδια λέξη, αγγειό ή 'γγειό, μάλλον περιγράφει και άλλα κεραμικά οικιακά σκεύη). Με τη μεταφορική έννοια, της βρισιάς, σχηματίζεται το αρσενικό ο «καθήκης» αλλά και το λιγότερο συνηθισμένο θηλυκό η «καθηκού».

1 – κυριολεκτικά:
Αγλαΐα, το καθίκι! χέζεται το πιτσιρίκι!

2 – μεταφορικά:
- Αυτοί οι Παπαδοπουτσοπουλέοι είναι σαν την «εταιρεία δολοφόνων» ένα πράμα, το 'χουν πάρει γραμμή να γιατροπορεύουν γερόντια και καλά, αλλά στην ουσία τα ξεπουπουλιάζουν...
- Γνωστό κωλόσογο απ' τα παλιά, από πάππο προς πάππο όλοι τους καθίκια άπλυτα! Απ' όπου και να τους πιάσεις λερώνεσαι!

3 – μεταφορικά (για καπέλο):
- Τι, έτσι θα 'ρθεις στη θάλασσα; μ' αυτό το καθίκι στο κεφάλι; Ρεζίλι θα γίνουμε!
- Καλά εσύ κάτσε παραπέρα και κάνε ότι δεν με ξέρεις!

4 – πειραχτικά-χαιδευτικά:
- Είδες χτες Μαμαλάκη;
- Πφφφ… αμάν με το Μαμαλάκη κι εσύ πια. - Βρε είχε ένα κατσικάκι στη γάστρα άλλο πράμα σου λέω, μου τρέχανε τα σάλια!
- Αρνάκι ήταν!
- Α ώστε τό 'δες κι εσύ, καθίκι, ε καθίκι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι το αέριο. Επίσης μπορείς να το χρησιμοποιήσεις σε άλλες περιπτώσεις. Για παράδειγμα, μπορείς να το πεις τη στιγμή που κάποιος πεταχτεί από το πουθενά και πει τη γνώμη του ή την ιδέα του.

-Τι λέτε να πάμε όλοι μαζί;
-Σταμάτα ρε να πετάγεσσαι σαν τη πορδή!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δηλωτικά, σημαίνει την σερβιέτα, το πανί περιόδου. Συνυποδηλωτικά, όμως, σημαίνει τη γυναίκα-σίχαμα ή απλά μη αρεστή σε εμάς.

- Άι σιχτίρ ρε μουνόπανο!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία