Βλεννώδες / κολλώδες έκκριμα υψηλής συγκέντρωσης (αυτό που λέμε «κομμάτι»), χρώματος υποκίτρινου έως χαλκοπράσινου, αναμεμειγμένο με σίελο και προερχόμενο κυρίως εκ της ρινικής κοιλότητος κι εξερχομένο εκ της στοματικής, σε διάμετρο προσομοιάζουσα το πάλαι ποτέ ισχύον ελληνικό νόμισμα (θα έλεγα όχι αυτό το κούτσικο των τελευταίων δεκαετιών προ αντικαταστάσεως της Δραχμής εκ του Ευρώ, μεταπολιτευτικής κυκλοφορίας, απεικονίζον τον Αριστοτέλη, αλλ' αυτό το χορταστικού μεγέθους με τον τέως βασιλιά Παύλο που είχε προηγηθεί).

Κατά περίπτωση, εμπλουτίζεται με ανάλογο υλικό προερχόμενο εκ του φάρυγγος.

Συνώνυμα: ταληράκι, ροχάλα, χλέπα, χλεμπόνα κ.α.

Του έφτυσε ένα τάληρο κατάμουτρα, που ήθελε γυαλόχαρτο να φύγει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Το αποκρουστικό τσαπόνυχο ή άλλως ταξιτζίδικο νύχι που χρησιμοποιείται για να ξύνεις ή να ξύνεσαι. Αρχικά απετέλεσε βλαχοκυριλέ status symbol όσων ήθελαν να διατυμπανίσουν ότι δεν ασχολούνται με χειρωνακτικές δουλειές. Σήμερα φοριέται κυρίως από απομεινάρια των ογδόνταζ, καδενάκηδες και παλαιάς κοπής πασοκανθρώπες.

  2. Πρόσθετο προστατευτικό και καλά σποίλερ του προφυλακτήρα, γνωστό και ως ξύστρα. Εκ των ων ουκ άνευ για κάθε υπερήφανο ιδιοκτήτη κάγκουαρ.

Πάσα: Vikar.

- Νυχάκι σαν του δράκουλα, μα μόνο το μικρό, για να μη λεν' πως είμαι και άπλυτος εγώ
(HMIZ, εδώ)

- Tελικά Νίκο βρήκες κάτι να βάλεις μπροστά; Νυχάκι-σπόιλερ; Είμαι και εγώ στο ψάξιμο αλλα θέλω κάτι σημαζεμένο, να μην είναι πολύ ογκώδες κτλ
(εκεί)

Πρακτική εφαρμογή νυχακίου (από Vrastaman, 13/07/10)Κάγκουαρ με νυχάκι (από Vrastaman, 13/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δόκιμα, κάτι το κούφιο, το άσφαιρο.

Σλανγκιστί, πέρα του άουτσης πούτσας, τζούφια αποκαλείται και συνομοταξία υπόκωφων πλην βορβορωδών κλανιών. Οι εν λόγω πορδές επίσης αποκαλούνται πούστικες, ύπουλες και μουλωχτές.

Ο Τριαντάφυλλος το ετυμολογεί εκ του σομφός (πωρώδης). Υποψιάζομαι όμως ότι ίσως και να πρόκειται για ονοματοποιία ή παραφθορά του κούφιο.

Από ΔΠ: Νούλις ο Μπισκοτωμένος.

- Εγώ έφαγα σκόρδο, και έχω αμολήσει και μερικές τζούφιες, και αισθάνομαι μία περίεργη αύρα να με περιτριγυρίζει...
(εδώ)

- Μαλλί λαδωμένο, ρουχαλάκια τσικνισμένα και χιλιολεκιασμένα, να αμολάνε τζούφιες κι εσύ στο σαρδελλέ λεωφορείο να προσπαθείς να βρεθείς όσο πιο κοντά γίνεται σε ένα παράθυρο ή μια πόρτα.
(εκεί)

Eκπληκτικό σόλο βιολί από τον John Blake, Jr (από MXΣ, 14/03/11)

βλ. και κούφια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία