Εύγε νονέ acg, το λεξικό σ' ευχαριστεί για την πρότασή σου κι εγώ άλλο τόσο.

Μουνίλα λοιπόν, όπως είπε κι ο νονός, είναι η λέξη-βασίλισσα στο βασίλειο των -ίλα. Ευωδιαστή και βρωμερή βασίλισσα συνάμα και όχι σαν την κωλίλα που, βεβαίως, είναι μόνο δυσάρεστη (υποθέτω ακόμα και για τους κοπρολάγνους). Κατά κοινή παραδοχή όμως, δεν πρόκειται για καμιά υπέροχη οσμή, αλλιώς δεν θα τελείωνε σε -ίλα. Τό 'χουν αυτό όλες οι μυρωδιές που βγαίνουν από το σώμα ή όσες, όπως η φαγητίλα, κατευθύνονται προς αυτό. Η μουνίλα είναι μάλλον η μόνη σωματική μυρωδιά που ακόμα διατηρεί και θετικές πλευρές. Δεν τις έχει χάσει, όπως η ιδρωτίλα, η ποδαρίλα, η κωλίλα, η στοματίλα, κλπ. Σαν την φαγητίλα ή την ψητίλα, μπορεί να αρέσει και να προκαλέσει, τουλάχιστον μέχρι να περατωθεί η πράξη για την οποία σε καλεί. Μετά, όταν μένει πάνω σου, μπορεί και να γίνει εφιάλτης.

Είναι λοιπόν η μυρωδιά που βγαίνει από τα γυναικεία κολπικά υγρά και, κατ' επέκταση, απ' όλη την σχετική περιοχή του γυναικείου σώματος. Μπορεί να έχει μικρό βεληνεκές (δηλ. να πρέπει να φτάσουμε κοντά στην πηγή της για να την οσμιστούμε) αλλά και ευρύτατο, όπως όταν πχ. μπαίνουμε σε γυναικεία αποδυτήρια σε μέρα ζέστης, υγρασίας και συνωστισμού. Είναι κάτι αντίστοιχο της βαρβατίλας, με τη διαφορά ότι έχει μόνο κυριολεκτική σημασία ενώ η λέξη βαρβατίλα μπορεί να χρησιμοποιείται και μεταφορικά. Προσωπικά μου έχει τύχει να ακούσω μόνο από έναν άνθρωπο τη μεταφορική χρήση της λέξης («μου κάνει για μουνίλες αυτό το μέρος» είπε, και εννοούσε κάτι αντίστοιχο του αρχιδόκαμπου). Η λέξη χρησιμοποιείται στον πληθυντικό για εμφατικούς λόγους ή υποτιμητικά (βλ. παρ. 2)

Θετική όψη του φαινομένου:
η φρεσκοσαπουνισμένη ή αρωματισμένη μουνίλα (η γκόμενα μόλις έχει βγει από το ντους), όπου το σαπούνι υπερτερεί της σωματικής μυρωδιάς
η φρέσκια ή νεανική (η γκόμενα δεν είναι πάνω από 22), όχι τόσο βεβαρημένη από ουσίες συσσωρευμένες στον οργανισμό από τον χρόνο η μουνίλα της καβλοπυρέσσουσας γυνής (πρώτο πράμα, σε ποσότητα, άρα πάει έτσι και με την οσμή. Χτυπάει κάθε νεύρο της αντρικής ύπαρξης)
η μουνίλα υγιεινής διατροφής (της γυναίκας που τρέφεται μόνο με καρατσεκαρισμένες τροφές που κάνουν το μουνόχυμα να ευωδιάζει και μόνον. Σπάνιο είδος που συνεπάγεται μάλλον υστερική γκόμενα αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα.)

Η αμφισβητούμενη όψη του φαινομένου:
η μουνίλα της αγάμητης (άσπιλη, ανόθευτη, ιδανική, ή μήπως μπαγιατεμένη και βρωμούσα;;;)
Η μουνίλα της παρθένας (το ότι μας φτιάχνει είναι ιδέα μας ή τό 'χει;;;)

Τέλος, για όσους αντέξουν, η αρνητική όψη του φαινομένου:
Η άπλυτη μουνίλα (ξινή, επιθετική, με έντονη την απομυρουδιά των ούρων)
η σπερματομουνίλα (συνδυασμός σπερματίλας και μουνίλας. Φτούκακα. Ιδιαίτερα την επόμενη μέρα.)
η των τελευταίων ημερών της περιόδου μουνίλα (καμένο ντουί)
η μετά από κατανάλωση ψαρικών και θαλασσινών μουνίλα, κυρίως μετά την πέψη (καμένο ντουί)
η μουνίλα του τσιγάρου - σε ηλικίες άνω των 40 (δημόσια ουρητήρια)
η αλκοολική μουνίλα (σε γυναίκες άνω των 50)
η ιδρωμένη μουνίλα (μετά από πολύωρο περπάτημα το καλοκαίρι)
και το χειρότερο: η άρρωστη μουνίλα (από μύκητες και λοιπούς επισκέπτες του αιδοίου)

Γενικά: όποια ουσία πίνει ή καταπίνει η γυναίκα, μυρίζει και στα υγρά της όπως και στα ούρα της -και το σαπούνι δεν βοηθάει ιδιαίτερα στην περίπτωση αυτή. Πώς όταν, γυναίκες- άντρες, κατουράμε κόκκινο μετά από παντζάρι; Ή καλύτερα: πώς, όσο και να πλύνουμε τα δόντια μας, η σκορδίλα παραμένει; Οι άντρες οφείλουν να έχουν υπ' όψιν πως, καμιά φορά, όταν η γυναίκα λέει όχι είναι γιατί έχει τους λόγους της τους οποίους δεν γίνεται να εξηγήσει και πως η περιέργεια σκοτώνει τη γάτα.

Για πολλούς άντρες κάθε είδος μουνίλας είναι ευπρόσδεκτο αρκεί που είναι μουνίλα.
Για πολλούς άλλους είναι καταναγκαστικό έργο η επαφή μαζί της.
Γνωρίζω και κάποιον ο οποίος σιχαίνεται το σαπουνισμένο και θέλει το άπλυτο.

Όσο για τις γυναίκες, δεν έχουν και την πιο άριστη σχέση μαζί της. Κάνουν ό,τι μπορούν να την καλύψουν, με αποτέλεσμα μερικές φορές να δημιουργούν γυναικολογικά προβλήματα εκ του μη όντος. Υπάρχουν κοπέλλες, κυρίως οι νεότερες, οι οποίες λόγω απειρίας και έλλειψης ενημέρωσης, κινούμενες από την επιθυμία «να μη μυρίζουν», κάνουν τακτικά εξωτερική αλλά και εσωτερική πλύση του κόλπου με αντισηπτικά, με αποτέλεσμα να ξηραίνεται ο κόλπος και να είναι πιο ευάλωτος σε μικρόβια πάσης φύσεως. Έτσι φτάνουν ακριβώς στο αντίθετο αποτέλεσμα.

Αλλά για να τελειώσουμε ευχάριστα, η μουνίλα κάνει ωραίο χαρμάνι στα χέρια με άρωμα και μυρωδιά τσιγάρου. Ακόμα κι αν τα χέρια έχουν πλυθεί, βαστάει αρκετή ώρα. Και είναι μια ωραία ανάμνηση της στιγμής που μόλις πέρασε. Ίσως να έπρεπε να λέγεται αλλιώς εν τοιάυτη περιπτώσει και να μη φέρει αυτό το -ίλα.

Βασανίζω το μυαλό μου μήπως παρόλη τη διατριβή κάτι έχω ξεχάσει, αλλά if so, πιστεύω πως θα συνεισφέρετε αν χρειαστεί...

  1. - Καλά είσαι σοβαρός, δεν έχεις κάνει ποτέ σου γλειφομούνι;
    - Όχι κι ούτε πρόκειται. Σιχαίνομαι τη μουνίλα.
    - Μεγάλε, θες βοήθεια εσύ...

  2. - Πλύνε ρε μαλάκα τα μούτρα και τα χέρια σου, θα μυρίζεις μουνίλες και θα σε καταλάβει η Φρόσω ότι ξενοπήδηξες...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

A. Εννοείται πως, πρώτ' απ' όλα, σκατίλα είναι η μυρουδιά του σκατού, η οποία, μια πουτάνα φέραμε, είναι λογιών λογιών:

α. σκατίλα η Παιδική. Τα καθαρά σκατά, τα αμόλυντα από ουσίες και κακή διατροφή. Κατά την ταπεινή μου, είναι τα πιο βρωμερά, ακριβώς γιατί αναδίνουν αυτή την παρθενίλα (περί ης ετοιμάζεται λήμμα, όσον ούπω). Προσώπικλυ, αυτή η παρθενέ σκατίλα με απωθεί πολύ περισσότερο από αυτήν του ενηλίκου που δεν εμπεριέχει ούτε ένα ψήγμα αθωότητας και καθαρότητας πια. Τώρα γιατί να είναι περισσότερο απωθητική μια «καθαρή» ανθρώπινη μπόχα από μια σιτεμένη, είναι ένα θέμα. Μάλλον επειδή η πρώτη μας φέρνει πίσω στον χρόνο κατά τον οποίον η καθαρότητά μας (σχετικό κι αυτό, τεσπα) ήταν έκδηλη (δεν κρύβεται ένα παιδί, τουλάστιχον όχι όσο ένας ενήλικας, ή τεσπα όχι συνειδητά) και πάντως προσωρινή: θα ερχόντουσαν θύελλες την επαύριο να μας σαρώσουν, κι αυτό δεν το ξέραμε τότε, και το γεγονός ότι τώρα ξέρουμε ότι δεν το ξέραμε αυτό που ξέρουμε, μας φέρνει θλίψη, και η μυρουδιά γίνεται δυσβάσταχτη, λέω εγώ.

β. σκατίλα η Ενήλικη: Η λεπτή και εξασκημένη μύτη μπορεί να διακρίνει όσα και ο μικροβιολόγος στο εργαστήριό του: τι έφαγε, τι κάπνισε, τι ήπιε, αν έχει πάρει φάρμακα ο χέσας, πόσων ετών (σε ποια δεκαετία της ζωής του) είναι.

γ. σκατίλα η Γεροντική: μυρίζει πάνω απ' όλα φαρμακείο. Από τις πιο μπάσταρδες μυρωδιές έβερ. Έχει κάτι προς την παιδική σκατίλα, καθότι ο ηλικιωμένος έχει κόψει τα πολλά-πολλά (τσιγάρα, ξίδια, μπαχαρικά, γλυκά και ταλιμπάν) και τρώει ελαφρά και νοσοκομειακά συχνάκις, πλην αλλ' όμως είναι τίγκα στα φάρμακα και στις βιταμίνες. Όλ' αυτά, μαζί με το γήρας του εντέρου, δίνουν μια περίπλοκη μυρωδιά, η οποία αντιστοιχεί στην όποια ωριμότητα του εν λόγω ατόμου (πες μου πώς μυρίζεις να σου πω ποιος είσαι).

Η γεροντική σκατίλα φέρνει την κατάθλιψη στον μυρίζοντα, γιατί σημαίνει το τέλος της ανεμελιάς του, καθότι ο γέρος του οδεύει προς την οδό που δεν θέλει να διαβεί κανείς.

δ. σκατίλα η Κοινή, άλλως η τουαλετίλα των δημόσιων χώρων, που συνοδεύεται από ένα χμου χλωρίνης και, τον παλιό καλό καιρό (τότε που γαμιόσαντενε οι καπνισταί στας τουαλέτας και αφήνανε το τσιγάρο να καίει στο καζανάκι), τσιγαρίλας.

Ό,τι περιγράψαμε εδώ για την σκατίλα, ισχύει και για την κατρουλίλα, και την ιδρωτίλα.

===========

B. Σκατίλα όμως σημαίνει και άλλο πράμα, για το οποίο δεν έχω τόσο πολλά να πώ όσο για τα παραπάνω, δίνει όμως πολύ περισσότερα παραδείγματα ο γούγλης (βλ. παρ. 2-6) κι έτσι εξισορροπείται το πράμα:

α. κακή διάθεση, μαυρίλα, νταούνιασμα.

β. η σκατοκατάσταση γενικά. Όταν δηλαδή η φάση / η πχιόττα / επίπεδο είναι σκατά

γ. το αδιέξοδο, ο βούρκος, το τέλμα, όταν έχεις πέσει μες τα σκατά.

γ. η σφηκοφωλιά, η κλίκα που βρωμάει και ζέχνει λαμογιά.

  1. Πρόκειται για ένα παλιό κτήριο (όχι νεοκλασικό φυσικά) και παίζει να έχουν περάσει εκατοντάδες φοιτητές σε κάθε δωμάτιο. Οι κοινές κουζίνες και μπάνια είναι αρκετά βρώμικα και ξεχαρβαλωμένα. Σίγουρα δεν πιάνει την αστρονομική σκατίλα των κοινόχρηστων τουαλετών στον Ελληνικό στρατό, μιας που εδώ οι τουαλέτες καθαρίζονται από το προσωπικό. Όμως, πάντα και παντού μέσα σε τέτοια κτήρια, υπάρχουν τα γουρούνια που δεν έμαθαν ποτέ να σέβονται τον άλλον.

  2. Νιώθω ότι αν είχα κάποιον άλλο μαζί μου, αυτό το βάρος της σκατίλας θα είχε διασκορπιστεί πολύ καλύτερα.

  3. Θα ξεκινήσω με μια μικρή αναδρομή στα τέλη των 90's και στις αρχές του μιλένιουμ...Συναντάμε μια μουσική βιομηχανία βουτηγμένη στη σκατίλα των γαμημένων δισκογραφικών,όπου αν δεν έστηνες κωλαράκι ή αν δεν υπέκυπτες στις ομοφυλοφιλικές τάσεις μάνατζερέων και παραγωγών δεν έβλεπες καριέρα ούτε από την κλειδαρότρυπα του Μάκη..

  4. Λίγο τα κοψίματα εισητηρίων, λίγο η ριζούπολη, λίγο η κόντρα των συνδέσμων, λίγο το παγωμένο και αντιοπαδικό ΟΑΚΑ, λίγο (πολύ μάλλον) η μόνιμη σκατίλα στην οποία βρισκόμαστε αγωνιστικά την τελευταία δεκαετία ( με ελάχιστες εξαιρέσεις) μας έχουν οδηγήσει σ αυτα τα λόγια και τα αισθήματα.

  5. ...με απογοήτευσε κάπως ο νόμος. Αντιλαμβάνομαι ότι μελετήθηκε με σκοπό τη δικαιότερη αντιμετώπιση των χρηστών, την αποσυμφόρηση των φυλακών και την πραγματική δίωξη των μεγαλεμπόρων του αληθινού θανάτου, των χαπιών, της πρέζας κι όλης αυτής της σκατίλας, που άμα πέσεις μέσα, είναι μεγάλο ζόρι να βγεις

  6. Δημόσια ξε-δημόσια όμως, η ΕΡΤ είναι εταιρεία που προσπαθεί να «πιάσει» λίγο στην σκατίλα και τα ιδωτικά κανάλια...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα σκατά, το σωματικό περίσσευμα της καθημερινής μας διατροφής, είναι κάτι το ανεπιθύμητο, απόβλητο, βρωμερό και δυσάρεστο στην όψη, δύσκολο στην αποβολή του από το σώμα για τους περισσότερους ανθρώπους του κόσμου για πολλούς λόγους: γιατί είναι δυσκοίλιοι, γιατί δεν έχουν τουαλέτα τη στιγμή που την χρειάζονται, γιατί δεν διαθέτουν τον απαραίτητο χρόνο και την δέουσα ησυχία και ηρεμία να το παλέψουν το θέμα, ή επειδή απλώς είναι σκατοφοβικοί. Ποιος το περίμενε λοιπόν ότι σε όλες τις γλώσσες του κόσμου τα σκατά θα αποκτήσουν την πρώτη θέση στο λεξιλόγιο των πάντων... Ακόμα και όσοι δεν θέλουν να είναι αθυρόστομοι, στο στόμα τους τα έχουν με την πρώτη ευκαιρία. Εκεί χτυπά η καρδιά της οικουμένης περισσότερο. Εκεί ταυτίζεται η ανθρωπότητα. Στο σύμβολο κάθε απολύτως ανεπιθύμητης κατάστασης. Στα σκατά. Μerde, αναφωνεί ο γάλλος, shit λέει ο άγγλος, scheiße ο γερμανός, гавно ο ρώσος, τα ίδια σκατά λοιπόν για όλους.

Αντί παραδείγματος διαβάστε το κείμενο της φωτό, το οποίο (παρεμπιπτόντως και επί τη ευκαιρία) αναφέρει κι ένα σωρό άλλες εκφράσεις προς επεξεργασία. Εγώ διάλεξα τα σκατά, που είναι ιδιαιτέρως προσφιλές θέμα στο σάιτ αυτό.

(από GATZMAN, 21/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Για να ξεπαρθενευτείτε και όσοι ελάχιστοι (;) ακόμα θεωρείτε τα πάντα γύρω από το σεξ και την γυναίκα να περιβάλλονται με το θερμό κόκκινο χρώμα του πάθους, έχω να σας μιλήσω για «τα καφέ». Ή «τα σκούρα», ή «τα τελευταία».

Είναι το απολειφάδι αίματος που εμφανίζεται στην σερβιέτα ή ακόμα χειρότερα στο βρακί κατά το ξεκίνημα ή το τελείωμα της περιόδου (όταν η ροή δεν είναι κανονική), ή στα μισά του κύκλου (για διάφορους λόγους, ωορρηξία, πρόβλημα, εγκυμοσύνη, άλλα) ή, τέλος, στην φάση της κλιμακτηρίου (εκτός αν πλημμυρίζεις, που είναι η άλλη πιθανή εκδοχή, όσο ξέρω).

Τα καφέ είναι μια απεχθής κατάσταση που μποχάει, που δεν λέει να τελειώσει (μπορεί να κρατήσουν μέεεερες), που αποτελεί δυσάρεστο συναπάντημα για τον άντρα, ο οποίος σα μαλάκας δεν εννοεί να σε πιστέψει ότι δεν έχει τελειώσει η περίοδος και νομίζει ότι κάνεις κορδελάκια γιατί δεν τον θέλεις και τελικά την πατάει όταν δει μπροστά του (στο γλειφομούνι) ή πάνω στον περί πολλού θεωρούμενο πέοντά του τα σιχαμερά μεζεδάκια που θυμίζουν σπληνάντερα (αυτό το τελευταίο: κλόπυράιτ Μες).

  1. – Τι έγινε με τον γυναικολόγο, όλα καλά;
    – Το ανέβαλα, ακόμα δεν μου έχει τελειώσει η περίοδος, πέντε μέρες έχω τα καφέ...

  2. – Αυτή τη φορά η περίοδος με πέθανε στον πόνο, τέσσερεις μέρες τα καφέ... μέχρι να έρθει κανονικά κατάπια ό,τι παυσίπονο είχα και δεν είχα.
    – Δεν το κοιτάς μπας κι έχεις αρχή κλιμακτηρίου;
    – Φάει τη γλώσσα σου μωρή, 32 χρονών είμαι ακόμα!
    – Ε τότε δες μην είναι ψευτοπερίοδος και είσαι έγκυος...
    Απόλλων;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δυσάρεστη οσμή την οποία ουδέποτε αντιλαμβανόμαστε ως τέτοια κατά τη διάρκεια του σεξ, παρα μόνο μετά. Ευτυχώς θα μου πείτε, αλλιώς δεν κάναμε δουλειά. Η κωλίλα (την οποίαν αντιλαμβανόμαστε πρωτίστως στα χέρια μας, πχ. στο περίφημο κωλοδάχτυλο) είναι ό,τι απομένει συνήθως από την επαφή μας με τον πρωκτό του συντρόφου -έχει δεν έχει λάβει ο/η σύντροφος τα απαραίτητα μέτρα (πλύσιμο, αρωμάτισμα, κλπ).

Υπάρχουν όμως κι άλλα πράγματα που μυρίζουν κωλίλα, όπως ορισμένα τυριά. Δεν μυρίζουν τόσο τα ίδια, όσο το περίβλημά τους. Όσο περισσότερο βρωμάνε, τόσο καλύτερα και νοστιμότερα τυριά θεωρούνται - και είναι. Το θέμα είναι να ξεπεράσεις αυτή τη μπόχα, καθότι δεν είσαι φτιαγμένος για σεξ την ώρα που πας να φας το τυράκι σου.

- Πω ρε πούστη, τι βρωμάει έτσι;
- Το τυρί που αγόρασα να δοκιμάσουμε, αγάπη μου...
- Έχει μποχιάσει όλο το σπίτι κωλίλα!
- Πού να δεις τα χέρια μου τώρα που τό 'κοβα! Δεν φεύγει με τίποτα!
(και αρχίζει να τον κυνηγάει να του πιάσει τα μαλλιά. Μετά μπορεί να πέσει και κανα γαμησάκι, οπότε τελικά πάλι στα ίδια ερχόμαστε)

(από ironick, 20/05/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατουρλιό ή κατρουλιό αποκαλούνται:

  • Το κάτουρο,
  • Το καταιγιστικό κατούρημα («με έπιασε κατουρλιό»),
  • Η αποκρουστική μυρωδιά των αποξηραμένων ούρων (η κατρουλίλα),
  • Η πολύ κακιά ή ζεστή μπύρα (βλ. κάτουρο).

- Θα σας πιάσει κατουρλιό από την τρομάρα σας!!!
(από εδώ)

- Το μετρό στο Παρίσι μυρίζει κατουρλιό
(από εδώ)

- Συγγνώμη αλλά η Amstel απλά δεν πίνεται.... Χειρότερο κατουρλιό δεν υπάρχει....(H Bud Light είναι εκτός συναγωνισμού πάντα....)
(από εδώ)

- Από μαύρες, η Murphy's είναι η καλύτερη, από ελαφριές η Lapin Kulta, Tsingtao, Sapporo και μην πει κανείς την κορόνα, το μεξικάνικο κατρουλιό!
(από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Πιστή στην φροϋδική θεωρία περί γλώσσας λανθάνουσας, θεωρώ ότι ουχί τυχαία η αρχιδίλα αναρτήθηκε με κεφαλαίο Α- στο Δ.Π. από τον συνάδελφο συσλανγκιστή BuBis, πλην αλλ' όμως οφείλω να την υποβιβάσω και να την αναρτήσω στο καλό με μικρό, πρώτον επειδή, εκτός εξαιρέσεων, δεν δεχόμαστε κεφαλαία εμείς εδώ στο σλανγκρ, δεύτερον επειδή, ε, όσο και νά'ναι, η αρχιδίλα δεν μπορεί να συγκριθεί με τη μουνίλα κι ας ανήκει στο ισχυρό φύλο. Καλό γι' αυτήν.

    Την αρχιδίλα λοιπόν γνωρίζουν καλά όσες γυναίκες έχουν κατέβει χαμηλά σε αυτή τη ζωή, έχουν δηλαδή φτάσει εκεί όπου ο άντρας δεν μπορεί να σκύψει άλλο. Αυτά, βέβαια, υπό Κ.Σ., καθότι ως γνωστόν υπάρχουν και άντρες που έχουν βρεθεί εκεί, καθώς και γυναίκες που δεν βρέθηκαν ποτέ και ούτε πρόκειται (λεσβίες, αγάμητες, ξενέρωτες, πουτσοφοβικές, οι μαμάδες μας οι καημένες πολύ πιθανόν, και άλλες).

    Η αρχιδίλα είναι μια ύπουλη οσμή που δεν εντοπίζεται εξ' αποστάσεως. Μπορεί βέβαια να περάσει στο τζην που έχει να πλυθεί κάτι βδομάδες, αλλά και πάλι είναι ακαθόριστο το αν πρόκειται περί αρχιδίλας ή περί της γνωστής μπόχας του ρούχου αυτού όταν έχει τσακωθεί με τα σαπούνια.

    Είναι μια διακριτική, θα λέγαμε, μυρουδιά, η οποία όμως σε ξεγελάει, διότι τελικά μένει στα ρουθούνια σου. Δεν είναι απαραιτήτως προϊόν απλυσιάς. Τα καημένα τα αρχίδια, ναι, αυτά τα ανεξάρτητα κρατίδια επί του αντρικού σώματος, που κινούνται αργά ωσάν τον σαλίγκαρο, αλλά ταυτοχρόνως αλλοπρόσαλλα και ακατάπαυστα, ανεξαρτήτως του αν ο φέρων αυτά είναι έγκαυλος ή όχι (πολύ αστείο πράμα αυτό ομολογουμένως), τα αρχίδια λοιπόν δεν είναι κάτι το βρωμερόν και τρισάθλιον, δεν εκκρίνουν τίποτε το δύσοσμο, δεν μαζεύουν τυρί τόσο εύκολα όσο ο πέοντας, έχουν όμως την ατυχία να βρίσκονται στα σκοτάδια του Ερέβους και κει μέσα δεν αερίζονται όπως θα έπρεπε. Στριμώχνονται από στενά παντελόνια και σκληρά συνήθως υφάσματα, ζουλιούνται από τις ραφές, υπερθερμαίνονται από το καθισιό ή την καθιστική εργασία (και εκδικούνται ωσεκτουτού τον άντρα με στειρότητα), άρα επομένως συνεπώς όλο και αναδίνουν κάποια παραπανίσια μυρουδιά. Ακόμα και μετά το σαπούνι, παρόλο το διακριτικό της οσμής τους, την καταλαβαίνεις.

    Έχει κάτι από τη μυρουδιά του σπέρματος, κάτι από τη μυρουδιά του δέρματος, είναι ήσυχη και υπόκωφη, τεσπα είναι ακαθόριστη και ανάμικτα συμπαθητική και απωθητική. Προσώπικαλυ δεν έχω ιδέα τι γίνεται με την περίπτωση των αποτριχωμένων αρχιδιών, η ζωή δεν μου έχει διδάξει τόσα... Κάποιος /-α όμως που πιθανόν να ξέρει ή να έχει ακούσει, παρακαλώ να μας πει αν μυρίζουν το ίδιο ή όχι.

  2. Συνώνυμο της μπακουριάς, του αρχιδόκαμπου.

  1. Πάμε να φύγουμε, πολύ αρχιδίλα μυρίζει εδώ μέσα...

  2. Πάμε να φύγουμε, πολλή αρχιδίλα έχει μαζευτεί εδώ μέσα...

(από nick, 04/08/09)(από nick, 04/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το επιτατικό συν + την λέξη σκατά. Μεσ' τα σκατά, γεμάτος σκατά. Κυριολεκτικά ή μεταφορικά.

  1. Πάλι σύσκατο το έφερες το μικρό ρε Νάνσυ; Μόνη σου δεν μπορείς να του αλλάξεις την πάνα ποτέ;

  2. Μια φορά του είπα και γω να με βοηθήσει στο κονέ με το γραφείο του υπουργού κι αυτός τα έκανε σύσκατα, ρεζίλι έγινα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δόκιμα, κάτι το κούφιο, το άσφαιρο.

Σλανγκιστί, πέρα του άουτσης πούτσας, τζούφια αποκαλείται και συνομοταξία υπόκωφων πλην βορβορωδών κλανιών. Οι εν λόγω πορδές επίσης αποκαλούνται πούστικες, ύπουλες και μουλωχτές.

Ο Τριαντάφυλλος το ετυμολογεί εκ του σομφός (πωρώδης). Υποψιάζομαι όμως ότι ίσως και να πρόκειται για ονοματοποιία ή παραφθορά του κούφιο.

Από ΔΠ: Νούλις ο Μπισκοτωμένος.

- Εγώ έφαγα σκόρδο, και έχω αμολήσει και μερικές τζούφιες, και αισθάνομαι μία περίεργη αύρα να με περιτριγυρίζει...
(εδώ)

- Μαλλί λαδωμένο, ρουχαλάκια τσικνισμένα και χιλιολεκιασμένα, να αμολάνε τζούφιες κι εσύ στο σαρδελλέ λεωφορείο να προσπαθείς να βρεθείς όσο πιο κοντά γίνεται σε ένα παράθυρο ή μια πόρτα.
(εκεί)

Eκπληκτικό σόλο βιολί από τον John Blake, Jr (από MXΣ, 14/03/11)

βλ. και κούφια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάνω μάγια σὲ κάποιον, τὰ ὁποῖα θὰ ἐπιδράσουν διὰ τοῦ πεπτικοῦ.

Σὲ παλαιότερες, προφεμινιστικὲς ἐποχές ἕνα βασικὸ ζήτημα, ποὺ ἀπασχολοῦσε κάθε οἰκογένεια, ἰδίως δὲ τὶς φτωχότερες, ἦταν ἡ «ἀποκατάστασι» τῶν θηλέων.(*****)

Γιὰ ὅποια κόρη δὲν διέθετε προσόντα γιὰ γάμο (βασικῶς δηλ. σπίτι), ὑπῆρχε ἡ ρομαντικὴ ἑλπίδα τοῦ ἀρχοντόπουλου, ποὺ θὰ τὴν ἐρωτευόταν καὶ θὰ τὴν ἔβγαζε ἀπὸ τὴ μίζερη τύχη της (ἀγαμία, ἀνέχεια, αὐταρχικὴ πατρικὴ οἰκογένεια κλπ), χωρὶς νὰ ζητήσῃ προίκα. Προκειμένου νὰ ἰσχυροποιηθῇ ἡ ρομαντικὴ αὐτὴ ἐκδοχή, οἱ γρηὲς κυρίως τοῦ σπιτιοῦ ἀνελάμβαναν νὰ «κάνουν μάγια» σὲ ὅποιο παλληκάρι τοὺς γυάλιζε. Τὰ μάγια ἦσαν διαφόροων εἰδῶν. Γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ λήμματος τὰ συνοψίζω σὲ ἐπαγγελματικὰ (ἀπαιτοῦσαν μαγίστρα) καὶ οἰκιακά. Τὰ ἐπικρατέστερα ἀπὸ τὰ οἰκιακὰ ἦσαν τὸ αἶμα περιόδου, τὰ οὖρα καὶ τὰ κόπρανα τῆς ἐπιδόξου νύφης. Ὡς ὄχημα μεταφορᾶς στὸν «γαμπρὸ» (the marked down victim κατὰ τὸν παμμέγιστο μισογύνη B. Shaw) ἐπελέγετο συνήθως τὸ καφεδάκι (δὲν ὑπῆρχε τότε φραπέ), τὸ γλυκάκι (κουταλιοῦ κυρίως) καὶ σπανιότερα κανένα ἄλλο τρόφιμο. Ὅλα αὐτὰ τὰ μαγικὰ φίλτρα τὰ ἀποκαλοῦσαν οἱ ἴδιες οἱ γυναῖκες «σκατά», συνεπῶς δὲ καὶ τὴν ὅλη διαδικασία «σκατοτάϊσμα».

Μερικὲς φορὲς τὸ ὅλο διπλάρωμα τοῦ θύματος μαζὶ μὲ καμμιὰ πουτανιὰ τῆς νέας, ἢ καὶ ἐπειδὴ τὸ κορίτσι ἦταν πράγματι ἀξιόλογο, τὸ σκατοτάϊσμα ἀπέδιδε, ἢ ἔτσι τὸ ἔβλεπαν οἱ ἐνδιαφερόμενοι. Πολλὲς φορὲς ἡ δουλειὰ ὅμως χάλαγε, εἴτε πρό, εἴτε μετὰ τὸν γάμο. Τότε, ἄλλες γρηές, μὲ φιλοσοφικὴ διάθεσι, ἔλεγαν κουνώντας τὸ κεφάλι: «Τί τὰ θές; Ἄντρας μὲ μάγια καὶ παιδὶ μὲ βότανα... Προκοπή περιμένεις;»

*Asist: Vrastaman από ΔΠ*

(*****) Ὡς «ἀποκατάστασι» ἐννοοῦσαν τὴν κοινωνικὴ ἀποκατάστασι γενικῶς (περιελάμβανε καὶ τὸ ἐπάγγελμα), εἰδικότατα δὲ τὸν γάμο μὲ ἄνδρα οἰκονομικῶς ἀνεξάρτητο. Ὡς ἀνεξάρτητο, ἐννοοῦσαν νὰ ἔχῃ τοὐλάχιστον μεροκάματο. Βασικὸ προσὸν τῆς κόρης τὸ σπίτι (γιὰ λεπτομέρειες βλ. τὰ περισσότερα Ἑλληνικὰ ἔργα).

- Τοὺ μάθατε; Λογοδοθήκανε ψὲς ἡ Μήτσους μας μὶ τοὺ Λενηώ.
(Κουνάει τὸ κεφάλι) - Τοὺ μάθαμε. Ἐσεῖς τοὺ μάθατε, πὼς τὸνε σκατουτάϊζε τρεῖς μήνους ἡ Γρηαλένη;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία